Οι Έλληνες ψηφοφόροι έδειξαν ότι δεν αγαπούν την αριστερή σοσιαλδημοκρατία για τη διοίκηση της χώρας.
Ύστερα από δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις η κεντροδεξιά ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη είναι η αδιαφιλονίκητη νικήτρια της εκλογικής μάχης. Βεβαίως έχει αυτοδυναμία 157 εδρών, αλλά το νούμερο αυτό δεν μπορεί να χαροποιεί ιδιαιτέρως τη ΝΔ και τον αρχηγό της, που επιθυμούσε την μεγαλύτερη δυνατή αυτοδυναμία με άνω των 170 βουλευτών, έτσι ώστε να έχει την άνεση να προχωρήσει γρήγορα σε μεγάλες θεσμικές αλλαγές που έχει εξαγγείλει.
Τώρα οι επιδιώξεις της κυβέρνησης θα είναι λίγο πιο δύσκολες, ίσως και χρονοβόρες. Το έργο της κυβέρνησης αναμένεται πιο απαιτητικό, καθώς δεν υπάρχουν πλέον οι έξωθεν δικαιολογίες για την συνεχιζόμενη κρίση στην ενέργεια, τρόφιμα, καύσιμα κλπ. που εξακολουθούν να καταπονούν το εισόδημα των Ελλήνων.
Επιπροσθέτως, το αναδυόμενο καινούργιο Σύμφωνο Σταθερότητας στην ΕΕ (που θα φανεί καθαρά τον προσεχή Οκτώβριο) δεν θα αφήνει μεγάλα περιθώρια στην κυβέρνηση της ΝΔ να συνεχίσει το χορό των επιδομάτων του τελευταίου χρόνου, στα οποία οφείλεται εν πολλοίς η εκλογική νίκη της ΝΔ.
Υπέρ της νέα κυβέρνησης προσμετράται το γεγονός ότι απέναντι της δεν έχει ούτε δυνατή, ούτε ενωμένη, ούτε και αποτελεσματική αντιπολίτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει τυπικά Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλά έχει μείνει το φάντασμα του εαυτού του. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπει σε βαθιά εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση για τις αιτίες της βαριάς ήττας του, είναι μάλλον δύσκολο ή ακατόρθωτο να εμφανίσει γρήγορα και καθαρά μια συμπαγή αντιπολιτευτική γραμμή μέσα στη Βουλή-ανάχωμα στην πολιτική Μητσοτάκη.
Αλλά και ο Ν. Ανδρουλάκης έχει μείνει με το ένα πόδι στον αέρα. Διότι αύξησε ελάχιστα το ποσοστό του, λόγω της συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχει ακόμα μακρύ δρόμο να πείσει ότι αποτελεί την «αξιόπιστη» αντιπολίτευση στον Κ. Μητσοτάκη. Η πραγματικότητα και οι ανάγκες της θα δείξουν αν και πόσο θα «παλαντζάρει» το ΠΑΣΟΚ ανάμεσα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και τον «διπλανό» ΣΥΡΙΖΑ.
Αν υπάρχει ένα κόμμα που παρότι έχασε σε έδρες αλλά κέρδισε σε ποσοστά, αυτό είναι το ΚΚΕ, που είδε τη δύναμή του να εδραιώνεται σε μεγάλες κρίσιμες και φτωχές περιοχές, κυρίως στο Λεκανοπέδιο. Η σύγκρουση με την κυβέρνηση θα είναι μετωπική, πλην όμως το αποτέλεσμα θα είναι ισχνό.
Η εικόνα της Βουλής μετά τα 4 και εδραιωμένα από το παρελθόν κόμματα είναι δυστοπική.
Κυριαρχούν δύο νεοπαγή κόμματα που τοποθετούνται στην άκρα δεξιά, με το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο κόμμα του έγκλειστου Κασιδιάρη. Αποτελεί αίσχος και όνειδος για τους Έλληνες συνταγματολόγους το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να αποκλείσουν έγκλειστο εγκληματία να…συμμετάσχει στις εκλογές δι’ αντιπροσώπων. Το ίδιο αίσχος και όνειδος ανήκει και στο σύνολο της προηγούμενης Βουλής που δεν συναίνεσε άπαξ και δια παντός στην αποφυγή αυτής της τωρινής εκτροπής από το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.
Απομένει το κόμμα με το καραβάκι και τις καρδούλες της κας Κωνσταντοπούλου, απροσδιόριστης ιδεολογικής τοποθέτησης, με μόνη ανάμνηση αυτής της μονίμως εν εξάλλω προέδρου Βουλής της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τον πολύ κλειστό και άκρως ελεγχόμενο από τον ίδιο τον πρωθυπουργό υπουργικό κύκλο, θα είναι και κυβέρνηση και αντιπολίτευση του εαυτού της. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.