Σε προηγούμενα άρθρα στις 30/7 και 6/8 παρουσίασα τη μορφή της ωραίας Ελένης στην Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη στις ραψωδίες Γ και Δ. Σήμερα θα συνεχίσω με τη ραψωδία Ε.

Η αγωνία του Καζαντζάκη να αναδείξει την ομορφιά και τη γυναικεία χάρη της Ελένης, που έχει τροφοδοτήσει τη φαντασία πολλών δημιουργών στα μεταομηρικά χρόνια, τον υποχρεώνει να χρησιμοποιήσει πάνω από εκατό επίθετα και ποιητικές εκφράσεις.

Επίθετα πρωτότυπα με ιδιαίτερη επιμονή στο πιο ερωτικό σημείο που διεγείρει την ανδρική επιθυμία, το στήθος. Η Ελένη, όπως προαναφέραμε, είναι φυσικά μια θεά, αλλά πάνω από όλα μια ποθητή γυναίκα.

Η αγωνία του αυτή εκφράζεται και στη ραψωδία Ε΄είτε άμεσα είτε έμμεσα με το ανδρικό βλέμμα. Επίσης φανερή είναι η αγωνία του να βιάσει τη γλώσσα, ώστε να κατορθώσει να εκφράσει το ανέκφραστο ερωτικό συναίσθημα.

Οι σύντροφοι του Οδυσσέα τον περιμένουν στο πλοίο και εύχονται να ερχόταν «ο γαύρος καπετάνιος» και να φέρει «τη δοξαρόφρυδη μες στις κλειστές του αγκάλες». Εκείνη την ώρα εμφανίζεται ο Οδυσσέας από μακριά με την Ελένη και χαίρονται, γιατί θα κοιμηθούν το βράδυ πλάι στη «φιλαντρού».

Με λαχτάρα σηκώνουν την «αστροστήθα» Ελένη και την αποθέτουν ανάλαφρα στην πρύμνα. Είναι γι’ αυτούς η «αφρογέννητη γοργόνα» με το προφητικό δώρο του Οδυσσέα στα «πολεμάρχα στήθια».

Το πλοίο ταξιδεύει και η Ελένη ονειρεύεται:

Mα η Ελένη αμίλητη τα απόνερα τα πράσινα κοιτούσε
και τους σγουρούς λιγόχρονους αφρούς και χαίρουνταν να νιώθει
τον πελαγίσιο άνεμο να ανοίει τον κόρφο της σαν άνδρας
κι ως την αφράτη της ροδόφτερνα να τη δροσολογίζει

Η φιλαντρούσα χαίρουνταν κρυφά, ξαναγοιρίζαν πάλε
τα χνότα τα βαριά τα αντρίστικα, ξανασαλεύα οι χώρες
φυσούσε πάλι αγέρας λευτεριάς στα σγουρομέλιγγά της.

Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας πλάθει τα δικά του όνειρα:

Σκύβει βουβός στης κυκνογέννητης τα μάτια να ξεκρίνει
το αραξοβόλι το μοιρόκλωστο μα η ψιλομαθημένη
γερτή στα κρουσταλλοβραχιόνια της ανέγνοια ονειρευόταν

Ως έσκυψε ο πεντάγνωμος βαθιά στου κόρφου της τα γκρέμνα
θολώθει ο μέγας νους του, σάλεψε το κεφαλόκαστρό του
ξάφνου ραθύμησε τους σύντροφους να ρίξει στα δελφίνια
τα μεσοπέλαγα και μοναχός να πλέει με την Ελένη,
να ανθίσει το κατάρτι του, κρουστά να τιναχτούν σταφύλια
κι αυτός απάνω στα αμπελόφυλλα να την αντροχαϊδεύει
και γιο στο σπλάχνο της να μπιστευτεί πολύ καλύτερό του

Τότε ξεσπά μια τρομερή φουρτούνα και τους κάνει να δουν τον χάρο με τα μάτια τους. Σκέφτονται πως είναι μια εκδίκηση των θεών για την αρπαγή της Ελένης και εκείνη μαντεύει τη σκέψη τους.

Κι Ελένη μάντεψε το ανάβλεμμα και κρυφανατριχιάζει
μα δεν το καταδέχτει υπέρφανη ψιλή φωνή να σύρει
τα ανίκητά της στήθια στων αντρών τα γόνατα ακουμπώντας
της γυναικός αυτής ξέπερναε πια τη μοίρα και ντρεπόνταν.

Η γαλήνη επιστρέφει και αντικρίζουν την Κρήτη. Γνωρίζουμε την αγάπη του Καζαντζάκη για το νησί του και στο σημείο αυτό πλέκει τον ύμνο της. Φυσικά η Κρήτη που θα συναντήσει είναι η μινωική που πρόσφατα έχει ανακαλυφθεί στην Κνωσό.

Γνωρίζει πολύ καλά όλους τους σχετικούς μύθους και τα θαυμάσια αρχαιολογικά ευρήματα. Προοικονομούνται στο σημείο αυτό όσα θα ακολουθήσουν. Κάποιοι στίχοι εδώ μας θυμίζουν αντίστοιχα δημοτικά τραγούδια.

Θέε μου και να πατήσω πια βουνό να πάρει ο νους μου αγέρα!
Να αρχίσει ο γάβρος σφέρδουκλας ν’ ανθεί και ο λάδανος να ιδρώνει
κι πετροπέρδικα να φτερουγάει, να κακαρίζει ο λόγγος!

Να ακούσει η κόρη που αγαπώ να βάλει μάνταλο στην πόρτα
μέγα κλωνί βασιλικό, να βάλει βάλσαμο δραγάτη
να βάλει και γαρούφαλο σγουρό βιγλάτορα στον κόρφο

Η Ελένη φοβάται, γιατί θυμάται την παραμάνα της που της προφητεύει να μην πατήσει ποτέ την Κρήτη.

Λενιώ, ποτέ το αφράτο πόδι σου στην Κρήτη μην πατήσεις.

Ο Οδυσσέας καταστρώνει το σχέδιό του και ζητά τη βοήθεια της Ελένης. Όταν φτάνουν στο λιμάνι ο βασιλιάς έχει πάει στο ιερό του θεού για να ανανεωθεί και να προσευχηθεί.

Ο κόσμος περιμένει την επιστροφή του. Ένας πραματευτής μαγεμένος από την ομορφιά της σμιχτοφρύδας Ελένης της χαρίζει ένα πολύτιμο πέπλο και η Ελένη μαγεύεται.

Η Ελένη σφάλιξε τα μάτια της, σαν πέρδικα ζαλίσθει˙
κι ο γερο-κουρσευτής την προσκυνάει, κελαήδησε η λαλιά του
«Όλο το δέντρο γύρισα της γης, μα ορκίζουμαι, ποτέ μου
τόσο πανέμνοστη καλοκερά τα μάτια μου δεν είδαν
όχου, κι όποιος κοιμάται δίπλα σου τον ύπνο λαχταρίζει.

Ο Οδυσσέας καταστρώνει το σχέδιό του και θα χρησιμοποιήσει την Ελένη για να εξαπατήσει τον βασιλιά, όπως χρησιμοποίησε το κρασί για να τυφλώσει τον Κύκλωπα. Έχουμε ακόμα πολλές στιγμές με γοητευτικά επίθετα της Ελένης και περιγραφές.

Ανθολογώ μόνο ορισμένα σημεία που βοηθούν την εξέλιξη του μύθου και αναδεικνύουν την Ελένη και την ομορφιά της. Η Ελένη είναι πλανομάτα, λιόκαλη, ολάσπρος ανθός, καστροκαταλύτρα, αγριμοπάρθενο κορμί, καγκελόφρυδη, δαμάλα μπρούτζινη και μέσα της μια φλόγα την Ελένη.

Η ραψωδία θα κλείσει με την προσδοκία μιας ιερής τελετουργίας, τα ταυροκαθάψια, όπου συνευρίσκονται μεταμορφωμένοι σε ταύρους με ιέρειες και όλος ο λαός γιορτάζει την επιστροφή του ανανεωμένου βασιλιά που θα σώσει την πόλη και θα φέρει τη νέα βλάστηση ανθρώπων και λουλουδιών.

Το δίχτυ του Οδυσσέα έχει στηθεί καλά και τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά. Ένας πολιτισμός γερασμένος θα καεί για να προκύψει ένας νέος καινούριος κόσμος.

Στη γέννηση αυτή ο ρόλος της θείας ομορφιάς της Ελένης θα είναι λυτρωτικός χωρίς φυσικά να υποτάξει τον αναχωρητή Οδυσσέα που θα ακολουθήσει με οδηγό τον ήλιο το ταξίδι του σε άλλη γη, σε άλλη θάλασσα για να χαρεί το μεγάλο τίποτε, που τελικά είναι η ανθρώπινη μοίρα.

Ο αγώνας θα σώσει το θεό και θα ελευθερώσει τον άνθρωπο από τον φόβο και την ελπίδα.

Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη εκφράζει φυσικά τον ίδιο τον ποιητή και το επίγραμμα στον τάφο του αυτό ακριβώς δηλώνει, τον ηρωικό μηδενισμό με μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη, που δίνει μια νέα διάσταση στην προσφορά των ανθρωπιστικών γραμμάτων, όπως εκφράζεται από τη φιλοσοφία και την τέχνη.

Η Ελένη και ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη είναι αιώνια σύμβολα, σηματωροί και κήρυκες μιας νέας κοινωνίας ανθρωποκεντρικής, που έχουμε ιδιαίτερα σήμερα ανάγκη.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος