Μπήκαμε ήδη στη Μ. Εβδομάδα, την πιο ιερή και σπουδαία περίοδο του εκκλησιαστικού έτους, αφού ο ορθόδοξος χριστιανικός κόσμος «ανάμνησιν ποιείται»των Παθών και της Ανάστασης του Χριστού. Για την Εκκλησία και τους χριστιανούς, ειδικά εμάς τους ορθοδόξους, όλα ξεκινούν από την Ανάσταση του Χριστού και δίχως αυτήν η χριστιανική πίστη μένει «κενή», δηλαδή χωρίς νόημα, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Εκκλησία της Ανάστασης, διακηρύσσει πως η Ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη της ζωής κατά του θανάτου, ο θρίαμβος του φωτός επί των δυνάμεων του σκότους, η υπέρβαση του μηδενισμού και του ανθρώπινου αδιεξόδου μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου, είναι η επανάσταση της ελπίδας, η δυνατότητα για μια νέα ζωή και πραγματικότητα, η προϋπόθεση της ειρήνης, το άνοιγμα του ορίζοντα της ανθρώπινης ελευθερίας. Η εκρηκτική λάμψη της Ανάστασης προσφέρεται στον άνθρωπο ως το απόλυτο φανέρωμα της δύναμης του Θεού, ως απόδειξη της αγάπης Του προς τον άνθρωπο, ο οποίος καλείται να ζήσει αναστάσιμα, δηλαδή μέσα στο φως της αγάπης, της ελευθερίας, της ελπίδας. Η Ανάσταση, δηλαδή, είναι για τον άνθρωπο η απόλυτη δυνατότητα να ξεπεράσει το φόβο που γεννά η αναπότρεπτη αναγκαιότητα του θανάτου. Διότι ως άνθρωποι εκείνο που θέλουμε και επιζητούμε είναι η ζωή: θέλουμε να ζήσουμε πλέρια και γι’ αυτό απωθούμε κάθε ιδέα περί θανάτου. Η Ανάσταση είναι η βέβαιη υπόσχεση της νίκης της ζωής πάνω στο θάνατο.
Ωστόσο, η Ανάσταση ακολουθεί τη Σταύρωση, η Σταύρωση, δηλαδή, είναι η προϋπόθεση της Ανάστασης. Ο Χριστός, ως άνθρωπος, πεθαίνει με τον πλέον ατιμωτικό θάνατο πάνω στο σταυρό, φτάνει δηλαδή στην άκρα ταπείνωση. Αλλά ο θάνατος δεν μπορούσε να κρατήσει δέσμιά του τη θεότητα του Χριστού, ο οποίος σπάει τα δεσμά του θανάτου, νικά τον θάνατο δια του θανάτου Του, «θανάτῳ θάνατον πατήσας», και χαρίζει τη ζωή στους ανθρώπους. Αυτή η πορεία του Χριστού από το Πάθος και το σταυρό προς την Ανάσταση είναι και η πορεία κάθε ανθρώπου που θέλει να βιώσει αληθινά τα γεγονότα της Μ. Εβδομάδας. Για να φτάσουμε, όμως, όχι μόνο στην κατανόηση της σημασίας των μεγάλων γεγονότων της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού αλλά, προπάντων, στη βίωσή τους μέσα στο χρονικό πλαίσιο της Μ. Εβδομάδας, η Εκκλησία με σοφία έχει φροντίσει να τοποθετήσει έτσι τα γεγονότα, ώστε όντως να μας μυσταγωγήσει, να μας μυήσει στο μυστήριο του Σταυρού και της Ανάστασης. Η Εκκλησία κατανοεί τη Μ. Εβδομάδα σαν μια πορεία προς την Ανάσταση δια του Σταυρού κι αυτή την κατανόηση θέλει να προσφέρει στους πιστούς, ώστε να ζήσουν τα γεγονότα και να κατανοήσουν δια του βιώματος τη σημασία τους για τη ζωή τους και τη ζωή όλου του κόσμου. Ας δούμε τα βήματα αυτής της μυσταγωγικής πορείας.
Προκαταβολικά λέμε ότι η πορεία στην οποία αναφερθήκαμε είναι επί της ουσίας μια συμπόρευση με το Χριστό. Σ’ ένα τροπάριο του Όρθρου της Μ. Δευτέρας ο υμνογράφος το λέει καθαρά: «Δεῦτε καὶ ἡμεῖς συμπορευθῶμεν αὐτῷ και συσταυρωθῶμεν»: Ελάτε να βαδίσουμε κι εμείς μαζί με το Χριστό και να σταυρωθούμε μαζί Του. Η Εκκλησία καλεί τον πιστό όχι απλώς να πορευτεί, αλλά να συμπορευτεί με το Χριστό προς το Πάθος και να σταυρωθεί μαζί Του, για να φτάσει στην Ανάσταση. Πρόκειται για μια μυσταγωγική πορεία που τελείται εντός των ναών με τις ακολουθίες, επί τη βάσει της σειράς των γεγονότων και των ερμηνειών τους, όπως τα έχουν ρυθμίσει με τη σοφία τους οι Πατέρες της Εκκλησίας. Η όλη πορεία του πιστού και συμπόρευσή Του με το Χριστό ξεκινά ήδη από το Σάββατο του Λαζάρου, όταν ο Χριστός ανασταίνει το φίλο Του Λάζαρο, που ήδη είχε πεθάνει προς τεσσάρων ημερών. Γα το γεγονός αυτό η Εκκλησία διδάσκει δια του υμνωδού ότι ο Χριστός ανέστησε το Λάζαρο, «πιστούμενος την κοινήν Ἀνάστασιν», δηλαδή βεβαιώνοντάς μας για την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Ακολουθεί η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στην «επίγεια»Ιερουσαλήμ, όπου, ενώ γίνεται από το λαό δεκτός ως βασιλιάς, Εκείνος γνωρίζει ότι έρχεται «διὰ τὸ παθεῖν», δηλαδή για να υποφέρει και σταυρωθεί. Πρόκειται για μια ελεύθερη πορεία του απόλυτα Αθώου προς το «ἑκούσιον πάθος». Ωστόσο, σύμφωνα με τον υμνωδό, αυτή η είσοδος είναι η φανέρωση της δόξας του Χριστού: «Εἰς τοῦτο γὰρ ἐλήλυθας, ὅπως γνὼμεν τὴν δόξαν Σου». Η Εκκλησία, λοιπόν, μας διδάσκει ότι το ίδιο το Πάθος του Χριστού είναι η δόξα Του: ο Χριστός δοξάζεται, όταν πορεύεται προς το Πάθος, διότι το Πάθος αποκαλύπτει το μέγεθος της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Έτσι, κατά τις δυο αυτές μέρες ο πιστός συνειδητοποιεί ότι η δική του «μοίρα» δεν είναι ο θάνατος και ότι, αν θέλει να δοξαστεί, πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο της θυσιαστικής αγάπης.
Συνεχίζοντας αυτή τη μυσταγωγία των πιστών, η Εκκλησία τη Μ. Δευτέρα τιμά τη μνήμη του Ιωσήφ του Παγκάλου, δηλαδή του Ιωσήφ που, σύμφωνα με τη διήγηση της Π. Διαθήκης, παρόλο που ήταν εντελώς αθώος, υπέφερε πολλά, για να δοξαστεί όμως στο τέλος. Πρόκειται για το αρχέτυπο του αθώου που πάσχει άδικα και στο τέλος αποκαθίσταται και δοξάζεται. Υπ’ αυτή την έννοια ο Ιωσήφ αποτελεί προτύπωση του Χριστού, με την οποία η Εκκλησία βοηθά να συνειδητοποιήσουμε τη διαλεκτική της πορείας από το πάθος προς τη δόξα. Την ίδια μέρα στους ναούς ακούγεται η παραβολή της «ξηρανθείσης συκῆς», με την οποία η Εκκλησία διδάσκει πως το πρώτο βήμα για να βιώσουμε τα γεγονότα της Μ. Εβδομάδας και να συμπορευτούμε με το Χριστό είναι η πνευματική καρποφορία.
Τη Μ. Τρίτη η Εκκλησία έχει θεσμοθετήσει να ακούγονται στους ναούς τα «ουαί»του Χριστού κατά των Φαρισαίων, η παραβολή των δέκα παρθένων και η παραβολή των ταλάντων. Έτσι αποκαλύπτεται ότι η συμπόρευση με το Χριστό πρέπει να είναι όχι υποκριτική αλλά γνήσια και αληθινή, ότι αυτή η συμπόρευση απαιτεί πνευματική εγρήγορση, όπως αυτή των πέντε συνετών παρθένων, που περίμεναν άγρυπνες τον Νυμφίο και μπήκαν στο τραπέζι του γάμου, και, τέλος, ότι οι πιστοί πρέπει να πολλαπλασιάσουν τα χαρίσματά τους με αγαθά έργα. Τη Μ. Τετάρτη «μνείαν ποιούμεθα»της πόρνης, που μετανοημένη έπεσε στα πόδια του Χριστού και τα άλειψε με πολύτιμο μύρο, λίγο πριν από τη Σταύρωση και την ταφή Του. Στο στάδιο αυτό της μυσταγωγικής πορείας η Εκκλησία ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια του πιστού τη σημασία της ριζικής μετάνοιας και της πλήρους αυτοπροσφοράς στο Χριστό, όπως τη δείχνει το παράδειγμα της πόρνης. Κι ακόμη διδάσκει ότι κανείς δεν είναι απόβλητος από αυτή την πορεία προς την Ανάσταση, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, αρκεί να συναισθανθεί την κατάστασή του και να θελήσει να αλλάξει τη ζωή του δίπλα στο Χριστό.
Όταν, λοιπόν, φτάνουμε οι πιστοί στη Μ. Πέμπτη, είμαστε έτοιμοι πνευματικά και σωματικά (με την πνευματική καρποφορία, με τα καλά έργα, με τη μετάνοια, με τη νέκρωση των παθών μας, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι η συμπόρευση με το Χριστό προς το Πάθος θα οδηγήσει καις τη δική μας ανάσταση) να συμμετέχουμε στο Μυστικό Δείπνο, όταν δηλαδή ο Χριστός αποκάλυψε στους μαθητές Του το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δια της οποίας ο πιστός ενώνεται μαζί Του και έτσι ενωμένος πορεύεται προς τα συγκλονιστικά γεγονότα του Σταυρού και της Ανάστασης. Η συνειδητοποίηση της σημασίας των μοναδικών αυτών γεγονότων για τη ζωή μας περνά μέσα από αυτή τη μυσταγωγική πορεία. Αλλά, ας το τονίσουμε: η συμπόρευση με το Χριστό και η μυσταγωγία προς αυτό Σταυρό και την Ανάσταση γίνεται μόνο εντός των ναών, στο πλαίσιο των ιερών ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας. Όποιος θέλει να ζήσει τη Σταύρωση και την Ανάσταση όχι φολκλορικά ή εθιμικά, μόνο μέσω των εκκλησιαστικών ακολουθιών μπορεί να το επιτύχει. Και είναι, νομίζω, απαραίτητο ως χριστιανοί να βρούμε το αληθινό νόημα των γεγονότων αυτών, για το φωτισμό της ζωής μας με το αναστάσιμο φως.