Ήταν η μεγάλη αγαπημένη των μαθητικών χρόνων μου. Ήμαστε κάθε μέρα μαζί, κρυφά και μακριά από τα αδιάκριτα μάτια. Εθεωρείτο έγκλημα καθοσιώσεως και ένδειξη ανηθικότητας η σχέση μας, που οδηγούσε, λέγανε, στους δρόμους του κακού και την αλητεία.
Κρυφά, πολύ κρυφά, απόκρυφα, είχα καθημερινή επικοινωνία μαζί της. Μια σχέση αγάπης απαγορευμένης. Την έκρυβα επιμελώς, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Η επαφή της είχε τη γλύκα της απαγορευμένης, της παράνομης σχέσης.
Περνούσα ώρες μαζί της, ήταν αδύνατον να απομακρυνθώ από κοντά της, η αγωνία της προσδοκίας με κυρίευε, μέχρι την ώρα της θωπείας, της οπτικής απόλαυσης και ομορφιάς, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των καθηγητών και του εποπτεύοντος, μέρα και νύχτα, παιδονόμου, την επίπληξή τους, την απαγόρευση και τιμωρία εκ μέρους των καθωσπρέπει, που θεωρούσαν τη σχέση μας απαγορευμένη και ανεπίτρεπτη.
Η προσδοκία του ερχομού της αύξανε την ηδονή, οι σιελογόνοι αδένες πλημμύριζαν με γλυκύτητα το στόμα, μια προσδοκία πιο γλυκιά και από την προσμονή του ραντεβού μας με τη Σόνια.
Η αντίζηλος τής Σόνιας ήταν, βέβαια, η περιβόητη “Μάσκα”, το αστυνομικό περιοδικό της εποχής.
Είχε μεγάλη χάρη και χαρά, σαφώς, και η παιδική λογοτεχνία της “Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης”, όπως την εμφύσησαν οι αξιαγάπητες καθηγήτριες, Γρηγοράκη και Μιχαηλίδου. Η λογοτεχνία της Βικελαίας ήταν, όμως, η νόμιμη. Η “Μάσκα” είχε την ηδονή της γλυκιάς παρανομίας.
Για βιβλιοθήκη του σπιτιού της εποχής ούτε λόγος να γίνεται, ήταν προνόμιο των συμμαθητών της αστικής τάξης της πόλης. Στις μεγάλες τάξεις συνήρπαζαν τη φαντασία τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, ειδικά μετά τη μεγαλειώδη ταφή του, που ζήσαμε στη Μητρόπολη και το “Μαρτινέγκο”. Η “Μάσκα”, όμως, ήταν η απαγορευμένη αγάπη, ο απαγορευμένος καρπός του αστυνομικού πεζογραφήματος, που οδηγούσε στην Εδέμ της νεανικής ευδαιμονίας.
Ήταν κρυμμένη, μέρα και νύχτα, κάτω από το παιδικό στρώμα του κρεβατιού, μακριά από τα μάτια της μάνας, που ήταν, όμως, πάντα ανοιχτή στις ανησυχίες της νεότητάς μου. Εξ ού και η αυστηρή απαγόρευση της “Μάσκας”.
Η επόμενη πληροφορία για τη μάσκα ήταν για τους μασκοφόρους καταδότες της Κατοχής, που δημιούργησε αισθήματα απέχθειας. Η μάνα, πρώην ΕΠΟΝίτισσα και μέλος του ΕΑΜ της Χερσονήσου, γνώριζε, από την πολιτική καθοδήγηση του Γιώργου Δαφέρμου, περί των μασκοφόρων της Κατοχής. Για αυτούς τα στοιχεία ήσαν, πλέον, πάμπολλα από την προσωπική επιστημονική έρευνα και ενασχόληση, των επόμενων χρόνων, με την εθνική Αντίσταση.
Η χρήση της μάσκας των παιδικών χρόνων, στη Χερσόνησο, από τους “μασκαράδες” ήταν ανύπαρκτη. Αντί αυτής, ήταν αρκετό το “μούργιωμα”, με το τσεμπέρι και το μουτζούρεμα του προσώπου με την κάπνα των τσουκαλιών.
Στο Ηράκλειο, τα “μπαλ μασκέ” ήσαν σε αποκλειστική χρήση της αστικής τάξης της εποχής, στο “ΝΤΟΡΕ” και στις άλλες αίθουσες δεξιώσεών της. Όχι, όμως, για την πλέμπα. Η νεολαία χρησιμοποιούσαμε πρόχειρες μάσκες, από το Μεϊντάνι ως τις Τρεις Καμάρες, τις Απόκριες.
Την πληκτική καθημερινότητα των ώριμων χρονών ήρθε να φαιδρύνει ο μασκοφόρος “Ζορό”, ο προστάτης των φτωχών και καταφρονεμένων, ο τιμωρός της αδικίας στις αίθουσες του κινηματογράφου και οι επαναληπτικές προβολές στην τηλεόραση.
Το ίδιο, για τα σύγχρονα παιδιά, οι νέοι μασκοφόροι ήρωες, ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν και τα άλλα μασκοφόρα δημιουργήματα της επιστημονικής φαντασίας, ενώ την καθημερινότητά μας πλημμυρίζουν σήμερα οι μάσκες ομορφιάς του γυναικείου πληθυσμού και όχι μόνο.
Η μάσκα του αρχαίου θεάτρου, κατά τα φοιτητικά χρόνια, γυναικεία και ανδρική, ήταν υπόθεση των ανδρών υποκριτών. Μια μάσκα ανέκφραστη. Πίσω της κρυβόταν η υποκριτική απάτη της μέθεξης, που έδινε σημασία όχι στο θέαμα αλλά στον λόγο και την εκφραστική του απόδοση, ώστε να προκαλέσει “το έλεος και τον φόβον” στις ψυχές των θεατών.
Στις μέρες μας η μάσκα κυριάρχησε παγκόσμια, λόγω του “covid-19”, είναι πια ένα αξεσουάρ γυναικών και ανδρών, πολύχρωμο, απλό ή κεντητό, ανάλογα με το γούστο του καθενός, σύμφυτη του φόβου και τρόμου για το αύριο.
Η πλειοψηφούσα αντίληψη, αλλά και των ειδικών, είναι ότι σώζει ζωές. Για άλλους, ψεκασμένους και συνωμοσιολόγους, είναι η εποχή της υποδούλωσης των ανθρώπων, της υποταγής και του πειθαναγκασμού στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Ως και σωματείο πολέμιων της μάσκας αξιωθήκαμε να έχουμε στις μέρες μας.
Στη μόδα του καιρού μας είναι και η αόρατη μάσκα της σύγχρονης υποκριτικής. Μπορεί να φοράς, καταρχήν, τη μάσκα του επαναστάτη και μετά να γίνεσαι καθεστωτικός. Στη συνέχεια, να δηλώνεις, διά βίου, εμπράγματα, πολιτικά άθρησκος ή άθεος. Την ημέρα, όμως, των θρησκευτικών εορτών, να φοράς την υποκριτική μάσκα του βαθιά θρησκευόμενου για τους αφελείς.
Άβυσσος, βέβαια, η ψυχή του ανθρώπου. Για όλους, σαφώς, υπάρχει η οδός της κλήσης, ο δρόμος του φωτός προς τη Δαμασκό. Εκτός και αν η υποκριτική μάσκα στο τέλος της παράστασης πέσει, όπως στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού ή της Επιδαύρου.
* Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι επιτ. καθηγητής Ιστορίας Π.Α.Ε.Α.Κ., συγγραφέας