Η μαντινάδα είναι ένα δύσκολο λογοτεχνικό είδος που βλάστησε στην ενετοκρατούμενη Κρήτη και άνθισε, γιατί κατόρθωσε να εκφράσει με πληρότητα ό,τι βαθύτερο και ουσιαστικότερο είχε η ψυχή ενός λαού.
Οι μηχανισμοί με τους οποίους δημιουργούνται τα διάφορα είδη τέχνης είναι πολλαπλοί και ένας κλάδος της φιλοσοφίας, η Αισθητική, αγωνίζεται να αποκαλύψει ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την ομορφιά και αναπαύουν την ανθρώπινη ψυχή.
Από τους πρώτους ποιητές στους οποίους συναντούμε τη μορφή της μαντινάδας είναι ο Στέφανος Σαχλίκης (1331-1391). Έζησε στο Ηράκλειο, πέρασε μια άσωτη ζωή, γλέντησε, ξόδεψε την περιουσία του στις «πολιτικές» και βρήκε καταφύγιο στο ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο για να διηγηθεί τα πάθη του.
Φυσικά άντλησε από την κοινωνία όπου ζούσε, και καλλιέργησε μαζί με άλλους μια τέχνη που θα βρει την καλή και την γλυκιά της ώρα αργότερα με τον Βιτσέντζο Κορνάρο που τελειοποίησε με το μεγάλο του ταλέντο το είδος.
Εκείνος με τη σειρά του επηρέασε επώνυμους και ανώνυμους δημιουργούς και σήμερα παρά τις ποικίλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έγιναν, η μαντινάδα κυριαρχεί στις παρέες και στα γλέντια. Έχουμε πολλές παλιότερες συλλογές με ανώνυμους δημιουργούς. Σήμερα αρκετοί επώνυμοι γράφουν καλές μαντινάδες.
Χάρηκα, όταν διάβασα το βιβλίο «Ο νους μου τα βουνά κρατεί, δοκίμιο στην κρητική μαντινάδα» από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη. Συγγραφέας είναι ο Γιάννης Ματθαιουδάκης με λαμπρές σπουδές.
Κατάγεται από το ορεινό Ρέθυμνο που ακόμα πρωτοπορεί, γιατί διατηρείται ο χαρακτήρας της αγροτοκτηνοτροφικής ζωής. Αποτελείται από πέντε ενότητες και μια πλούσια βιβλιογραφία και προσπαθεί να εντοπίσει τους βασικούς θεματικούς άξονες που εμπνέουν τους δημιουργούς της μαντινάδας.
Κύριο θέμα είναι ο έρωτας, ο χρόνος, η φύση, τα πάθη των ανθρώπων και η προσπάθεια να ερμηνευτεί η ζωή και ο θάνατος καθώς και να μας παρηγορήσει. Με εντυπωσίασε το εύρος των αναφορών στην παγκόσμια φιλοσοφία και ποίηση που βρίσκουν την αντιστοιχία τους στις μαντινάδες, γιατί στο βάθος της η λαϊκή ψυχή παραμένει ίδια, μόνο που βρίσκει διαφορετικούς δρόμους για να εκφραστεί.
Εξαιρετικό είναι το επίμετρο, όπου με κάποια πικρία διαπιστώνει τις αλλαγές της σύγχρονης ζωής. Ο άνθρωπος βιώνει τη μοναξιά μέσα στα πολυάνθρωπα αστικά κέντρα.
Το έργο αυτό είναι, απ’ όσο γνωρίζω, η πρώτη εκτενής και επιστημονική διερεύνηση της μαντινάδας ως λογοτεχνικού είδους. Πάντα φυσικά θα πρέπει να διακρίνουμε δύο μορφές λειτουργίας της. Η πρώτη είναι στις παρέες, όπου πρωτεύει η άμεση ανταπόκριση των τραγουδιστών στη μαντινάδα του προηγούμενου.
Η δεύτερη μορφή είναι η καθαρή λογοτεχνική αξία μιας μαντινάδας. Δεν πρέπει να επιδιώκονται επιδεικτικές, άστοχες μεταφορές και εξεζητημένες εκφράσεις, αλλά με τη λιτότητα και την αρτιότητα της έκφρασης να εξωτερικεύεται και να υπηρετείται η γνήσια συναισθηματική κατάσταση. Υπέροχες είναι αρκετές μαντινάδες που υπαινιχτικά υμνούν τη γυναικεία ομορφιά.
Η ωραία κόρη είναι βιόλα, πέρδικα, ανθισμένος κήπος, μαγεύει και πληγώνει τον ερωτευμένο που με μεταφορικό τρόπο στέλνει το μήνυμά του και ζητά ανταπόκριση.
O συγγραφέας με επιστημονική επάρκεια αποκαλύπτει τη θαυμάσια τέχνη της μαντινάδας που εξακολουθεί να αποτελεί μια αντίσταση της Κρήτης στην πολιτισμική και πνευματική αλλοτρίωση, η οποία απειλεί να αλλοιώσει υψηλές αξίες διαμορφωμένες σε μια κοινωνία, όπου ο άνθρωπος και η φύση λειτουργούσαν αρμονικά.
Από τη φύση αντλεί συχνά μεταφορικές εικόνες ο ποιητής. Εκείνη χαίρεται με τη χαρά του και θρηνεί στον πόνο του. Είναι αξιοθαύμαστο πραγματικά ότι και σήμερα ακόμα οι μαντινάδες εξακολουθούν να υπηρετούν και να τέρπουν στις όμορφες παρέες εκείνους που αναζητούν λύτρωση και παρηγοριά στην τόσο σύντομη και ψεύτρα ζωή που ίσως είναι μόνο ένα παιχνίδι ή ένα ψεύτικο όνειρο.
Από τις πολλές μαντινάδες που ανθολογούνται στη μελέτη αυτή επιλέγω μερικές για την καθαρότητα της έκφρασης και την αρτιότητα του νοήματός τους.
Ξελησμονιούνται οι φιλιές, αρνιούνται κ’ οι αγάπες,
συναπαντιούνται και μιλούν σαν ξένοι σαν διαβάτες
Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε φτάνει
Ρόδο που ανθεί πολύ καιρό την ομορφιά του χάνει
Σε ποια μεριά του κήπου μου βιόλα μου να σε βάλω
Τη μυρωδιά σου να γροικώ απ’όπου κι αν προβάλω
Θα κλείσω με μια παράγραφο από το επίμετρο.
«Το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης πορείας είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Παλαιότερες σημαντικές προβολές διαψεύστηκαν ηχηρά. Η αμείλικτη ταχύτητα των αλλαγών μάλιστα επιτείνει την αβεβαιότητα, ρευστοποιεί την πραγματικότητα.
Το δυτικό παράδειγμα κλονίζεται από τις εσωτερικές του αντιφάσεις. … Όλοι σκέφτονται με το ρολόι και το κινητό, μετρούν τα πάντα: απόδοση, θερμίδες, παλμούς, οξυγόνο, εκπτωτικούς πόντους. Η ροή των πληροφοριών δε σταματά ούτε την ώρα του φαγητού».