Ένα από τα μεταφορικά-αλληγορικά ποιήματα του Καβάφη, όμοιο με τις αλληγορίες της Καινής Διαθήκης, είναι εκείνο που τιτλοφορείται «Τα παράθυρα».

Ένα κείμενο με αντιφάσεις και αντιθέσεις, που εκφράζει ενέργειες προσώπων ή και ομάδων, κοινωνικών ή πολιτικών:

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για  να βρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θά ‘ναι παρηγορία.-

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.

Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Είναι ένα κείμενο που ταιριάζει ή παραπέμπει συνειρμικά στον “μύθο του Σπηλαίου», στον διάλογο που αφηγείται ο Σωκράτης στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα, που συμβάλλει στην κατανόηση και των δύο.

Στην πλατωνική πολλαπλή αλληγορία του Σπηλαίου οι άνθρωποι είναι δεμένοι με αλυσίδες στο βάθος μιας υπόγειας σπηλιάς και βλέπουν στον απέναντι τοίχο τις σκιές των περαστικών, τις οποίες όμως αντιλαμβάνονται σαν πραγματικότητες. Λόγω του σκοταδιού έχουν χάσει σχεδόν και την όρασή τους.

Στον πλατωνικό αυτό διάλογο ο Σωκράτης θέτει το ερώτημα: «Σκέψου τώρα τι θα έπρεπε να συμβεί φυσικά με αυτούς, αν κανείς ήθελε να τους λύσει από τα δεσμά τους και τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοιά τους…». Η απάντηση, φυσικά, είναι ότι, ασυνήθιστοι στο φως όπως είναι, δεν θα έβλεπαν και θα έπεφταν σε μεγάλη απορία, νομίζοντας πως εκείνα που έβλεπαν τότε, ήταν αληθινότερα απ᾽ αυτά που βλέπουν τώρα. Καθώς, οι δεσμώτες θα προτιμήσουν να επιστρέψουν στο σπήλαιο με τις σκιές των ανθρώπων, δηλαδή, στη μη πραγματικότητά τους, ο μύθος του σπηλαίου παρουσιάζει τη σχέση των ανθρώπων προς τις βαθμίδες του πραγματικού κόσμου, σε συνάρτηση με τον βαθμό γνώσης που αυτοί κατέχουν.

Στα «Παράθυρα» του Καβάφη, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής βρίσκεται σε αντίστοιχες του σπηλαίου «σκοτεινές κάμαρες», χωρίς παράθυρα ή τουλάχιστον αδυνατεί να τα βρει ο ίδιος.

Μα πάλι, ο αφηγητής, προβληματίζεται ότι είναι «καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θα ’ναι μία νέα τυραννία».

Και οι δυο, Καβάφης και Πλάτωνας, έχουν κοινό σημείο την έκπληξη που τυχόν επιφυλάσσει η έξοδος από το αδιέξοδο που βρίσκονται εκουσίως ή τους οδήγησαν άλλοι, χωρίς αυτό να διευκρινίζεται.

Δηλαδή, στην έξοδο από την απάτη, την άγνοια ή την αυταπάτη τους. Είναι μεταφορικές διατυπώσεις που έχουν διαχρονικές προσομοιώσεις ως τις μέρες μας. Όχι μόνο προσωπικές, αλλά και συλλογικές, κοινωνικές και πολιτικές απάτες και αυταπάτες.

Στη χώρα μας, διαχρονικά ως τις μέρες μας, επιχωριάζουν οι πολιτικές απάτες και αυταπάτες. Κι αυτό, γιατί οι περισσότεροι προτιμούμε να μένουμε εκεί που βολευτήκαμε, μας αρέσει η απάτη και αυταπάτη και δε βλέπουμε την αλήθεια. Είναι όπως στο χαριτωμένο ανέκδοτο, που ένας εραστής αραδιάζει εξαίσια, αλλά ψεύτικα ερωτόλογα, στην κοπέλα του και εκείνη του απαντά: «Ξέρω πως μου λες ψέματα, αλλά μου αρέσει!».

Γιατί, έτσι και στην πολιτική, και αν ακόμα διαπιστώνουμε πολλές φορές την απάτη ή την αυταπάτη, αντί για την αλήθεια της ελευθερίας, προτιμούμε τα «δεσμά» και τις «σκοτεινές κάμαρες» που έχουμε βολευτεί, μ’ άλλα λόγια τη «μακαριότητα» της απάτης ή της αυταπάτης μας.

* Ο κ. Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας