Το μικρό ορεινό πέτρινο σπιτάκι στο χωριό στριμωγμένο μέσα στ’ άλλα σπίτια, μας χωρούσε όλους. Στο ισόγειο ζούσαν όλα τα ζωντανά και πάνω όλη η οικογένεια, με πεντέξι μεγάλα πιθάρια, που είχαν το εισόδημα και το λάδι της χρονιάς.
Με το που υπολόγιζε η μάνα μου, ότι χάραζε η μέρα, σηκωνόταν, έβγαινε έξω, κοίταζε τον ουρανό και παρατηρούσε σε ποιο σημείο ήταν οι πήχες (η μεγάλη άρκτος που είχε σχήμα τραπεζιού, εξού και πήχες), για να σιγουρευτεί ότι ξημερώνει.
Δεν ήταν κατοικήσιμο το σπίτι, γιατί υπήρχαν παντού χαραμάδες στις πόρτες, στα παράθυρα στον ανηφορά και έμπαινε κρύο, γι’ αυτό έπρεπε ν’ ανάψει πρώτα το τζάκι, να ψήσει μια φασκομηλιά, να την πιει, να φροντίσει τα ζωντανά και μετά εμάς.
Ήταν η μόνη ώρα που εύρισκα ησυχία να διαβάσω στο κρεβάτι, πετρωμένος μ’ ένα σωρό ανάπλες, μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα για το σχολειό. Όλοι ντυνόμαστε και τρώγαμε καλά το πρωϊ, λόγω του παγετού χειμώνα – καλοκαίρι. Αν ήσουν κακόφαγος, όπως εγώ, δεν την έβγαζες.
Η τροχιά του Ήλιου και των αστεριών κανόνιζαν τα ωράρια: Χαράζει η μέρα, κέρατα έβγαλε ο Ήλιος, ψηλά είναι, σήκω. Ντάλα μεσημέρι είναι, μόνο κάτσε. Ένα κονταρόξυλο θέλει να βασιλέψει ο Ήλιος, μόνο τελείωνε. Άρχισε να μουχλιάζει, πάμε. Εβράδιασε, πάρωρα είναι (νύχτα).
Δεν είχαμε σχεδόν καθόλου λεφτά, αλλά δεν πεινούσαμε. Μιλούσαμε την ίδια γλώσσα άνθρωποι, ζώα, φύση και ξέραμε τα όριά μας. Η Κυριακή ήταν ημέρα προσευχής και καλοπέρασης: Όχι πατάτες με το κρέας, αλλά κρέας με τις πατάτες (όχι λιγοστό κρέας), έλεγα στη μάνα μου. Με λίγα λόγια όταν πεινούσες, έτρωγες, όταν κουραζόσουν κάθιζες, όταν σου ταίριαζε έπαιρνες και κανένα υπνάκο, ακόμα και όρθιος. Εξ άλλου δραγουμάνος, αφεντικό ήσουν εσύ, ο θεός, οι εποχές και το μικροκλίμα του τόπου. ΄Ετσι έκανες οικονομία στη ζωή σου.
Η ζωή μας ήταν ακριβή. Όλοι περίμεναν, όλοι ήλπιζαν μόνο από τη Γη και τον Ουρανό … δόξα σοι ο Θεός που φάγαμε πάλι σήμερο … δόξα σοι ο Θεός που ξημερωθήκαμε … όσα πέψει ο Θεός …χρονιά είναι και θα περάσει κλπ. Τίποτα δεν ήταν δεδομένο.
Το μπελά μου είχα βρει με τη δασκάλα στην πρώτη τάξη, γιατί μ’ έστελνε κάθε λίγο και λιγάκι δίπλα στό ημιγυμνάσιο και σκαρφάλωνα στον εξωτερικό τοίχο του γραφείου, έπιανα το κάγκελο του παραθυριού και έβλεπα την ώρα στό μεγάλο στρογγυλό ρολόι του τοίχου. Δεν θυμάμαι πώς είχα μάθει το ρολόι. Κανείς δεν τό ‘ξερε, ούτε είχε, εκτός από τους τσιφλικάδες, που είχαν ρολόγια τσέπης με αλυσίδα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να φέρει κάποιος γυρολόγος τα στρογγυλά ρολόγια του τραπεζιού με κουδούνι.
Με τα τότε δεδομένα: Κάθε πράγμα θέλει την ΩΡΑ του (κάποιο χρονικό διάστημα για να γίνει) και στην ΩΡΑ του (την κατάλληλη στιγμή). Θέλεις την ώρα σου και στην ώρα σου για την ύπαρξή σου, να μεγαλώσεις, να κάνεις τις τρέλες σου, να πήξει το μυαλό σου, να παντρευτείς, να ωριμάσεις και να φύγεις στην ώρα σου.
Δεν μπορείς να τρέξεις παραβαίνοντας τους νόμους της φύσης, να κάνεις μικρομέγαλα παιδιά, να μη μπορούν να απολαύσουν τα ευθυνοανεύθυνα παιδικά χρόνια, την παιδική αθωότητα και τη νεανική τρέλα. Δεν μπορείς να έχεις στο παιδί μόνιμη παρέα ένα κινητό και ένα σκύλο. Το παιδί θέλει γονείς, αγκαλιά, ζεστασιά, παράδειγμα και όνειρα.
Οι εποχές καθόριζαν τι θα φας, πώς θα ντυθείς και πότε θα ξεκουραστείς. Με το που πήρε την εξουσία ο άνθρωπος από τη φύση, άρχισε να πιέζεται, να χτίζει άμυνες από φόβο και όσο πιο πολύ προσπαθούσε να ελέγξει τον εαυτό του και τους γύρω του, τόσο πιο πολλές συγκρούσεις έχει μέσα του, δεν έχει ισορροπία, ούτε αυτοπεποίθηση στη ζωή του και έτσι κυριεύεται από το άγχος
. Συνεχώς δεν τον φτάνουν αυτά που έχει, δεν ξεκουράζεται ούτε αυτός ούτε η φύση. Βάνεις το κολοκύθι δέκα πόντους στο ψυγείο και μέχρι να το καταναλώσεις, έχει ανοίξει το ψυγείο και έχει βγει έξω από τις ορμόνες.
Ο χρόνος είναι εφεύρημα, ψευδαίσθηση, είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι ελπιδοφόρο όχημα. Χρόνο έχομε, όταν αρχίζει, ή συμβαίνει ή τελειώνει κάτι. Όταν κάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα, ο χρόνος είναι αιώνας, όταν είσαι με αγαπημένο πρόσωπο, είναι στιγμές. Όταν ρώτησαν τον Αϊνστάιν τι είναι χρόνος, απάντησε: Ότι λέει το ρολόι.
Πολλά χρόνια έλεγε μια μάνα στο γιο της: “παντρέψου μωρέ”, λέει “μάνα ουκέτι καιρός” όταν πέρασαν τα χρόνια “παντρέψου μωρέ”, λέει “μάνα μηκέτι καιρός”.
Στέρεψε ο χρόνος. Πριν πολλά χρόνια εμετάπιανα, επισκεύαζα το σπίτι στο χωριό να μη γκρεμιστεί. Ο μπάρμπα Μιχάλης γείτονας, καθότανε απέναντι, με παρακολουθούσε και χαμογέλα. Άκου να σου πω, μου λέει: “Παλιό σπίτι σάζεις, ογρό χωράφι κάνεις, γριά γυναίκα πασπατεύεις, και το σπόρο χάνεις και το ζευγαρέ (μεροκάματο).
Στο λεξιλόγιό μας έχομε ωραίες λέξεις και φράσεις: Εξωραϊζω, ωροσκόπος, ώριμος, τιμωρός, … όσα φέρνει η ώρα, πάνω στην ώρα, πριν την ώρα, ήρθε η ώρα του, ώρες ώρες, ώρα με την ώρα, για την ώρα, ώρα καλή, έχεις ώρα …
Πούλησέ το το ρολόι, να πάει στο διάολο κι ακόμη παραπέρα και πάρε κομπολόι γιατί εφτήνηνε η ζωή σου, έγινες αναλώσιμο υλικό. Τι κατάφερες; Να πεινάνε πιο πολλοί.
Ουφ… με μολύβι και χαρτί κατάφερες, για κακό του κεφαλιού σου, να αλλάξεις τους νόμους της φύσης. Έτσι ειν’ η ζωή και πώς να την αλλάξω …
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής