Η Μαρία Μαγδαληνή και η σχέση της με τον Ιησού αναφέρεται από όλους τους Ευαγγελιστές και ενέπνευσε αρκετούς Νεοέλληνες ποιητές. Ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημά του «Η Μαγδαληνή» που είναι από τα ωραιότερα ποιήματά του γράφει:
Μες σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ’ τις μουσικές
κι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δαγκώναν σαν οχιές·
στην κρυσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην τεσσεροβασίλευτη Γιουδαία εγώ ’μουν η Πηγή:
του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…
(…)
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το ’νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο Χριστέ ’σουν άνθρωπος! Κι εγώ θα σ’ αναστήσω!
Ο Άγγελος Σικελιανός επίσης στο ποίημά του «Μαγδαληνή» καταλήγει:
Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητό Σου χέρι
κι ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!
Μια εξαιρετική μελέτη με τον τίτλο «ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ» έχει γράψει η Κίρκη Κεφαλέα, καθηγήτρια της θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου υπάρχει και ανθολογία των νεοελλήνων ποιητών που έγραψαν για τη Μαγδαληνή.
Η ταύτιση της Μαγδαληνής με την αμαρτωλή που έπλυνε με πολύτιμο μύρο τα πόδια του Ιησού και εκείνος συγχώρησε τις αμαρτίες της έγινε από τον Πάπα Γρηγόριο Α΄ (590-604) και η γνώμη του επικράτησε όχι μόνο στη δυτική αλλά και στην ανατολική εκκλησία και επηρέασε αρκετούς και ιδιαίτερα τον Νίκο Καζαντζάκη. Στην τραγωδία του «Χριστός» και στο μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος πειρασμός» η μορφή της Μαγδαληνής κυριαρχεί.
Η τραγωδία «Χριστός» είναι μια αναπαράσταση των παθών του Χριστού, όπου παρακολουθούμε την παρουσία αρκετών μαθητών. Θα αναφέρω μόνο κάποιους στίχους, όπου η Μαγδαληνή εμφανίζεται «σαν άνθος ροδιάς», με πληγωμένο το κορμί να συναντά τον αναστημένο Χριστό, να βαφτίζεται και με σπαραγμό να ζητά συγχώρεση.
Δεν είμαι η Μαρία η Μαγδαληνή, δεν είμαι
τ’ ωραίο κατάρατο κορμί, που σε κλινάρια
ντροπής το αγόρασαν πολλοί πραματευτάδες
στην αγκαλιά μου το Θεό κρατώ και σμίγω
κρυφά, χωρίς κορμί, χωρίς ψυχή, μαζί του
κι ανοιγοκλειούν γοργά τα σπλάχνα μου και δέχουνται…
Το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος πειρασμός» είναι εκείνο που προκάλεσε μεγάλη αντίδραση και η ταινία που σκηνοθέτησε ο Σκορτσέζε σχεδόν απαγορεύτηκε και φανατισμένοι πιστοί προκάλεσαν επεισόδια κατά την προβολή της. Το μυθιστόρημα αυτό δεν έχει ιδιαίτερα μελετηθεί και δεν έχει αποτιμηθεί αισθητικά, ενώ διαθέτει αρκετές αρετές. Ο Ν. Καζαντζάκης δε θεολογεί.
Αντλεί στοιχεία από όλες τις πηγές και πλάθει ένα άρτιο λογοτέχνημα. Κύριος άξονας του έργου είναι η πάλη του Ιησού ανάμεσα στον έρωτά του προς την Μαγδαληνή και την αφιέρωσή του προς τον Θεό. Όταν αποφασίζει να πάει σε ένα μοναστήρι, τα βήματά του τον οδηγούν στα Μάγδαλα, όπου η Μαρία παραδίδει το κορμί της για να εκδικηθεί την προδοσία της από τον Ιησού.
Οι σελίδες στις οποίες περιγράφεται η αναμονή στο πορνείο, οι διάφοροι πελάτες που περιμένουν, η συνάντηση και ο διάλογος του Ιησού και της Μαρίας είναι δοσμένες με υψηλή δραματουργική τέχνη και ένταση. Εκείνος θέλει να τον συγχωρήσει, γιατί είναι αίτιος της πτώσης της. Εκείνη οργισμένη τον διώχνει, γιατί, ενώ είχαν έρωτα από παιδιά και ετοιμάζονταν να παντρευτούν, την αρνήθηκε.
Στη συνέχεια εκείνη ετοιμάζει ένα λιτό γεύμα, συζητούν ήρεμα. Ο Ιησούς ξεκουράζεται και αποκοιμιέται, ξυπνά και με μεγάλη αγωνία ακολουθεί τον δρόμο προς το μοναστήρι. Αργότερα ο Ιησούς την σώζει, όταν ο ζηλωτής Βαραβάς και άλλοι οργισμένοι την πετροβολούν και εκείνη μετανιωμένη τον ακολουθεί, όπως και άλλοι μαθητές μέχρι τη σταύρωσή του. Στο τέλος του έργου ο εσταυρωμένος Χριστός λίγο πριν ξεψυχήσει αναρωτιέται αν πήρε τον σωστό δρόμο και καθώς χάνει τις αισθήσεις του, φαντάζεται ότι έχει παντρευτεί με την Μαγδαληνή, έχουν παιδιά και έχει επιτελέσει το ανθρώπινο χρέος του.
Όταν συνέρχεται, σύρει θριαμβευτική φωνή και το έργο καταλήγει με τη φράση «τετέλεσται» και ήταν σαν να έλεγε «όλα αρχίζουν». Μια αισθητική αποτίμηση του μυθιστορήματος θα επιχειρήσω να κάνω άλλη φορά. Θα κλείσω παραθέτοντας μόνο μια σκηνή από το έργο.
«Η Μαγδαληνή πεσμένη ανάσκελα στο στρώμα, ολόγυμνη, ολόδρωτη, με κορακάτα μαλλιά περεχυμένα στο μαξιλάρι, με τα μπράτσα αναπλεμένα πίσω από το κεφάλι της είχε γυρισμένο το πρόσωπο κατά τον τοίχο και χασμουριόταν. Είχε κουραστεί από τα ξημερώματα να παλεύει τους άντρες, πατωσιές πατωσιές μύριζε το κορμί της. Μύριζαν τα μαλλιά της και τα νύχια της μυρωδιές από όλα τα έθνη και τα μπράτσα της, ο λαιμός και τα στήθια τα γεμάτα δαγκαματίες. Ο γιος της Μαρίας χαμήλωσε τα μάτια.
Είχε σταθεί στη μέση της κάμαρας και δεν μπορούσε να προχωρέσει. Η Μαγδαληνή, με το πρόσωπο κατά τον τοίχο, ακίνητη, περίμενε, μα δεν άκουγε μήτε μουγκρητό αρσενικού πίσω της, μήτε άντρα να γδύνεται, μήτε αναπνιά λαχανιασμένη. Φοβήθηκε, γύρισε απότομα το πρόσωπο να δει και μονομιάς έσυρε φωνή, άρπαξε το σεντόνι και τυλίχθηκε. –Εσύ, φώναξε και σκέπασε με τις απαλάμες της τα χείλη και τα μάτια. – Μαρία, έκαμε αυτός, συγχώρεσέ με!».
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος