Σε προηγούμενα άρθρα παρουσίασα τη μορφή της ωραίας Ελένης στις ραψωδίες Γ, Δ, Ε της Οδύσσειας του Ν. Καζαντζάκη. Θα συνεχίσω σήμερα με τη ραψωδία Ζ. Στη ραψωδία Ε αφήσαμε τον Οδυσσέα να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την πλανομάτα και καστροκαταλύτρα Ελένη ως δόλωμα για να εξαπατήσει τον βασιλιά.

Εκείνη θα δεχτεί να μεταμορφωθεί σε δαμάλα που θα υποδεχτεί τον ταυροθεό και «ακούμπησε τα στήθια της στου βασιλιά το γόνα» λέγοντάς του ότι με τη θέλησή της άφησε το ευτυχισμένο τζάκι, γιατί ο ταυροθεός την άρπαξε, έπαιξε μαζί της στο χορτάρι και την απόθεσε  αφρόλουστη στα πόδια του.

Είναι φυσικά μια αναφορά στον μύθο της Ευρώπης. Του βασιλιά φαίνεται γλυκιά η λαλιά της, δέχεται το ψέμα της «κ’ η ανθοδροσομιλούσα χάρηκε μες στο βαθύ της κόρφο» ζητώντας μόνο από τον βασιλιά ως δώρο του «θεοτικού τους γάμου» να μην αγγίξει τον Οδυσσέα.

«Η ζέστα από τα τριζάτα στήθη της στο νου του γέρου ανέβει» και δίδει εντολή στις ιέρειες Μελιγάλες να πάρουν το απαλό κορμί της Ελένης, να το αλείψουν μυρωδιές για να σμίξει με τον θεό.

Στη ραψωδία Ζ παρακολουθούμε τις ιερές τελετουργίες και τις μεταμορφώσεις όλων. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Καζαντζάκης ήξερε πάρα πολύ καλά τις νέες ανακαλύψεις για τον μινωικό πολιτισμό.

Όλοι άλλωστε είχαν εντυπωσιαστεί με τις γυμνόστηθες τοιχογραφίες γυναικών, τη θεά των όφεων και τους μύθους της Πασιφάης και του Μινώταυρου. Ο ποιητής ενσωματώνει δημιουργικά όλα αυτά τα στοιχεία στο έργο του.

Έτσι και η Ελένη ακόμα φαίνεται δυσαρεστημένη, γιατί οι γυναίκες αποκαλύπτουν το στήθος τους που είναι ένα μυστικό ερωτικό θέλγητρο.

Στην αρχή της Ζ ραψωδίας εμφανίζονται οι Μελιγάλες που ικετεύουν με ύμνους τον θεό να κατέβει στο μεγάλο πανηγύρι.

Κ’ οι Μελιγάλες άπλωναν ψηλά προς τα βουνά τα χέρια
τ’ άγουρα στήθια τους κρουστάλλιαζαν στο νυχτογυαλοπάγι

Και μια παρθένα απήδηχτη, χλωμή σε καρτεράει στη θύρα
και τρέμει ο κόρφος της στους τέσσερους ανέμους ανοιγμένος.

Όταν το πρωί ανοίγουν οι πόρτες του παλατιού, όλος ο λαός, γυναίκες και άντρες, μαζεύονται με λαχτάρα να καμαρώσουν το θέαμα. Ο Οδυσσέας και ο σύντροφός του κουβεντιάζουν και αποθαυμάζουν.

Εγώ δεν μποχορταίνω να θωρώ πώς περπατούν στις πέτρες
και πώς ανθίζουν σαν δεντρά και ξεστηθώνονται σαν δέντρα
τα χωματένια ανοίγουν μάτια τους και όλος γεννιέται ο κόσμος
τα χωματένια στήθια τους πηγές αθάνατες και παίζουν.

Η μουσική, ο χορός, η ιερή πανδαισία ξεκινά και η Ελένη ως χάλκινη δαμάλα «σε άσπρου ταύρου αστραφτερή ποδιά πλάι σε χαλκιά δαμάλα/ με ξέπλεκα μαλλιά το θείο κορμί θρηνούσε της Ελένης./ Άσπρο κρατούσε κρίνο ανάμεσα στα ξέχειλά της στήθη».

Η κόρη του βασιλιά Κρινώ εμψυχώνει την Ελένη. Είναι και εκείνη ορθόστηθη, λιγνοκυπαρισσάτη, κρουσταλλόκορφη που περιμένει τον ταύρο ως πνεύμα, ενώ η Ελένη περιμένει να την ταυροπηδήξει λέγοντας: «Είμαι γυναίκα και το χνώτο του τ’ αρσενικό μ’ αρέσει».

Το γλέντι συνεχίζεται με τις παγκαλόμορφες παλατιανές κεράδες, ενώ η Ελένη «σκυφτή τα στήθια της φρουράει με τα κρινά τα χέρια». Ο βασιλιάς «στον ήλιο το κορμί λιμπίζουνταν να λάμπει της Ελένης».

Η Δίχτεννα ποθοβαλαντωμένη με το ροδονυχάτο χέρι χαϊδεύει τον Οδυσσέα και αυτός καμαρώνει «τα χλωροπράσινα ψιχαλιστά της μυριαντρούσας μάτια». Χαϊδεύει τα πολυφιλημένα γόνατα και τα χυτά αντικνήμια.

Με τις παλάμες του τις σαρκολαχταρούσες και χαίρεται τον έρωτα. Η Κρινώ και η Ελένη αντίστοιχα επιτελούν «ένα κρυφολείτουργο της ερωτιάς». Η τελετουργία κρατά όλη μέρα και όλη νύχτα. Ακολουθεί η συνεύρεση του ξανθού περβολάρη με την Ελένη.

κι γαύρος περβολάρης ο ξανθός που το χοντρό σταφύλι
σαν το παιδί προψές το απίθωσε στις φούχτες της Ελένης,
στα σκαλοπάτια ξάφνου πρόβαλε, γυρόμακρα βιγλίζει
και ξάφνου ορμάει κι αρπάει το λαμπερό πουλί στην αγκαλιά του.

Κι η φιλαντρού, που γαργαλίστηκε στ’ αγκαθωτά του γένια,
τα μάτια ανοιεί, γελάει κι αρπάχτηκε στο λιονταρόσβερκό του.

Από την ένωσή τους η Ελένη θα μείνει έγκυος και θα φέρει στον κόσμο τον νέο διάδοχο. Ίσως εδώ αναφέρεται ο Καζαντζάκης στην κατάληψη της Κρήτης από τους Δωριείς.

Άλλωστε το σχέδιο του Οδυσσέα και της Ελένης είναι να ανατραπεί και να καταστραφεί ένας πολιτισμός που έχει πια γεράσει και να ανθίσει ένας νέος κόσμος. Έρχεται η νύχτα, ακόμη κι ο Χάρος «μιαν αστραπή κοιμήθει ο Χάροντας και τη ζωή νειρεύτει».

Η συνολική αισθητική αποτίμηση της Οδύσσειας αφήνεται σε μελλοντικούς μελετητές του έργου. Φυσικά σε ένα τέτοιο τεράστιο κατόρθωμα υπάρχουν και στιγμές αδυναμίας.

Άλλωστε οι μελετητές του Ομήρου έχουν πει ότι και ο μέγας Όμηρος κάποτε κοιμάται.

Πιστεύω ότι η προσπάθεια της Δ.Ε.Φ.Ν.Κ με τη μαραθώνια ανάγνωση του έργου θα παρακινήσει πολλούς να μελετήσουν το έργο όχι μόνο με φιλολογικούς υπομνηματισμούς και λεξιλογικές ερμηνείες αλλά και να αναδείξουν την ομορφιά του.

Προσωπικά ευχαριστώ το Δ.Σ. της εταιρείας και ιδιαίτερα την πρόεδρό του κ. Κατερίνα Ζωγραφιστού και την κ. Σοφία Νταλαμπέκη που μου έδωσαν την ευκαιρία να ταξιδέψω μαζί τους και να ξαναδιαβάσω το έργο με γυαλιά πρεσβυωπίας ανακαλύπτοντας την ομορφιά του και κερδίζοντας τον χρόνο μου.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος