Ο Στυλιανός Κυριακάκης του Βασιλείου γεννήθηκε στο έτος 1918 στο χωριό Σταυράκια Ηρακλείου. Σε ηλικία 21 ετών στρατεύεται (1939) και παίρνει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41. Στο μέτωπο και ο αδελφός του Γεώργιος. Μετά τις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στα βουνά της Αλβανίας, κατάφερε και επέστρεψε στην Κρήτη. Όχι όμως ο αδερφός του Γεώργιος Κυριακάκης.

Ο Γεώργιος Βασιλείου Κυριακάκης, αδερφός του Στυλιανού από τα Σταυράκια Μαλεβυζίου. Έπεσε στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ο Γεώργιος Βασιλείου Κυριακάκης, αδερφός του Στυλιανού από τα Σταυράκια Μαλεβυζίου. Έπεσε στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, (αγνοούμενος)

Ως στρατιώτης παίρνει μέρος στη Μάχη της Κρήτης με τον Λοχαγό Θεόδωρο Καλίνο στον λόφο Κοψά. Τα χρόνια της κατοχής, ο Στυλιανός Κυριακάκης ήταν ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης. Στον αδελφοκτόνο Εμφύλιο πόλεμο στρατεύεται ξανά και με τη λήξη του τοποθετείται ως μέλος της πολιτικής αεράμυνας Ηρακλείου.

Τη δεκαετία του 1960 καταγράφει σε ημερολόγιο τις αναμνήσεις του από τον στρατό, δίδοντας τίτλο στο γραφτό του: «Το ημερολόγιό μου από την ημέρα της παρουσίας μου εις τα τάξεις του στρατού, 43ον Σύνταγμα Πεζικού Ρουσές, 18 Οκτωβρίου 1939».

Ο Στυλιανός Κυριακάκης πέθανε το έτος 2013, σε ηλικία 95 ετών. Από το ημερολόγιο, μεταφέρουμε απόσπασμα με τις αναμνήσεις του Στυλιανού Κυριακάκη για τη μάχη του Κοψά, από 20 ως 26 Μαΐου 1941, όταν οι φασιστικές αερομεταφερόμενες γερμανικές δυνάμεις, θέλησαν να «πατήσουν» την Κρήτη.

«20-5-1941

Μάιος στις 20 του μήνα. Μεσημέρι και ώρα 12. Πήραμε το συσσίτιο φάγαμε και κατεβήκαμε στην παραλία που ήταν πολύ κοντά η αμμουδιά.

Ήταν δυνατή ζέστη που οι περισσότεροι στρατιώτες μπήκαν στη θάλασσα. Δεν πέρασε πολύ ώρα όπου φτάσανε τα εχθρικά αεροπλάνα βομβαρδιστικά. Άρχισαν να μας πολυβολούν, τρέχοντας εμείς με τα ρούχα μας στη μασχάλη, πιάνουμε τα βράχια.

Ντυνόμαστε και πάμε στα χαρακώματα, κρατώντας τα τουφέκια στο χέρι. Μας αρχίσανε στις βόμβες. Ερχόντουσαν κύματα- κύματα τα αεροπλάνα. Αυτό γινόταν μέχρι τις πέντε το απόγευμα και σε όλα τα μέρη που θα έρριχναν τους αλεξιπτωτιστές. Στα τριγύρω του Ηρακλείου, στο αεροδρόμιο, στον Καρτερό και Κοκκίνη με Γούβες, εκεί που ήταν ένας Εγγλέζικος ασύρματος, κατά τις 5 που ήλθαν τα τελευταία αεροπλάνα που είχαν ανακατέψει τη γη με τις βόμβες. Αφού στο τέλος μας έρριχναν τσιμεντένιες βόμβες.

Φεύγουν τα βομβαρδιστικά και απλώνεται ησυχία. Βγαίνουμε από τα χαρακώματα να δούμε τι ησυχία ήταν αυτή. Και τι να δούμε!!!

Χειρόγραφο σημείωμα του Στυλιανού Κυριακάκη στο ημερολόγιό του (περίληψη της στρατιωτικής του δράσης)
Χειρόγραφο σημείωμα του Στυλιανού Κυριακάκη στο ημερολόγιό του

Στον ορίζοντα της θάλασσας να έρχονται τα οπλιταγωγά αεροπλάνα, τόσο χαμηλά και πολύ φορτωμένα που νομίζαμε ότι πλέανε στην επιφάνεια της θάλασσας. Πλησιάζουνε προς το Ηράκλειο. Άλλα στο αεροδρόμιο, στον Καρτερό και άλλα προς εμάς. Αρχίζουν τα αντιαεροπορικά, τα οπλιταγωγά να ρίχνουν αλεξιπτωτιστές.

Ο ουρανός γεμίζει αλεξιπτωτιστές. Εμείς που δεν είχαμε ξανασυναντήσει τέτοιο πόλεμο σαστίσαμε. Ο λοχαγός, Καλίνος Θεόδωρος, που ήταν πολύ ψύχραιμος, πετιέται απάνω σε ένα βράχο και μας φωνάζει: «Παιδιά μη φοβάστε. Άνθρωποι είναι και αυτοί όπως εμείς. Εγώ έφυγα από τον τόπο μου και ήλθα να πολεμήσω μαζί σας. Αυτοί ήλθαν να μας πάρουν τον τόπο μας». Α Ε Ρ Α μας φωνάζει και τρέχουμε προς τα απάνω τους. Περνάμε του Κοκκίνη το Χάνι.

Παραπέρα είναι μια γεφυρούλα. Ορισμένοι αλεξιπτωτιστές πρόλαβαν και έπεσαν στα αμπέλια που είχαν φυλλώσει και δεν τους προλάβαμε. Ο οπλισμός ήταν ένα όπλο και μια πάνινη φυσιγγιοθήκη με εκατό φυσίγγια. Οι Γερμανοί ήταν αστακοί από οπλισμό. Το ευτύχημα ήταν που σκοτώσαμε μερικούς και πήραμε τα φυσίγγια και τον οπλισμό τους.

Και συγκεκριμένα στο γεφυράκι ένας Γερμανός που βρήκε ένα γαϊδουράκι το πήρε και του δένει στο σαμάρι ένα καρότσι που το είχαν ρίξει με αλεξίπτωτο τα αεροπλάνα. Το γαϊδουράκι το τραβούσε και στο γεφυράκι τον αρχίσαμε στο τουφεκίδι. Τραυματίζουμε το γαϊδουράκι και αυτός σκοτώνεται, παίρνουμε το καρότσι με έξη αυτόματα μέσα ταχυβολάκια και ένα οπλοπολυβόλο με δέκα βαλιτσάκια με ταινίες φυσίγγια.

Τραβάμε δεξιότερα και πιάνουμε τους πρόποδες του Προφήτη Ηλία. (Όταν σκοτώσαμε τον Γερμανό με το γάιδαρο γυρίζοντας βλέπω δυο Γερμανούς στα πράγματά μας απάνω. Γυρίζω το τουφέκι, τραυματίζω τον ένα βαριά τον άλλο ελαφριά.

Είχαν σκοτώσει τον λοχία και τον πολίτη από την Ανώπολη, Κοκκινάκη τον έλεγαν. Τους πήραμε στην Ανώπολη, γυρνάμε πίσω για εκκαθάριση στο κάμπο στη μάχη του Κοπσά).

Οι Γερμανοί καλά ταμπουρωμένοι στα αμπέλια. Βραδιάζει. Ο λόχος του Κων/νου Γαλενιανού είναι στους πρόποδες του Κακού Όρους. Γυρίζω πίσω με άλλον ένα στρατιώτη Βασιλάκη Γεώργιο να ειδοποιήσουμε τον 5ο λόχο του Γαλενιανού να έρθει προς ενίσχυση του 6ου λόχου.

Στο Κακό Όρος απάνω έρριξαν τα αεροπλάνα επτά αλεξιπτωτιστές Σύνδεσμο Καρτερού και Κοκκίνη Χάνη που είχε κάνει ένας λοχίας του 5ου λόχου την επίθεση και σκότωσε τους τέσσερις και τους τρεις τους έπιασε αιχμαλώτους.

Όταν φτάσαμε εμείς εκεί, τους είχαν σε ένα βράχο και καθόνταν. Ο κ. Γαλενιανός φωνάζει: «Στην αμαξωτή οδό σύνταξη του Λόχου».

Ένας λοχίας που λέγανε ότι είχε βάλει μόνος του τα γαλόνια και που απεδείχθη ότι ήταν και Γερμανόφιλος εκ των υστέρων, Τσουλιαδάκης λεγόταν από τον Κρουσώνα, δημιουργεί μια φασαρία με τον λοχία που είχε πιάσει τους Γερμανούς και του δίνει μια τουφεκιά στο στήθος και εξαφανίζεται στο βουνό. Τον τραυματία δεν πρόλαβαν να τον κατεβάσουν στην οδό και πέθανε.

Άρχισε να νυχτώνει όταν μπαίναμε στου Κοκκίνη. Μερικοί Γερμανοί επωφελούμενοι του σκότους είχαν έλθει εκεί. Μας ρίχνουν χειροβομβίδες τους τουφεκίζουμε και οπισθοχωρούμε.

21-5-1941

Η ταυτότητα Εθνικής Αντιστάσεως του Στυλιανού Βασιλείου Κυριακάκη
(περίληψη της στρατιωτικής του δράσης)

Η μέρα που χαράζει είναι του Αγ. Κων/νου και Ελένης. Η μάχη άρχισε να ανάβει. Σκοτώνεται και ένας επιλοχίας του λόχου Ορέστης Ανδρεαδάκης. Σκοτώνεται και ένας πολίτης από την Ανώπολη που είχε 4 παιδιά. Προχωρούμε την εκκαθάριση στα αμπέλια. Παίρνουμε τους τραυματίες Γερμανούς, εφοδιαζόμαστε με τέλειο γερμανικό εξοπλισμό.

Σκοτώνεται σε μια λυσσώδη μάχη ο επιλοχίας του 6ου λόχου. Τον παίρνουμε πίσω και τον τραβάμε στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Αυτόν και τον πολίτη και δύο Γερμανούς τραυματίες, ανηφορίζουμε στην εκκλησία. Παραπέρα πριν μπούμε στην Ανώπολη είναι ένας παλιός ανεμόμυλος. Βάζουμε τον βαριά τραυματισμένο Γερμανό στο ανεμόμυλο και τον αφήνουμε εκεί.

Παίρνουμε τον σκοτωμένο πολίτη και τον επιλοχία τον πάμε στο νεκροταφείο της Ανώπολης. Και καλούμε τον παπά να τους κηδέψει. Γυρνάμε πίσω και συνεχίζουμε την μάχη και την εκκαθάριση στα αμπέλια. Ήταν δύσκολο γιατί είχαν ταμπουρωθεί καλά οι Γερμανοί. Είχαν πιάσει τον ασύρματο και από κει δεν μπορούσαμε να τους εξουδετερώσουμε. Ήταν ένα σπίτι που παραθέριζε μια οικογένεια εκεί και το κατέλαβαν κι αυτό, από το παράθυρο αντιχούσαν τα οπλοπολυβόλα.

Πλησιάζουμε την αμαξωτή οδό συνεχίζουμε με την προέλαση προς τον ασύρματο. Μια ομάδα κατεβαίνει κάτω από την οδό από την μεριά της θάλασσας, κυκλώνουμε τον ασύρματο. Προχωράμε με άλματα. Η μάχη γίνεται λυσαλέα, τα αεροπλάνα οπλιταγωγά συνεχίζουν κύματα να κουβαλάνε αλεξιπτωτιστές στον Καρτερό και στο αεροδρόμιο.

Σε μας δεν ρίχνουν αλλά τα βομβαρδιστικά μας σφυροκοπούσαν ανελέητα γιατί οι Γερμανοί περισφίγγονται και τους έδιναν σήματα με φωτοβολίδες. Η ομάδα που είχε πάει από την μεριά της θάλασσας πλησιάζει. Εμείς από την μεριά της αμαξωτής οδού προχωράμε.

Οι Γερμανοί επισημαίνουν καλά την ομάδα της θάλασσας που είναι ακάλυπτα χωράφια και όταν πλησιάζουν κοντά τους αρχινάν και γλύτωσαν λίγοι. Εκεί σκοτώθηκε και ο φίλος μου Χρηστάκης λοχίας και ο στρατιώτης Πατετάκης. Τα οπλοπολυβόλα της ομάδας μας βάζουν ανήλεα στον ασύρματο.

Παίρνει δυνατός Νοτιάς, πολύ ζέστη και ψιχάλες να πέφτουν από τον ουρανό χωρίς σύννεφα. Γερμανοί πολλοί στον ασύρματο. Ο λοχαγός μου απογοητεύεται και διατάζει έναν – έναν να οπισθοχωρήσει. Κάποιος στρατιώτης Καρακωνσταντάκης Ιωάννης από την Αγ. Βαρβάρα δεν κατάλαβε καλά και δεν οπισθοχωρεί μόνο προχώρησε έβαλε στον ασύρματο και τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενε κανείς: να τουφεκάει ο

Γιάννης και οι Γερμανοί να δέσουν μαντίλια στα όπλα και να τα βγάζουν έξω από την πόρτα και να παραδίνονται. Ο Γιάννης τους κάνη νόημα να πετάξουν τα όπλα τους και με τα χέρια ψηλά να προχοράνε εκεί που τους διέταζε αυτός. Εμείς όταν είδαμε ότι η Γερμανοί βγέναν έξο τους μετράγαμε και ήταν 25. Τρέχωμαι με κικλοτική κείνιση μήπος κάνουν καμιά πλόφα του Γιάννη, τους απομακρήνομε από τα όπλα, τους βάζομε στη γραμμή, πιο πείσο ήταν του Κων. Γαλενιανού ο 6ος λόχος στου Κοκίνη το Χάνι, τους παραδόσαμε.

Εμείς βγήκαμε στο ύψομα του Προφίτη Ηλία στην εκλεισιά. Μήναμε εκείνο το βράδι εκεί. Είχαμε μαζέψη τον οπλισμό των Γερμανών που ήταν πάρα πολύς. Δυο οπλοπολυβόλα, 6 ταχυβόλα, χειροβομβίδες, τουφέκια και δέκα καφάσα φυσίγκια

22-5-41

Την επόμενη της 22ας Μαΐου κατεβαίνουμε ξανά κάτω στον κάμπο για εκκαθάριση και να περισιλέξωμε ότι απέμεινε αλλά οι πολίτες από την Ανώπολη και από τις Γούβες δεν άφισαν τίποτα. Από αλεξίπτωτα όπου ήταν άλλα καθαρώς μεταξωτά και ότι άλλο έβρισκαν. Όταν έγινε η εκκαθάριση της περιοχής αυτής ανεβήκαμε στον Προφήτη Ηλία.

Γίνεται προσκλητήριο στους παρόντες και λαμβάνομε διαταγή να αναχωρίσουμε δια το χωριό Σταμιούς, όπου βρισκόταν παραπάνω και να μπορέσουμε να τροφοδοτιθούμε από φαγητό όπου αυτές τις δύο ημέρες δεν είχαμε φάει τίποτα και είχαμε εξαντληθεί από την πείνα.

Το απόγευμα φτάσαμε στο χωριό απ’ έξω σε κάτι αμπέλια σταματήσαμε. Από εκείνο το χωριό είναι ο Αντισυνταγματάρχης ο Πλεύρης, εφρόντισε δια την ταχτοποίησή μας, μας έφεραν σε κάτι κοφίνια βραστό κρέας έδωσαν στον καθένα από ένα κομμάτι, από ένα καύκαλο της κουλούρας παξιμάδι και φάγαμε, οι βομβαρδισμοί των χωριών δεν σταμάτησαν από τα στούκας και την καταδίοξή μας. Όπου μέσα στα αμπέλια και στα δέντρα κρυβόμασταν.

Την επόμενη την 23η Μαΐου όπου ένας χασάπης είχε σφάξη ένα πρόβατο εκεί στο δρόμο του χωριού, το είχε κρεμάσει σε ένα δέντρο. Το έγδερνε έφτασαν τα αεροπλάνα τα στούκας και μας πολυβολούσαν κρύφτηκε ο καθένας όπου μπορούσε. Ο χασάπης έκανε την δουλειά του ένα αεροπλάνο πολυβολά την αμαξωτή οδό, εμείς του φωνάζουμε να φύγη αυτός τη δουλειά του. Η ριπή περνάει από κοντά του δυο σφαίρες τον βρίσκουν στην πλάτη και πέφτη κάτω.

Μετά όταν έφυγαν τα αεροπλάνα τον πήραν και τον πήγαν σε ένα γραφείο του χωριού και του προσφέρουν ότι βοήθεια μπορούσαν. Μέχρι να έλθει κάποιος γιατρός από ένα κοντινό χωριό όπου υπήρχε εκεί. Αποχωρούμε εμείς δια να πάμε στο χωριό Ελιά όπου είχαν πέσει πολλοί αλεξιπτωτισταί και είχαν ενοθεί με άλλους όπου είχαν πέσει στον Καρτερό.

Ο Αντισυνταγματάρχης Πλεύρης μας ειδοποιεί να μην επιτεθούμε στην Ελιά διότι θα πέφταμε σε παγίδα των Γερμανών και παίρνουμε διαταγή την επόμενη της 24 Μαΐου να αναχωρίσουμε δια τις Αρχάνες όπου είναι το Στρατηγείο και από εκεί θα λαμβάναμε διαταγή τι θα γινόταν.

Της 24 του μηνός ώρα 2 φτάνομε στις Αρχάνες μας κατέβασαν δυτικά της κωμοπόλεως σε μια ρεματιά, σε κάτι ελαιόφυτα και καταβλιστίκαμε εκεί.

Οι αξιωματικοί μας έλεγαν ότι την επομένη θα χτυπάγαμε τα Σπήλαια όπου είχαν πέσει και εκεί πολλοί Γερμανοί και είχαν κόψει την διάβαση προς το Ηράκλειο. Την επόμενη λαμβάνουμε διαταγή από τον Στρατηγό Πετινάκη όπου ήταν εκεί ότι δεν θα γίνει η επίθεση στα Σπήλαια και να παραμείνουμε μέχρι νεωτέρας διαταγής.

Την επομένη μαθαίνουμε ότι κάποιος άλλος λόχος όπου βρισκόταν πιο πλησίον στα Σπήλαια έκανε την προέλαση, με την διαφορά ότι τους μπλοφάρισαν οι Γερμανοί και τους παρουσιάσθηκαν δήθεν Εγγλέζοι σύμμαχοι. Όσους είχαν σκοτώσει στον Καρτερό τους έγδυσαν τα φόρεσαν, τους μίλησαν εγγλέζικα οι δικοί μου ξεγελάστηκαν πλησίασαν ακάλυπτοι, και τότε τους αρχινάν με τα πολυβόλα.

Μέχρι να καλυφθούν σκότωσαν πολλούς δικούς μας. Αλλά μετά αρχινάνε την επίθεση με μανία οι δικοί μας όπου τους διέλυσαν και προχώρησαν προς το Ηράκλειο. Όπου βομβαρδιζόταν η Πόλη συνεχώς με κύματα αεροπλάνων διότι δεν μπορούσαν να την καταλάβουν.

Μόλις έπεφταν οι Γερμανοί τους διαλούσαν οι πολίτες και οι στρατιώτες όπου είχαν ταμπουρωθεί στα εννετικά φρούρια απάνω. Δι’ αυτό είχαν ρίξει χιλιάδες τόνους βομβών όπου είχαν χαλάσει την μισή Πόλη και σε διάφορα μέρη είχαν πάρει φωτιά όπως του Κωσταντινίδη οι αποθήκες στη Χανιόπορτα, που οι φλόγες φαινόταν από τα υψώματα των Αρχανών.

Την επόμενη της 26ης του μηνός εμείς θέλαμε να κατεβούμε στο Ηράκλειο, μας συγκεντρώνουν να μας ανακοινώσουν το δυσάρεστο γεγονός ότι το Μάλεμε του αεροδρομίου των Χανίων κατελήφθη από τους Γερμανούς.

Οι Εγγλέζοι οπισθοχώρησαν στα νότια παράλια της Κρήτης, δια να επιβιβαστούν στα βαπόρια τους και να αναχωρήσουν δια Αφρική. Στο Ηράκλειο είχαν μείνει μερικοί Γερμανοί μόνο στου Τσαλικάκη το μετόχι όπου ήταν και αυτοί έτοιμοι να παραδοθούν.

Εφ’όσον κατελήφθηκαν τα Χανιά και οι Γερμανοί ερχόνταν ολοταχώς προς Ηράκλειο το Στρατηγείο μας εμοίρασε δεκαπενθήμερο αδείας να πάμε στα σπίτια μας. Το βράδυ φύγαμε από τις Αρχάνες πήραμε την πλαγιά του Γιούχτα και βόρρια εκεί στους πρόποδές του, μείναμε όλη την νύχτα όπου από εκεί φαινόταν οι πυρκαγιές του βομβαρδισμού του Ηρακλείου.

Μια ώρα να ξημερώση φύγαμε από εκεί περνάμε ένα μικρό χωριουδάκι Άγιο Βλάση, έτσι λεγόταν, προχωράμε κατεβαίνουμε από τις Μαλάδες περνάμε το ποτάμι και ανηφορίζουμε στην Κολοκύθα τοποθεσία. Εκεί συναντηθήκαμε μ’ έναν εξάδελφό μου Κουβιδάκη Λευτέρη όπου πήγαιναν με τους θείους, τα αδέλφια της μητέρας του να πάρουν τη μητέρα του από το Νοσοκομείο όπου είχε τραυματισθή στην κοιλιακή χώρα και ήταν πολύ σοβαρά, να την πάνε στο πατρικό της σπίτι στον Άγιο Μύρονα διότι από τους βομβαρδισμούς το Νοσοκομείο είχε εγκαταληφθή από γιατρούς και δεν της έφερναν καμμιά ιατρική περίθαλψη.

Έγινε η συνεννόηση να πάω στο χωριό Σταυράκια να πω σε άλλους συγγενείς από εκεί την επόμενη οπού θα την πέρναγαν από κάτω από την Σταυρακιανή καμάρα να βοηθήσουν μέχρι τον Άγιο Μύρων.

Όταν πήγα στο χωριό όλοι οι δικοί μου είχαν φύγει φοβούμενοι επειδή ήταν κοντά στην Εθνική οδό μη τυχόν τους βομβαρδίσουν και πήγαν στο χωριό Ασίταις. Βρήκα μερικούς συγγενείς τους είπα ότι θα πέρναγαν τη θεία τραυματισμένη και να κατέβουν προς βοήθεια. Εγώ έφυγα δια το χωριό Ασίταις να συναντήσω τους δικούς μου.

Να το πω στην μητέρα όπου ήτο του αδελφού της η γυναίκα να κατέβη στον Άγιο Μύρωνα, που θα φέρουν την τραυματισμένη γυναίκα.

Δυστυχώς όμως το τραύμα ήτο μεγάλο όπου δεν το άντεξε και παραμέσα από την Σταυρακιανή γέφυρα ακριβώς στον Άγιο Αντώνιο ξεψύχησε. Το ίδιο βλήμα χτύπησε και τον θείο όπου ήτο και αυτός τραυματίας επιδεδεμένος ελαφρώς. Πήγα στο χωριό Ασίταις το είπα στην μητέρα όπου κατεβήκαμε μαζί στη κηδεία στις 30 του Μαΐου επιστρέψαμε όλοι στο χωριό μας…».

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος