Σε προηγούμενα άρθρα μου σε αυτή τη στήλη παρουσίασα την Ελένη στις ραψωδίες Γ, Δ, Ε, Ζ της Οδύσσειας του Ν. Καζαντζάκη.
Σήμερα ολοκληρώνω με τις ραψωδίες Η, Θ. Η Ελένη θα εμφανιστεί πάλι στο τέλος, αλλά ως όραμα και αναπόληση του Οδυσσέα.
Στην αρχή της ραψωδίας Η ο Οδυσσέας ονειρεύεται «σα γιομοφέγγαρο» το πρόσωπο μιας γυναίκας «κι αγάλια ξάστραψε ο χυτός λαιμός, ανάτειλαν τα στήθια και ακροροδοφεγγίσαν του δοξαρά τα φρένα». Θυμάται τα νιάτα και τις κατακτήσεις του και ενσωματώνει μια μαντινάδα. Για να μετατρέψει τον δεκαπεντασύλλαβο σε δεκαεπτασύλλαβο προσθέτει το μωρέ και το απάγρια.
Εγώ ‘μαι γιος μωρέ, της αστραπής και της βροντής αγγόνι
και θέλω αστράφτω απάγρια και βροντώ και θέλω ρίχνω χιόνι
Την ίδια ώρα βρίσκουμε την Ελένη μετά την οργιαστική νύχτα και τη συνεύρεση με τον Ξανθό νέο στο κρεβάτι, ενώ «το μαραμένο χέρι ο βασιλιάς πα στον ανθάτο κόρφο/ βαριόχνωτο έριχνε, σαν σκούληκας που σε κρινάνθη ανέβει».
Θυμάται τα παλικάρια της Τροίας που σκοτώνονταν για εκείνη. Κρυφοστενάζει η μαρμαρόλαιμη και περδικόστηθη, θυμάται γλυκές φωνές, κεφάλια που στου άγιου κόρφου της την άχνα λιγοθήκαν «και συλλογάται λαχταρίζοντας και ο κόρφος της αχνίζει/ πόσους ανθούς και δε μυρίστηκε, περβόλια και δεν μπήκε/ και θα σαπούν τα χείλια της στη γης, δεν θα προφτάσει, Θε μου,/ όλη του κόσμου τη χαρά να πιει στα δυο μικρά χεράκια».
Οραματίζεται το μέλλον «αγχνογελούσα η λαμπαδόχυτη» με τον γιο στην αγκαλιά, ενώ το κορμί της είναι αστρόφωτο.
Όταν ξημερώνει ο Οδυσσέας μπαίνει στο δωμάτιο της Ελένης όπου την καλλωπίζουν, της βάφουν τα νύχια και «χρυσοπασπαλίζουν ζαφορά τα νιόλουστα μαλλιά της». Αρχίζει μεταξύ τους ένας διάλογος με αμοιβαία πειράγματα υποτιμητικά.
Η Ελένη τού λέει: « Αλάργα πια στον νου μου τριγυρνάς και χάνεσαι Δυσσέα» κι εκείνος αναθυμούμενος ότι έφυγε τη νύχτα με τον Ξανθό νέο της απαντά σκληρά: «Στο κοσμοξακουσμένο σου κορμί τ’ αλόγατα σταβλιάζουν».
Τότε εκείνη πικραμένη απαντά: «Δροσογελάει η λακκουδομάγουλη, κι ως συντριβάνι ασκώθει/ κρουσταλλωτή, παραπονιάρισσα στο λιακωτό η φωνή της./ ..Αν είναι αλήθεια η κράχτισσα ψυχή που όλες της γης τις πίκρες/ και τις χαρές βαστάει, τα γόνατα χωρίς να τρέμουν άκου/ μες το κρουστάλλι που μου χάρισες την μοίρα μου ν’ ανοίγω,/ θωρώ ξανθογεννά το βάρβαρο να στέκεται δεξά μου/ στο κόκκινο τσαντήρι μας ορθός και να κρατάει το γιο μου˙/ θωρώ καινούρια γης και θάλασσα και χάθηκες Δυσσέα».
Ο Οδυσσέας δέχεται την απόρριψη από μια απελευθερωμένη γυναίκα και την καλεί να βάλουν μπροστά το σχέδιο για την ανατροπή του σάπιου βασιλείου. Η αδιαφορία του πληγώνει τη γυναικεία φιλαρέσκεια της Ελένης που δεν μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχει άντρας που δεν την ποθεί.
«Μα πήρε το πικρό παράπονο την κράχτισσα ορθοβύζα/ πώς έτσι, Θε μου, δίχως θλίψη πια την παρατούν, σαν να ‘χε/ κιόλας χαθεί η δριμιά της μυρωδιά που ξάκριζε τους άντρες/ πεισμάτωσε και σύντριψε με οργή στα ροδοπάλαμά της/ το φιλντισένιο κρίνο που έλαμπε στου κόρφου τη ρουφήχτρα/ τον πόνο ο καρδιογνώστης μάντεψε, σπλαχνίστει τη γυναίκα/ και αργά ζυγώνοντας ακράγγιξε το μηλογόνατό της».
Προφάνως ο Οδυσσέας αντιλήφθηκε ότι ταπείνωσε την Ελένη και η κίνησή του ήταν μια πράξη ικεσίας. Τότε η Ελένη χαϊδεύει τα μαλλιά του και του λέει: «Αγαπημένε, πάντα θα κρατώ τη φοβερή ματιά σου/ στα σωθικά σαν άσβηστη φωτιά να με κρουφοσυμπαίνει/ γιατί θνητός δε γεύτει ομάδι σου ποτέ ψωμί κι αλάτι/ χωρίς το σπλάχνο του να το διαβεί κοσμοριμάχτρα φλόγα».
Λυπάμαι, γιατί δεν μπορώ να σας μεταφέρω ολόκληρο αυτό τον διάλογο με τις πολύ λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις που είναι ανάλογες με τη συνομιλία της Καλυψώς και της Ναυσικάς με τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια του Ομήρου. Διάλογοι ενός πολύπειρου άντρα με μια θεά και με μια νέα κοπέλα που παραμένουν πάντα αξεπέραστοι από τη σύγχρονη ποίηση και θαυμάζονται από όλο τον κόσμο.
Στη συνέχεια έχουμε εξαιρετικούς στίχους με την Ελένη που εγκυμονεί, συνομιλεί με μια μυγδαλιά και της ζητά να τη βοηθήσει την ώρα του τοκετού. Είναι επίσης φανερή η αξιοποίηση από τον Καζαντζάκη ορισμένων σχετικών δημοτικών τραγουδιών στο νανούρισμα του γιου που θα ‘ρθει. Η ραψωδία τελειώνει με την προετοιμασία της επανάστασης που θα ακολουθήσει και την ανατροπή ενός πολιτισμού γερασμένου.
Στη ραψωδία Θ έχουμε τον θάνατο του βασιλιά, την πυρπόληση του ανακτόρου και την αναχώρηση του Οδυσσέα για τη χώρα του Νείλου. Αφήνει ως νέο βασιλιά τον σύντροφό του Καρτερό δίδοντάς του τις τελευταίες συμβουλές, να κυβερνά με υπομονή και βία αλλά και με αγάπη για τον λαό που τον ονομάζει «το ζο το σκοτεινό».
Ο Οδυσσέας αντικρίζει την Ελένη λίγο παρακάτω στον στίχο 193 «την φεγγαρόφρυδη στερνή θωράει να κυκνογοργολυγάται» με φουσκωμένη την κοιλιά, ενώ ο βασιλιάς καμαρώνει νομίζοντας ότι εκείνος είναι ο πατέρας, αλλά ο Οδυσσέας «μα ο πολυκάτεχος τσουκνογελάει, στη μνήμη του σκαλώνει/ ο ρούσος μέρμηγκας που μπόλιασε τα ξακουστά λαγόνια/ φυτεύοντας ξανθή γεννοβολιά στον κρουσταλλένιο κόρφο».
Καθώς εξελίσσεται η επανάσταση και πυρπολείται το παλάτι εμφανίζεται ένας άντρακλας μουγκρίζοντας, αρπάζει την Ελένη και τη σώζει, ενώ σκοτώνεται ο βασιλιάς. Εντάσσονται εδώ στίχοι γνωστού δημοτικού τραγουδιού: «Θε μου, και να ‘χε η γης πατήματα να ‘χε ο ουρανός κερκέλια/ και να πατούσα τα πατήματα, ν’ άδραχνα τα κερκέλια/ να δώσω μέγα σείσμα τ’ ουρανού της γης να δώσω κλώτσο».
Σκοτώνεται ο Στρειδάς και τον θάβουν με τιμή και πόνο μαζί με τη Φίδα. Κάποια στιγμή φαίνεται η Ελένη. «Κι ως ανθισμένη ξάφνου μυγδαλιά πώς πρέπισε το χώμα/ το πρόσβαρο της ετοιμόγεννης κορμάκι της Ελένης./ Λάμπαν στον ήλιο ορθά τα στήθη της τ’ ανθοκαρποστεμένα/ κι ο σιωπηλός ξανθός γαμπρός σκυφτός χωρίς μιλιά ακλουθούσε».
Πριν μπουν στο πλοίο της αναχώρησης ο Οδυσσέας διακρίνει την Ελένη και με τρυφερότητα και ευχές την αποχαιρετά, όπως και την Κρήτη. «Ελένη, φώναξε ο πολύκαρδος και ράισε η καρδιά του,/ οκνά τα κουρασμένα βλέφαρα σηκώνει η σμιχτοφρύδα και χαμογέλασε/ έχε γεια, μιλάει με το μισό χειλάκι».
Ο Οδυσσέας επίσης χαιρετά τη «λιοπερεχυμένη». «Αγαπημένο πρόσωπο της γης, Ελένη, πια ποτέ τους τα μάτια μου δε θα σε δουν κι οι αδρές παλάμες δεν θα αγγίξουν/ αφρός γεννήθεις, έλαμψες και σβεις πα στην κορφή του νου».
Ξέρουμε ότι η μορφή της Ελένης ενέπνευσε πολλούς, από τον Στησίχορο, τον Γοργία και τον Ευριπίδη ως τον Γιώργο Σεφέρη. Λατρεύτηκε ως θεά. Στον Καζαντζάκη είναι η όμορφη γυναίκα που χαίρεται τον έρωτα, αλλά και η μάνα που θα γεννήσει έναν ελπιδοφόρο γιο και θα λυτρώσει τον κόσμο. Αν ένας από τους ρόλους της ποίησης είναι να παρηγορεί ο Ν. Καζαντζάκης αναμφισβήτητα το επιτυγχάνει με την Οδύσσειά του, όσο κι αν το έργο αυτό είναι ένας δύσκολος ανήφορος για τους σημερινούς αναγνώστες.
Τώρα που το έργο έχει μεταφραστεί, αξίζει να μελετηθεί και ίσως δικαιωθεί η επιθυμία του να γράψει το έπος της λευκής φυλής, όπου ενσωματώνονται αρμονικά όλες του οι φιλοσοφικές αναζητήσεις και παράλληλα οι μύθοι, η λαϊκή παράδοση και τα δημοτικά τραγούδια της πατρίδας του. Τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούμε την ποίηση έχουν ένα βαθμό υποκειμενικότητας από εποχή σε εποχή κι από αναγνώστη σε αναγνώστη.
Πάντως αν ο Καζαντζάκης είναι κλασικός με παγκόσμια αναγνώριση και η Οδύσσειά του είναι εύχυμος καρπός ενός μεγάλου δημιουργικού πνεύματος.
Ο χρόνος ίσως το αποδείξει.
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος