Εδώ και μερικούς μήνες με πρωτοβουλία της Δ.Ε.Φ.Ν.Κ. έχει αρχίσει ένας μαραθώνιος ανάγνωσης της Οδύσσειας του Ν. Καζαντζάκη, που ο ίδιος φιλοδοξούσε να γίνει το έπος της λευκής φυλής.

Για όσους γνωρίζουν τον βίο και το έργο του ποιητή είναι εύκολο να κατανοήσουν, γιατί μόνο εκείνος από τους Έλληνες θα μπορούσε να οραματιστεί ένα τέτοιο άθλο. Από τους αρχαίους ο Καζαντζάκης γνώριζε πολύ καλά και θαύμαζε τον Όμηρο και πέρα από τη μετάφραση των δύο επών με τον Ι.Θ.Κακριδή, έχει γράψει αρκετά έργα εμπνευσμένα από εκείνον.

Θεωρώ επίσης ότι γνώριζε τα δύο μεγάλα έργα που μας εισάγουν στην νεωτερικότητα, τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ.

Με το πρώτο συγγενεύει θεματικά και με το δεύτερο στην έκταση, αφού το μυθιστόρημα αυτό έχει περίπου 3.500 χιλιάδες σελίδες, και ομολογώ ότι το αγαπώ ιδιαίτερα, γιατί ο χρόνος που περνά δεν είναι χαμένος, αλλά κερδισμένος, αφού όλοι επιστρέφουμε σε αυτόν εξιδανικεύοντάς τον.

Τον μήνα αυτό διαβάστηκε η Ε ραψωδία από τα Ανώγεια διαδικτυακά με εναλλασσόμενους αναγνώστες από διάφορες χώρες. Στο έργο υπάρχουν πολλές γυναικείες μορφές ανώνυμες και άλλες γνωστές από τον Όμηρο.

Εμφανίζονται όμως τελείως διαφορετικές. Η Πηνελόπη π.χ. δεν δέχεται ευχάριστα τον Οδυσσέα, αλλά δυσανασχετεί με την παρουσία του και η Ναυσικά εμφανίζεται, γιατί την καλεί ο Οδυσσέας να την παντρέψει με τον γιο του και να γεννήσουν παιδιά αντάξια της ράτσας του.

Ο Οδυσσέας, αφού αντιμετωπίζει τις αντιδράσεις για τη δολοφονία των μνηστήρων αποφασίζει να φύγει στο άγνωστο, να γνωρίσει τον κόσμο και να μην «πατριδοσαπίσει». Ίσως την ιδέα αυτή εμπνέεται από τον Δάντη που συναντά στην κόλαση τον Οδυσσέα τιμωρημένο, γιατί υπερέβη τα όρια.

Αφού επιλέγει τους συντρόφους του, αρχίζει το ταξίδι προς το άγνωστο. Θα περιοριστώ στη μορφή της Ελένης στη Γ ραψωδία. Όπως γνωρίζουμε, η Ελένη είναι κόρη του Δία και της Λήδας. Για να συνευρεθεί μαζί της μεταμορφώθηκε σε κύκνο.

Είναι ως θεογέννητη η απόλυτη ομορφιά. Γι’ αυτό και η Αφροδίτη την υποσχέθηκε στον Πάρη, αν την κρίνει ως ωραιότερη από την Ήρα και την Αθηνά. Ο Όμηρος δεν μας δίδει καμιά περιγραφή της ομορφιάς της.

Μόνο κάποια στιγμή που εμφανίζεται στα τείχη για να παρακολουθήσει τη μονομαχία του Πάρη με τον Μενέλαο οι ανέραστοι γέροντες λένε: «Χαλάλι για μια τέτοια ομορφιά να σφάζονται τα παιδιά μας στον κάμπο.

Μοιάζει με αληθινή θεά». Στη Γ ραψωδία του Καζαντζάκη η Ελένη πρωτοεμφανίζεται στον στίχο 224.

Φαίνεται χαρούμενη, αναγαλλιούσε που σκοτώνονταν για το χαμόγελό της στην Τροία και στον στίχο 276 ο Οδυσσέας σε όνειρο που του στέλνει η Ελένη αναθυμάται τη σμιχτοφρύδα Ελένη, την αγναντεύει να λάμπει στον αέρα.

«Δεν είμαι αλήθεια εγώ για μοναξιές και νοικοκυροσύνες˙ Θεέ μου και κάνε με γλυκομηλιά να στέκομαι στη στράτα. Και φόρτωσέ με πληθερό καρπό να τρων όλοι οι διαβάτες». Τα χέρια της ασκώνει στον λαμπρό της νυχτοθύρας άστρο. «Αχ να ‘ταν, Θέε μου, κλεφτοκάραβα να ξαναρχόταν πάλε».

Τη σμιχτοφρύδα Ελένη αγνάντεψε να λάμπει στον αγέρα! Σαν φίλντισι γυαλοκοπούσε ογρό το κρινοπρόσωπό της θαρρείς δαρτή βροχή για κλάματα το χαν περιλουσμένο κι ολάσπρα ανέμιζαν τα πέπλα της τρικυμιστές φτερούγες με δυο μεγάλες βούλες αίματα πηχτά στις αμασχάλες «Ελένη!» ανάκραξε ο γοργόχερος και αδράχνοντας το μέγα προγονικό δοξάρι γονατάει στην κουπαστή και κλώθει στεριές πελάγου τη ματιά, την ομορφιά να διαφεντέψει.

Κι η Ελένη τον βαρύ θυμό του αντρούς θωράει κι αναγαλλιάζει. Ξεχνάει τον πόνο της, αχνογελάει, τα κλάματά της λάμψαν, κι ουρανοδόξαρο στραφταλιστό τυλίγει το καράβι. Ξυπνώντας ο Οδυσσέας αποφασίζει να κατευθυνθούν στη Σπάρτη και στο μυαλό του κρυφοσμίγουν νερό και Ελένη.

Όταν φτάνουν στην Σπάρτη και αναζητούν νερό και τροφή, πρωτοσυναντά μια κοπέλα σε μια πηγή και μόλις εκείνη τον είδε «o κόρφος της αγριοπερίστερο και φτεροκαταχτύπα». Σμίγουν ερωτικά και «όπου πατούσε το ποδάρι της η στέρφα αμμούδα ανθούσε».

Ο Οδυσσέας βρίσκει ένα ακριβό μενταγιόν φιλντισένιο που του είχε χαρίσει η Καλυψώ και εκείνος θα το χαρίσει στην Ελένη τη λιόχαρη, άστρο, φωτιά, φλαγγάρι, πυρκαγιά στον κόρφο της Ελένης. Στους στίχους Γ 665-675 φαίνεται ότι για τον Οδυσσέα η Ελένη είναι ένα άστρο που του δείχνει τον δρόμο «πιο πέρα από της σάρκας τις ντροπές».

Στην πλώρα του μυαλού του ανέβηκε του κύκνου πάλε η κόρη και βρύσες αίματα κουρνέλιαζαν από τις κουλές φτερούγες έλιωσε η αράθυμη βαριά καρδιά την ομορφιά τηρώντας με αίμα και κλάμα και χαμόγελο να συντραβάει τον άντρα και τα άρματα να πέφτουν άνεργα μπρος στη σγουρή της γύμνια.

Ποτέ του δεν λαχτάρισε αγκαλιά της φιλαντρούς Ελένης Αλάργα από ερωτιάς παλέματα τον μαύλαε η ξελογιάστρα στις πιο αψηλές αποκοτιές του νου, στην κορυφή του πόθου. Αναθυμάται την Ελένη της Τροίας τα κρουσταλλοβραχιόνια της, την αστρομάτα, την καλοκρέβατη, τη γαϊτανόφρυδη, τη θυγατέρα του κύκνου.

Στη Σπάρτη υπάρχει αντίδραση του λαού εναντίον του Μενελάου που είναι πια «γεροντοπαχιασμένος». Ο Οδυσσέας μεσολαβεί, ημερεύουν τα πράγματα και συναντά την Ελένη. Γ 1043-1050 Κι ο δοξαράς περνούσε, κι έτρεμε σαν άγουρου η καρδιά του που μπαίνει νύχτα ψαχουλεύοντας στης Αγαπώς το σπίτι και γύρα του στενάζα ερωτικά τα λάβρα περιστέρια και γροίκα συντριβάνια τα νερά στη μυρωδάτη νύχτα και ένα πουλί να κελαηδάει μες στα βαθιά περβόλια, ξάφνου του φάνηκε έμπαινε και χάνουνταν στο σώμα της Ελένης.

Και να, κερά αντιπρόβαλλε αψηλή και εστάθη στο κατώφλι το πρόσωπο, ο λαιμός, τα χέρια της, ασάλευτα αποχύναν χνουδάτη, φεγγαράτη αναλαμπή στα χρουσοθυροστόμια πηδάει η καρδιά και φτερουγόπαιξαν του άγριου μονιά οι μελίγγοι η δοξαρόφρυδη τον πρόσμενε στο αθάνατο κατώφλι

Παρακάτω θα την ονομάσει φιλαντρού, περδικοπερπατούσα, κυκνογέννητη, αλλά θα την πληγώσει λέγοντας, όταν εκείνη βάζει κάποιο βότανο για να ξεχάσει τα παθήματα «μα ποια η ψυχή του ανθρώπου ξεπερνά την ομορφιά σου Ελένη».

Θα ακολουθήσουν κι άλλα επίθετα, λυγερόγοφη, τρισεύγενη. Πηγαίνουν για ύπνο, η Ελένη τον αποχαιρετά, ο Οδυσσέας ξαπλώνει και συλλογίζεται την Ελένη και η ραψωδία τελειώνει. Ίσως συνεχίσουμε στις υπόλοιπες ραψωδίες για να δοθεί μια συνολική εικόνα της Ελένης του Καζαντζάκη.

Σας δίνω μόνο έναν στίχο με ένα υπέροχο παρασύνθετο επίθετο της Ελένης: Kαι η ανθοδροσομιλούσα χάρηκε μες στο βαθύ της κόρφο Αν έχετε την απορία γιατί η Ελένη παραμένει πάντα πανέμορφη και ποθητή μην ξεχνάτε ότι στα παραμύθια οι βασιλοπούλες δεν γερνούν ποτέ.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος