Το καλοκαίρι βρίσκεται στις δόξες του τώρα τον Αύγουστο. Ακτές πλημμυρίζουν από κόσμο, τουρίστες γεμίζουν τα θέρετρα, δρόμοι σφύζουν από κίνηση, πολιτιστικές εκδηλώσεις απ’ άκρου σ’ άκρο στην Ελλάδα. Όλοι σπεύδουν να εγκαταλείψουν τις πόλεις, για να βρεθούν κοντά στη θάλασσα, στα βουνά ή στα χωριά τους και να ζήσουν στιγμές ξενοιασιάς, αντλώντας δύναμη για τον, έτσι ή αλλιώς, δύσκολο χειμώνα. Στο μέσον αυτού του πολύβουου Αυγούστου η μεγάλη εορτή της Παναγίας συμβαδίζει με το αποκορύφωμα του καλοκαιριού, καθώς οι Έλληνες Ορθόδοξοι γιορτάζουμε την «ένδοξον Κοίμησιν» της Μητέρας του Θεού, μια γιορτή που δίνει ένα άλλο τόνο στο ελληνικό καλοκαίρι.
Πράγματι, η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το «Πάσχα του καλοκαιριού», με τη διπλή, θεολογική και κοινωνική, της σημασία, έρχεται κάθε χρόνο να μας υπενθυμίσει την αξία της πίστης και παράδοσής μας, καθώς τοποθετεί την Παναγία στο κέντρο της ζωής του Ελληνισμού. Διότι η Παναγία, με τον κεντρικό ρόλο που έχει στην Ενανθρώπηση του Θεού αλλά και με την υψηλή θέση που της επεφύλαξε στη ζωή και τη λατρεία της η Εκκλησία (λόγω ακριβώς αυτού του ρόλου), έγινε το πρόσωπο εκείνο στο οποίο οι πιστοί προστρέχουν, όπως προστρέχουν στη μητέρα τους, για να βρουν αγάπη, να αντλήσουν δύναμη, να εισακουστούν τα αιτήματά τους και να ακουμπήσουν στα χέρια Της τα προβλήματα και τις αγωνίες τους.
Η Παναγία είναι η καταφυγή των χριστιανών, η πάντων βοήθεια, η ελπίς των απελπισμένων, η απαλλαγή των ασθενούντων, των αγαθών η αιτία, των πιστών το στήριγμα, το απροσμάχητο τείχος, η πηγή του ελέους, η θύρα της μετανοίας, η υψηλοτέρα των ουρανών, η χαρά των θλιβομένων, των πενομένων η τροφή. Έτσι την υμνεί η Εκκλησία στους δυο προς τιμήν της Παρακλητικούς Κανόνες (Μικρό και Μεγάλο) κι έτσι την δέχεται και ο πιστός λαός, που σπεύδει στις εκκλησίες, για να την προσκυνήσει και να της αποδώσει την τιμή που της αξίζει. Αλλά η εορτή της Κοιμήσεως έχει το δικό της, μοναδικό θεολογικό νόημα, όπως αυτό αναδύεται από την υμνολογία της ημέρας. Σ
ύμφωνα με τους ύμνους, η Παναγία είναι η πηγή της Ζωής, επειδή γέννησε τον Χριστό που είναι η όντως ζωή. Και ο υμνογράφος απορεί: Πώς μπορεί η πηγή της ζωής να θάπτεται σε μνήμα; Πώς είναι δυνατόν η Μητέρα του Θεού να υπόκειται στην κοινή μοίρα των ανθρώπων, τον θάνατο; Ωστόσο, πιστός στη διδασκαλία της Εκκλησίας, ο υμνογράφος δεν μένει για πολύ έκθαμβος και απορημένος μπροστά στο θάνατο της Παναγίας, διότι η Μητέρα του Θεού τίθεται βέβαια στο μνήμα, αλλά ο τάφος γίνεται σκάλα για τον ουρανό, καθώς η Παναγία «μετέστη γήθεν προς ουρανόν».
Η Παναγία, κατά τον υμνογράφο άγιο Κοσμά τον Μελωδό, είναι γυναίκα θνητή, αλλά «υπερφυώς» και Μητέρα του Θεού. Επομένως, ο θάνατός Της είναι θάνατος αληθινός, διότι η Παναγία ήταν άνθρωπος θνητός και δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Έπρεπε δηλαδή να ακολουθήσει και η ίδια τον κανόνα του θανάτου στον οποίο υπόκειται η ανθρώπινη φύση. Από την άλλη μεριά, όμως, ως Μητέρα του Θεού, δεν ήταν δυνατόν να μείνει στον τάφο και να έχει τη μοίρα του κοινού ανθρώπου. Γι’ αυτό και, όπως λέγει ο υμνογράφος, «θνήσκουσα, συν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα». Δηλαδή: «Ενώ πέθανες, ανασταίνεσαι με τη δύναμη του Υιού Σου και ζεις κοντά Του αιώνια».
Αυτός είναι ο λόγος που το θάνατο της Παναγίας η Εκκλησία τον αποκαλεί «Κοίμηση»και «Μετάσταση»: Η Παναγία δεν πέθανε αλλά «κοιμήθηκε» και «μετέστη» από τα επίγεια στα επουράνια. Επιτυχώς, λοιπόν, ο υμνογράφος ονομάζει, με ένα οξύμωρο σχήμα, τον θάνατο της Μητέρας του Θεού «αθάνατη Κοίμηση». Αυτή η θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας για την Κοίμηση της Παναγίας σημαίνει πολλά για τον πιστό χριστιανό. Σημαίνει ότι ο θάνατος δεν είναι το οριστικό τέλος, αλλά είναι «κοίμηση» προσωρινή, γι’ αυτό και τα νεκροταφεία στη χριστιανική γλώσσα καλούνται «κοιμητήρια».
Σημαίνει ακόμη πως ο κάθε πιστός πρέπει να ζήσει τη ζωή της Παναγίας, ώστε να αξιωθεί της αθανάτου ζωής. Σημαίνει ότι ο πιστός μπορεί να «μεταστήσει» τη ζωή του από την κατάσταση του θανάτου στην κατάσταση της ζωής με το ενέργημα της πίστεως και των καλών έργων. Σημαίνει ότι οι πιστοί όχι μόνο μπορούν να έχουν ως πρότυπο ζωής την Παναγία αλλά και να ζητούν τη χάρη Της μαζί με τον υμνωδό: «Συγγενούς οικειότητος μη επιλάθη Δέσποινα, των πιστώς εορταζόντων, την παναγίαν σου Κοίμησιν”.
Είπαμε, όμως, πως η μεγάλη εορτή του Δεκαπενταυγούστου έχει και μια κοινωνική διάσταση (όπως έχουν εξάλλου και όλες οι μεγάλες χριστιανικές εορτές). Είναι η εορτή της επιστροφής και συνάντησης των ξενιτεμένων στα χωριά τους, αλλά και η εορτή που δίνει αφορμή για παραδοσιακό γλέντι με τοπικά τραγούδια και χορούς. Η Παναγία γίνεται η αφορμή οι ξενιτεμένοι, από τα νησιά μας κυρίως, να επιστρέψουν στον γενέθλιο τόπο τους, να ξαναβρούν τους συγγενείς και φίλους, να θυμηθούν τα παλιά, να ανανεώσουν τη σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους του και να δώσουν χαρά σε γονείς και αδέλφια.
Είναι η χαρά που δίνει η συνάντηση αγαπημένων προσώπων, μια χαρά που πλημμυρίζει τις καρδιές και βαθαίνει και ανανεώνει τις ανθρώπινες σχέσεις ύστερα από τον χωρισμό. Αλλά και το γλέντι που ακολουθεί την εορτή, που συνεπικουρείται και από τον καλό καιρό του Αυγούστου, φέρνει τους ανθρώπους κοντά, δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για να «ξεδώσουν», να χαρούν τη ζωή όλοι μαζί, σαν κοινωνία, με το κοινό φαγητό, με τους «κυκλωτικούς χορούς» που λέει ο Σαββόπουλος και όλα εκείνα τα στοιχεία της ζωντανής παράδοσης, που οι άνθρωποι των πολύβουων πόλεων έχουν σχεδόν λησμονήσει και ίσως αναπολούν και αναζητούν μέσα στις δυσκολίες της ζωής του σκληρού αστικού περιβάλλοντος.
Γιατί η παράδοση, αν έχει κάτι σημαντικό να δώσει στο σύγχρονο άνθρωπο, αυτό είναι το αίσθημα της κοινότητας και συλλογικότητας, που ο ατομικισμός έχει σπρώξει στο περιθώριο. Η εορτή της Παναγίας, λοιπόν, συγκεντρώνει κάτω από τη σκέπη της τους ανθρώπους, τους δείχνει το νόημα της ζωής, τους ανοίγει μια πόρτα να ξεπεράσουν τη φθορά και το θάνατο και τους θυμίζει πως σ’ αυτό τον κόσμο δεν είναι μόνοι τους και ότι η αληθινή χαρά είναι αυτή που τη μοιράζεσαι με τον συνάνθρωπο.
Η μεγάλη εορτή της Παναγίας είναι μια πρόκληση να ξαναβρούμε τις παραδόσεις μας, όχι απλώς σαν νεκρό γράμμα και στείρα επανάληψη κάποιων εθίμων αλλά ως πηγή ζωής αληθινής μαζί με τους συνανθρώπους μας. Η Παναγία ενώνει, φέρνει κοντά τους ανθρώπους με την αγάπη και την υπομονή, γιατί είναι μάνα. Είναι η Μητέρα όλων των ανθρώπων. Και οι μανάδες πάνω από όλα αγαπούν και μάλιστα χωρίς να αποζητούν ανταπόκριση. Ωστόσο, εμείς, όσοι τη νιώθουμε ως Μητέρα μας, ας Της δείξουμε την αγάπη μας, έστω ανάβοντας ένα κεράκι στη χάρη Της.