Τα Καστελλιανά της επαρχίας Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου είναι ένα χωριό χτισμένο στη θέση της γνωστής από τα νομίσματά της και τη συνθήκη της με την Ιεράπυτνα αρχαίας σπουδαίας πόλεως Πριανσού, δίπλα στο περίβλεπτο ενετικό φρούριο Μπελβεντέρε, στο δρόμο για την αρχαία Ίνατο, λιμάνι της Πριανσού, όπου σήμερα ο Τσούτσουρος.
Στην απογραφή του R. Pashley (1934) είναι ένα από τα 39 χωριά της επαρχίας Ριζόκαστρου και είχε 11 Χριστιανικές οικογένειες και κανένα Μουσουλμάνο κάτοικο, όπως ακριβώς κι ο γειτονικός Σκινιάς. Στα Καστελλιανά εγκαταστάθηκαν περί τα μέσα του 19ου αιώνα ανωγιανές οικογένειες, απόγονοι των οποίων κατοικούν εκεί και σήμερα.
Κανείς πρόσφυγας Μικρασιάτης δεν εγκαταστάθηκε στο χωριό κατά το 1922 και 1923, ώστε οι 414 κάτοικοί του (απογραφή 1928) ήταν όλοι ντόπιοι.
Στις πλούσιες εκτάσεις αυτής της περιοχής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας συνέβησαν μεγάλες καταστροφές, τόσο από τους Κρήτες επαναστάτες, επειδή είχαν πολλούς και πλούσιους Οθωμανούς κατοίκους, όσο και από Χριστιανούς που έπαιρναν εκδίκηση.
Τα Καστελλιανά από τις αρχές Ιουνίου 1941 πρωτοστάτησαν, μαζί με τη Βιάννο, το Ανατολικό Μονοφάτσι και τα Αστερούσια αφ’ ενός στην περίθαλψη των καταδιωκόμενων από τους Γερμανούς Συμμάχων, Ελλαδιτών και Κρητών που κρύφτηκαν στις κοντινές σπηλιές του Τσούτσουρου μέχρι να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.
Αφ’ ετέρου στην συγκρότηση και λειτουργία της αντιστασιακής οργάνωσης «Κρητική Επαναστατική Επιτροπή», γνωστή ως οργάνωση Αλέξανδρου Ραπτόπουλου από το όνομα του αρχηγού της.
Από τους πρώτους που υπηρέτησαν ολόψυχα τους δύο παραπάνω σκοπούς, και μάλιστα με ρόλο πρωταγωνιστικό, ήταν ο Καστελλιανός νεαρός δικηγόρος Γεώργιος Κουτεντάκης, γιος του ανωγιανής καταγωγής δασκάλου και μεγαλοκτηματία Ιωάννη Κουτεντάκη. Αυτός και ολόκληρη η μεγάλη του οικογένεια (είχε 8 παιδιά) πρόσφεραν τους εαυτούς τους και τα πλούτη τους σ’ αυτή τη μεγάλη προσπάθεια.
Όταν όμως ο κατακτητής, με αρχηγό της κατασκοπείας στον νομό Ηρακλείου τον Hartman, πληροφορήθηκε τα συμβαίνοντα σ’ αυτήν την εγγύς της Αιγύπτου περιοχή, κυρίως όταν έμαθε την αποβίβαση μεγάλης ποσότητας συμμαχικών όπλων για τους αντάρτες στον Τσούτσουρο, ξεκίνησε αποφασισμένος να συντρίψει τέτοιες ενέργειες, εξοντώνοντας και τους κατοίκους της περιοχής.
Έτσι, με πάνοπλες στρατιωτικές μονάδες κύκλωσε τον Τσούτσουρο συλλαμβάνοντας τους πρωτοπόρους. Και ύστερα τα ξημερώματα της 5ης Φεβρουαρίου 1942 τοποθέτησε φρουρές διπλές γύρω – γύρω από τα Καστελλιανά και ο στρατός όρμησε στα σπίτια ερευνώντας τα εξονυχιστικά, ενώ οι άνθρωποι ακόμη κοιμόντουσαν.
Σκοπός τους να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους και να καταφέρουν να συλλάβουν τον δικηγόρο Γεώργιο Κουτεντάκη, για να εξαρθρώσουν όλη την εκεί αντιστασιακή ομάδα.
Αν και ήταν παρών, ανάμεσα σε άλλους άνδρες του χωριού που περίμεναν τη σειρά τους να ανακριθούν ένας – ένας, ο Κουτεντάκης δεν συνελήφθη, αλλά κατάφερε και τους ξέφυγε, λόγω της ομοψυχίας των κατοίκων του χωριού, που παλλαϊκά συμμετείχε στην Αντίσταση.
Συνέλαβαν όμως 14 συγγενείς του δικηγόρου, μεταξύ των οποίων τους τρεις αδελφούς του και το θείο του Παύλο. Από τους τελευταίους σκότωσαν τους τρεις στις 12 Ιουνίου 1942 στο Ξεροπόταμο, εξαιρώντας τον έφηβο αδελφό του Νίκο Κουτεντάκη.
Ο μικρός Νίκος σε όλο το διάστημα της φυλάκισης στο Ηράκλειο, μαζί με τους τρεις που εκτελέστηκαν και τους θείους του Βασίλη και Γιώργη Κουτεντάκη, βασανίστηκαν άγρια (κυρίως μετά την απόδραση του τελευταίου), για να μαρτυρήσουν πού κρύβεται ο δικηγόρος Γεώργιος Κουτεντάκης. Τουλάχιστον όμως γλύτωσαν τη ζωή τους.
Μέσα από το θαυμάσιο λογοτεχνικά και ιστορικά ημερολόγιο του δικηγόρου Γ. Κουτεντάκη, το οποίο, αφού διασταύρωσα με τη βιβλιογραφία και με 150 καταγραφές επιζώντων, εξέδωσε ο Δήμος Ηρακλείου το 2011, αξίζει να παρακολουθήσομε την κύκλωση των Καστελλιανών, την έρευνα των σπιτιών, την ιεροεξεταστική ανάκριση όλων των ανδρών του χωριού και τη θαυμάσια ομόψυχη στάση τους, εξ αιτίας της οποίας σώθηκε ο Γ. Κουτεντάκης.
Είναι μία περίπτωση παλλαϊκής συμμετοχής στην αντίσταση ενός ολόκληρου μεγάλου χωριού, που είχαμε την τύχη να καταγραφεί λεπτομερώς από τον καταζητούμενο αντιστασιακό Γ. Κουτεντάκη.
Έχει πολύ ενδιαφέρον, όπως βέβαια και οι μαρτυρίες των παρόντων αφηγητών, που έχω καταγράψει. Σπουδαίο ιστορικό μνημείο και πολύτιμη απόδειξη της δύναμης που έχει μέσα του ο άνθρωπος και οφείλει να την γνωρίζει και να την τιμά αξιοποιώντας την στις μεγάλες στιγμές, όταν πρέπει να πει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ.
Ένα μικρό απόσπασμα από το ημερολόγιο του Γεωργίου Κουτεντάκη (Ηράκλειο 2011, σελίδα 204) 5-2-1942, Καστελλιανά. Η μεγάλη κύκλωση του χωριού από τους Γερμανούς
«Ο ταγματάρχης αρχίζει να διαβάζει διαταγές, κι ύστερα ζητά να του παραδοθούν οι «Άγγλοι», οι «Ελεύθεροι σκοπευταί», τα «όπλα» και οι… «Ασύρματοι», άλλως θα κάψει το χωριό και θα σκοτώσει ομαδικά όλους τους κατοίκους. Διατάσσει μετά να αφεθούν ανοιχτά όλα τα σπίτια για έρευνες και όλοι οι άρρενες να μπουν στη γραμμή σε τετράδες.
Μας οδηγούν έτσι έξω από το Κοινοτικό Γραφείο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας. Ένας ισχυρός γερμανικός κλοιός φρουρεί το μέρος που στεκόμαστε και φράσσει όλες τις διαβάσεις. Έξω και γύρω από το χωριό είναι ανεπτυγμένη γραμμή Γερμανών με όλμους και βαρύ άλλο οπλισμό. Επικοινωνία με άλλα χωριά δεν επιτρέπεται όπως και κάθε κυκλοφορία μέσα στο χωριό.
Οι Γερμανοί αξιωματικοί στον οντά όπου είναι το γραφείο της Κοινότητος· ο διερμηνεύς από την πόρτα αρχίζει να καλεί για ανακρίσεις. Πρώτος ο παπά Γιώργης. Οι πρώτες ερωτήσεις που κάνουν: «Πού είναι ο Δικηγόρος Γ. Κουτεντάκης;» «Δεν γνωρίζω», τους απαντά, «εδώ δεν έρχεται».
Ο Γερμανός ταγματάρχης αγριεύει και τον απειλεί. Πάνω στο τραπέζι, γύρω από το οποίο κάθονται, είναι η φωτογραφία μου που πήραν τη νύχτα από το σπίτι.
Δεύτερος καλείται ο Βατσογιάννης. Η ίδια ερώτησις μα και η ίδια σταθερή απάντησις: «Δεν είναι εδώ»… (…)
Οι ανακρίσεις στο Κοινοτικό Κατάστημα, έξω από το οποίο στεόμαστε, συνεχίζονται όλο και με πιο βάρβαρο κι εκβιαστικό τρόπο. Μα οι Καστελλιανοί στέκονται αλύγιστοι κι αποφασισμένοι να φανούν ως το τέλος πραγματικοί Έλληνες. Ο γέρο Παπάς, που οι Ούννοι αξιωματικοί απειλούν και φοβερίζουν, αν δεν με προδώσει, εγγυάται με τη ζωή του ότι: «ο Δικηγόρος Κουτεντάκης δεν είναι στο χωριό»… Γεμίζει η ψυχή μου από συγκίνηση και εθνική υπερηφάνεια όπως μου το μεταδίδουν. (…)
Τώρα καλούν τον Μανώλη Μακράκη. Βγαίνει απάνω. Οι Γερμανοί αξιωματικοί τον τρομοκρατούν και τον πιέζουν αφάνταστα! Για μια στιγμή ζαλίζεται, τα χάνει. Τον ξαναρωτούν: «Ο Δικηγόρος Κουτεντάκης είναι εδώ;» Χωρίς να το καταλάβει, σαστισμένος και τρομοκρατημένος, όπως είναι, λέει στον διερμηνέα: «Ναι! μου φαίνεται πως τον είδα εδώ μαζί μας το πρωί»…
Ο διερμηνέας σταματά λίγο κι ύστερα του λέει με ήρεμο τρόπο: «Είσαι βέβαιος; Δεν κατεβαίνεις κάτω να δεις και να ρωτήσεις, γιατί ίσως κάνεις λάθος;»…
Ο Θεός δεν μ’ έχει εγκαταλείψει ακόμα. Έχει εμπνεύσει στον Έλληνα διερμηνέα τη σωτηρία μου, όπως φαίνεται από τον χειρισμό του λεπτού αυτού σημείου και φωτίζει το Μακράκη όπως κατεβαίνει τις σκάλες και προβαίνει στην πόρτα, για να δει και να ρωτήσει.
Με τρεμάμενη φωνή, που προσπαθεί να κάμει όσο μπορεί πιο σταθερή, κι ενώ με κυττάζει κατάματα μ’ ένα πονεμένο βλέμμα απευθύνει αόριστα σ’ όλους μια ερώτηση: «Μα ο Δικηγόρος ο Κουτεντάκης δεν είναι εδώ;»…
Μαζεύω όση ψυχική δύναμη μπορούσα και με σθένος και θάρρος του δίδω εγώ πρώτος την απάντηση: «Όχι! δεν είναι εδώ. Ας τον ζητήσουν στο Ηράκλειο ή στον Πύργο»… «Όχι», φωνάζουν αμέσως κι όλοι οι χωριανοί μου με μια φωνή. «Όχι, δεν είναι εδώ»…
Ύστερα απ’ αυτά βλέπω πως θα είναι αδύνατο να σωθώ, αν κι εγώ, όπως όλοι με τη σειρά, φθάσω μπρος στους Γερμανούς για ανάκριση… Πρέπει να φύγω. Ο σπαραγμός της Μάννας μου και των άλλων δικών μου θα ’ναι αβάστακτος, αν δουν τους Ούννους να με πιάνουν.
Κοντά μου, όπως στέκομαι, σε λίγα μέτρα απόσταση βρίσκεται μια πορτούλα μικρή του σπιτιού της ξαδέρφης μου Μαρίας Σηφάκη. Αφήνει βαθούλωμα προς τα μέσα, όπου χωρεί να σταματήσει κανείς σκύβοντας λίγο το κεφάλι του.
Ασυναίσθητα προχωρώ σιγά-σιγά μέσα από την πυκνή μάζα που κάνουν οι συγκεντρωμένοι και φθάνω κάτω από την εσοχή της πορτούλας που βλέπει προς το μέρος (Πλατεΐτσα) που μας έχουν στριμώξει.
Πάνω από το «δώμα» του σπιτιού είναι Γερμανοί στρατιώτες. Κοντά μου βρίσκονται οι Βασίλης Κουτεντάκης, Κώστας Κονιός, Στελιανός Νιώτης (Μπούχλης) και Γιώργης Συμιανάκης (Σπυριδογιώργης). Με τρόπο τους δίδω να καταλάβουν το σκοπό μου και τους ζητώ να πλησιάσουν, ώστε να με προκαλύψουν όπως βρίσκομαι μπροστά στο βαθούλωμα για να μη φαίνομαι.
Ο Νιώτης μου δίδει το μαντήλι του για «σαρίκι» και τ’ αφήνω την «τραγιάσκα» που φορώ κι ο Κώστας ο Κονιός την ταυτότητά του για κάθε ενδεχόμενο.
Ο αδελφός μου ο Μανώλης, μυημένος στα σχέδια διαφυγής, μου στέλνει τη Μαρίνα, τη γυναίκα του Ζαχάρη Παπαμαστοράκη, να κατατοπίσει τη Μαρία Σηφάκη, ώστε, μόλις τελειώσουν οι Γερμανοί την έρευνα που ‘καναν στο σπίτι της, να αφήσει ανοικτό το μικρό πορτάκι μπροστά κι έξω από το οποίο στεκόμουν, για να περάσω μέσα απ’ αυτό στην κουζίνα της (όπου έφερνε η πορτούλα).
Ύστερα από λίγο όλα είναι τακτοποιημένα. Η Μαρία περιμένει την κατάλληλη στιγμή, για να σύρει τον «μάνταλο» της πορτούλας… Εγώ αγωνιώ, βιάζομαι. Με προσοχή σηκώνω τον «ζεμπερέ». Ο μάνταλος έχει ελευθερώσει το πορτάκι κι ανοίγει όπως το σπρώχνω.
Κατεβαίνω με καρδιοκτύπι τα δυο σκαλοπάτια και μπαίνω στην κουζίνα κλείνοντας ελαφρά την μικρή πόρτα πίσω μου, που το άνοιγμά της απ’ έξω καλύπτεται θαυμάσια κι επίτηδες από τα ξαδέρφια μου και το Σπυριδογιώργη, όπως γράφω παραπάνω. Κι έτσι οι φρουροί Γερμανοί δεν παίρνουν χαμπάρι.
Προχωρώ προς το «τζάκι», όπου μπροστά από μια δυνατή φωτιά κάθεται η Μαρία με την κόρη της Αντωνία. Καθίζω στον «πυρόμαχο». Αλλάζω τη χλαίνη μου με το «ρασίδι» της Μαρίας και της δίδω να μου φυλάξει το ρολόι και το δακτυλίδι μου. Της λέω να βάλει στη φωτιά ένα μπρίκι για τσάι, ώστε αν μπουν κατά τύχη Γερμανοί μέσα να τους πει πως είμαι άρρωστος και μόλις μπήκα για ένα «ζεστό»…
Η θεία μου Ανεζίνα φθάνει σε λίγο και προτείνει να φορέσω γυναικεία ρούχα και να προσπαθήσω να περάσω έτσι τον γερμανικό κλοιό. Είναι σχέδια της πονεμένης Μάννας, μα το αποκρούω και της παραγγέλνω να κάνει υπομονή, γιατί έχω την προαίσθηση πως για μια ακόμη φορά ο Θεός θα με γλυτώσει.
Η ώρα είναι δώδεκα. Μεσημέρι. Η ανάκριση συνεχίζεται. Μεγάλη επιμονή δείχνουν στην εξέταση του αδελφού μου Μανώλη. Τον ρωτούν και τον ξαναρωτούν πού είμαι, πού συχνάζω, πόσο καιρό έχει να με δει. Κυττάζουν τη φωτογραφία μου κι έπειτα προσέχουν τα χαρακτηριστικά του.
Του κάνουν παραπειστικές ερωτήσεις και προσπαθούν να τον μπερδέψουν. Του αποκαλύπτουν στο τέλος πως έχουν θετικές πληροφορίες για όσα τον ρωτούν και ξέρουν καλά πως τη νύχτα την πέρασα στο χωριό.
Κείνους που εξετάζουν δεν τους αφήνουν να φύγουν μα τους οδηγούν πίσω από το σπίτι του Σηφομανώλη όπου τους κρατούν. Δίπλα από τα ονόματα των αδελφών μου και των λοιπών συγγενών μου βάζουν κόκκινους σταυρούς.
Στις 2 μετά το μεσημέρι τελειώνει η μαρτυρική εξέτασις. Ένας Γερμανός αξιωματικός βγαίνει στην πόρτα του Γραφείου και με τα «σπασμένα» Ελληνικά του ακούω να φωνάζει: «Παύλος Κουτεντάκης, Εμμαν. Κουτεντάκης, Μιχ. Κουτεντάκης, Ν. και Βασ. Κουτεντάκης, Γεώργιος Κουτεντάκης, Εμμ. Αντωνάκης, Στυλιανός Νιώτης, Γεώργιος Βατσάκης, Εμμ. Νοδαράκης, Βασίλειος Κηπαράκης, Κ. Πευκιανάκης, Παντελής Πευκιανάκης, Χαρ. Καριολάκης και Νικόλαος Ζορμπαδάκης».
Είναι ο θείος μου, τα τρία μου αδέλφια και τ’ αξαδέλφια μου. «Πάρετε», συνεχίζει ο Γερμανός αξιωματικός, «φαγητό για δυο μέρες και από μια κουβέρτα. Θα ’ρθετε μαζί μας στο Ηράκλειο».
Ούννοι στρατιώτες τους συνοδεύουν στα σπίτια τους για να πάρουν ό,τι χρειάζονται κι ύστερα τους γυρίζουν πίσω στο ίδιο μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν. Στις 3 παρά 15΄ ισχυρά δύναμις Γερμανών τους συνοδεύει προς τον Πύργο Μονοφατσίου. Καϋμένα παιδιά, θα υποφέρετε, θα μαρτυρήσετε για μένα και στο τέλος ποιος ξέρει…
Είναι 3 και 10΄ όταν και τα τελευταία υπολείμματα των Ούννων αφήνουν τα χωριά και φεύγουν προς το Σχινιά, πρωτεύουσα του παλαιού ομωνύμου Δήμου. Συντετριμμένος ψυχικά και σωματικά βγαίνω από το σπίτι της Μαρίας. Έχω σωθεί…(…)».