Η σύγχρονη έννοια της παγκοσμιοποίησης φαίνεται πως ξεδιπλώνεται μπροστά μας σαν χαλί με αρκετές αποχρώσεις. Είναι ένας όρος ο οποίος γράφεται και ακούγεται ολοένα και συχνότερα τον τελευταίο καιρό και ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται δείχνει να επηρεάζει αρκετούς λαούς, ηγέτες και πολίτες, κυρίως εκείνους με ήσσονα πολιτιστική αντίσταση στα προαποφασισμένα και δρομολογού- μενα.
Πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν να αποκαλέσουμε ή να περιγράψουμε αυτό που ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες στο περιβάλλον μας; Πώς θα ονομάζουμε όλους εκείνους που κάθονται άπραγοι, αδιάφοροι, μπροστά στις οθόνες των τηλεοπτικών μας συσκευών και παρατηρούν αδιάφοροι και άβουλοι τα τεκταινόμενα στην πολιτική σκηνή του τόπου;
Τα νεκροταφεία είναι οι πλουσιότεροι χώροι» σε αυτόν και τον άλλο κόσμο έγραφε κάποτε ο Σαλβατόρε Σάσα, ένας Ιταλός έγκριτος νομικός, πετυχημένος δικαστικός και κρυμμένος για μεγάλο χρονικό διάστημα λογοτέχνης, στο μοναδικό του έργο που βρέθηκε στο γραφείο μετά τον θάνατό του. Η νεκρική πομπή της κοινωνίας μας που οδεύει με αργό αλλά σταθερό βηματισμό προς τα εκεί και οδηγεί κατά πως φαίνεται στην απουσία κάθε έννοια κριτικής και στην εσκεμμένη αφάνεια μια ολόκληρη χώρα, έχει ήδη δρομολογηθεί εδώ και καιρό.
Κατάλληλοι και αρκούντως αποτελεσματικοί σύμβουλοι γι’ αυτό το δρομολόγιο αποτελεί η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, ο ωχαδερφισμός και η αδιαφορία προς τούτο των πολιτών που εμπλουτίζονται από τους πολιτικούς μας, κυβερνώντες και μη, η άκρως ελκυστική κενολογία των καιρών η οποία μεταδίδεται ταχύτατα δίκην επικίνδυνου λοιμώδους νοσήματος στις μικρότερες γενιές και η παθητική ενσωμάτωση στο είναι μας περισπούδαστων αερολογιών και έξυπνα καμουφλαρισμένων εντυπώσεων και ψευδών ειδήσεων.
Πόσο αλήθεια ενδιαφέρθηκε το επίσημο κράτος και κυρίως τα πολιτικά κόμματα να αποκτήσει ο χώρος όλες αυτές τις απαραίτητες διαδικασίες ώστε επιτέλους να έχουμε τους πολιτικούς που αξίζει αυτός ο τόπος; Να έχουν οι εκλεγμένοι του λαού ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων ώστε να δύνανται να εκλέγονται στη συνέχεια από τον λαό;
Τί θίασος περιφερόμενος παρέλασε τις τελευταίες μέρες από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, εκστομίζοντας ανούσιες και επιπόλαιες δηλώσεις και με οποία τελικά σοβαρότητα; Πόσο ευτυχείς μπορούν να αισθάνονται οι εκπρόσωποι του έθνους που με δική τους ανοχή, ίσως και πρωτοβουλία, κατέστρεψαν μεγάλους ιστούς της χώρας, όπως για παράδειγμα όταν έδιναν επιδοτήσεις για να ξεπαστρέψουν μεγάλο μέρος από τα αμπέλια τη χώρας προς όφελος των άλλων ευρωπαϊκών χωρών του Νότου στο συγκεκριμένο θέμα του κρασιού;
Πόσο άνετα νιώθουν όταν δέχτηκαν να δώσουν τέλος στα περίπτερα των πεζοδρομίων μας όταν σε όλες τις χώρες αφθονούν τα επονομαζόμενα κιόσκια στις γωνίες, να εξαφανίσουν εισέτι τις πανέμορφες ψαρόβαρκες των νησιωτικών μας περιοχών υπέρ άλλων μεγάλων συμφερόντων, και όπως ακούγεται τελευταία να δώσουν κίνητρα, άκουσον-άκουσον, με σκοπό την πλήρη εξαφάνιση από προσώπου γης των εναπομεινάντων Ελλήνων κτηνοτρόφων και κάποιων μικρών κτηνοτροφικών μονάδων, με αντίστοιχο κέρδος των συναδέλφων τους στις πλουσιότερες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά με τις απέραντες πεδιάδες που έχουν στη διάθεσή τους;
Και ο κατάλογος των συγκινητικών «προσπαθειών» τους να μην έχει τέλος! Τί παρέλαση λοιπόν ομάδων ή μεμονωμένων αντιπροσώπων του έθνους, να πάνε και να έρχονται πέρα και δώθε και στην ουσία να μην οδηγούν πουθενά, είδαμε τελευταία;
Πόσο βαριά ασθενής πρέπει να είναι η ελληνική κοινωνία ώστε να δέχεται αδιαμαρτύρητα και χωρίς να αντιδρά έστω κατά τι, στοιχειωδώς, σε όλα αυτά; Πώς δέχεται αδιαμαρτύρητα το ξεδόντιασμα κάθε παραδοσιακού κοινωνικού ιστού και όποιας επιτυχημένης μικρής η μεγαλύτερης επιχείρησης που αποτελεί αναντικατάστατο εθνικό πλούτο; Μήπως σε τελική ανάλυση όλος αυτός ο συρφετός που δηλητηριάζει ύπουλα τη θολή ατμόσφαιρα δεν είναι τίποτα άλλο τελικά παρά μια ειδική μορφή νεκρικής πομπής που πορεύεται ανεξέλεγκτα και οδηγεί την κοινωνία μας στο απόλυτο κενό;