Την Τρίτη 20 Μαΐου 1941, στις τέσσερις παρά τέταρτο το απόγευμα, ξεκίνησε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών στο Ηράκλειο. Τον νομό είχε διαταχτεί να καταλάβει το 1ο Σύνταγμα αλεξιπτωτιστών του Συνταγματάρχη Μπρούνο Όσβαλντ Μπρόγερ.
Στη μάχη ρίχτηκαν το 1ο Τάγμα, (Διοικητής ο Ταγματάρχης Erich Walter, περιοχή Κοκκίνη Χάνι ), το 2ο Τάγμα, (Διοικητής ο Λοχαγός Walter Burckhardt, περιοχή αεροδρομίου και Καρτερού) και το 3ο Τάγμα, (Διοικητής ο Ταγματάρχης Karl Lothar Schulz, περιοχή Λίντο, Αγία Μαρίνα, Τσαλικάκι). Το 4ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος, ρίχτηκε ως εφεδρεία στην περιοχή των Χανίων.
Ο Άγιος Μύρωνας Μαλεβυζίου, είναι ένα από τα πιο ονομαστά χωριά της Κρήτης. Κατοικείται από την αρχαία εποχή, (με την ονομασία Ραύκος). Οι Αγιομυργιανοί, διακρίνονται για τη λεβεντιά και τον πατριωτισμό τους. Συμμετείχαν σε όλους τους αγώνες για ελευθερία και δικαιοσύνη, τους χρόνους της τουρκοκρατίας, στον Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασιατική εκστρατεία, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, στη Μάχη της Κρήτης και την Αντίσταση που ακολούθησε.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίου Μύρωνα, «Ο Άγιος Μύρωνας στο πέρασμα των χρόνων», του Ιωάννη Φραγκιαδάκη και στις σελίδες 26-27, εμπεριέχονται τα ονόματα όλων των Αγιομυργιανών που πήραν μέρος στη μάχη της Κρήτης, καθώς και τα ονόματα των έξι νεκρών. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης Φραγκιαδάκης γράφει:
«…έρχεται η σειρά της Κρήτης τον Μάη του 1941. Στις 20 Μάη 1941 (πρώτη μέρα), αρχίζουν οι αεροπορικές επιδρομές, οι βομβαρδισμοί και η πτώση αλεξιπτωτιστών. Εκτός των άλλων τοποθεσιών, ο χώρος από το Γάζι έως τις σχολές του Πανεπιστημίου – που ελέγχεται από τον Αγιομυργιανό Αντισυνταγματάρχη Χαιρέτη Ευάγγελο – επιλέγεται ως χώρος ρίψης αλεξιπτωτιστών.
Στην τοποθεσία αυτή, όσοι Αγιομυργιανοί έχουν την δύναμη, αφού οι νέοι βρίσκονται ακόμα στην Αλβανία, φεύγουν με τα πόδια και πηγαίνουν στα σημεία πτώσης των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και τους πολεμούν με γκράδες, μαρτίνια και εμπροσθογεμή (δηλ. γέμιζαν από μπροστά) κυνηγετικά τουφέκια.
Οι πρώτοι που φτάνουν είναι ο Κυριακάκης Μύρων, ο Σέρδες Ευάγγελος, ο Χαιρέτης Μιχαήλ του Ιωάννου, ο Λαμπράκης Ιωάννης του Μιχαήλ, ο Μαγκουσάκης Γεώργιος του Ν. και ο Κοτσιφός Ανδρέας του Νικ. και ακολουθούν οι:
Κοτσιφός Εμμ. του Νικ., Αλατσάκης Ιωάννης του Στυλιανού, Πλερωνάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Τζουλάκης Μύρων του Στρατή, Χαιρετάκης Γεώργιος του Νικολάου, Αθανασάκης Γεώργιος του Αθαν., Ρεθεμνιωτάκης Εμμανουήλ του Νικ., Λαρεντζάκης Ιωάννης του Μηνά, Κουτσάκης Φραγκιός, Κυριακάκης Μύρων, Σπαγουλάκης Μιχαήλ, Ανωγειανάκης Ιωάννης, Ανωγειανάκης Θεμιστοκλής, του Ι., Κυριακάκης Γεώργιος, Λυρώνης Χρόνης, Σκαλανιωτάκης Στυλιανός του Μιχ. και Μαρκετάκης Μύρων του Δημητρίου.
Οι Γερμανοί υπερτερούν σε δύναμη και τις πρώτες ώρες σκοτώνεται ο Γεώργιος Μαγκουσάκης του Νικ. και συγκεκριμένα, στο χωράφι πριν το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων. Δεύτερο θύμα, ο Ανδρέας Κοτσιφός του Νικ. που σκοτώνεται στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας Τσαλικάκι. Τα ονόματά τους αναφέρονται στην επιτύμβια στήλη που βρίσκεται στην πλατεία της Αγίας Μαρίνας Γαζίου. Ο Κοτσιφός Εμμανουήλ του Ν. και ο Λυρώνης Χρόνης του Ζαχ. σκοτώθηκαν στον παραλιακό δρόμο στο Ηράκλειο.
Επίσης, στη λεωφόρο Καλοκαιρινού σκοτώνεται ο εξαίρετος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο Ταγματάρχης Μιχαήλ Τζουλάκης του Μύρωνα από τον Άγιο Μύρωνα. Ακόμα, η Αικατερίνη Κουβιδάκη – σύζυγος Δράκου, το γένος Εμμανουήλ Επιτροπάκη, κάτοικος Ηρακλείου – με την έναρξη του βομβαρδισμού του Ηρακλείου, τραυματίζεται θανάσιμα από βλήμα βόμβας. Τα αδέλφια της Χαράλαμπος και Γεώργιος και ο σύζυγός της, ξεκινούν για τον Άγιο Μύρωνα όπου από πριν έχουν μεταφέρει τα έξι παιδιά της. Στη θέση «Κουτσουνάρι» Αγίου Μύρωνα πεθαίνει από τα τραύματά της.
Το αίμα αυτών των Αγιομυργιανών – και των όποιων άλλων κρητικών – που χύθηκε τις πρώτες μέρες του ερχομού των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, δυνάμωσε και θέριεψε την αντίσταση εναντίον τους, στην τετράχρονη παρουσία τους…».
Ο Μιχαήλ Τζουλάκης του Μύρωνα γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1896, στον Άγιο Μύρωνα Μαλεβυζίου. Καταγόταν από αγροτική και πολυμελή οικογένεια. Τον Οκτώβριο του 1916 κατατάχθηκε στο στρατό και παρόλο που είχε παρακολουθήσει μόνο τη σχολή κατώτερων αξιωματικών, η εξέλιξη του ήταν ραγδαία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στο Μακεδονικό μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τραυματίστηκε πολλές φορές και τιμήθηκε με σημαντικές διακρίσεις, όπως το χρυσούν Αριστείον Ανδρείας (1925), δύο πολεμικούς σταυρούς (1918) και Διασυμμαχικό Μετάλλιο.
(πληροφορίες από εργασία μαθητών του 3ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου με θέμα:
Ταγματάρχης Μιχαήλ Τζουλάκης, Ηράκλειο, Δεκέμβριος 2011)
Ο Φρούραρχος Ηρακλείου Εμμανουήλ Τσαγκαράκης, στην έκθεσή του περιγράφει ως εξής τον θάνατο του ηρωικού Ταγματάρχη Μιχαήλ Τζουλάκη τη δεύτερη ημέρα της Μάχης της Κρήτης:
«…21 Μαΐου. Από της πρωίας νέα κύματα οπλιταγωγών εκάλυπτον και πάλιν τον ορίζοντα Ηρακλείου. Πολυάριθμοι αλεξιπτωτισταί προσεγειούντο δυτικώς της πόλεως Ηρακλείου εν ω ανηλεής βομβαρδισμός ήρξατο επί των ενετικών τειχών από Πύλης Χανίων μέχρι Γιαλί Κιόσκι (θαλάσσης). Καθίσταται πλέον πρόδηλος η πρόθεσις του εχθρού να ενεργήση την εισβολήν εντός της πόλεως Ηρακλείου εκ της πλευράς αυτής, όπερ και επραγματοποιήθη αμέσως.
Τα τείχη επί της δυτικής πλευράς της πόλεως δεν διήκον μέχρι θαλάσσης, η δε Πόρτα των Χανίων εβομβαρδίζετο συνεχώς. Εις τα δύο ταύτα σημεία οι αλεξιπτωτισταί συνεκέντρωσαν τους όλμους και τα πυρά των και επέτυχον προς στιγμήν να παραβιάσουν τας θέσεις μας και να εισδύουν εντός της πόλεως εκ δύο διευθύνσεων. Μία δύναμις προήλασε δια Χανίων Πόρτας προς Πλατεία Στράτα και έφθασε μέχρι Μεϊντάνι, ολίγον τι έξωθεν του φρουραρχείου.
Κατά της προκεχωρημένης ταύτης δυνάμεως ενεργήσαμεν αμέσως αντεπίθεσιν με ολίγους άνδρας του Φρουραρχείου και ενόπλους πολίτας και επετύχομεν την άμεσον υποχώρησίν των προς Χανίων Πόρταν. Άμα τη εκδηλώσει της αντεπιθέσεως έπεσεν ο Ταγματάρχης Τζουλάκης Μιχαήλ βληθείς εις την κοιλίαν..ª».
Ένας από τους ελεύθερους σκοπευτές και προσωπικός φίλος του Μιχαήλ Τζουλάκη που έπεσε μαζί του στο Ηράκλειο από τις σφαίρες των γερμανών αλεξιπτωτιστών, ήταν ο Ιωάννης Προεστάκης από το χωριό Σκινιάς Μονοφατσίου. Ο Γεώργιος Μιζεράκης, Αντ/ρχης ε.α. και Αντιστασιακός από τον Σκινιά Μονοφατσίου, στις 12 Μαΐου 2016, γράφει για τον Μιχάλη Τζουλάκη και τον Ιωάννη Προεστάκη:
«…όταν οι Γερμανοί με τους αλεξιπτωτιστές και την ισχυρή αεροπορία τους την 20η Μαΐου 1941 επιτέθηκαν να σκλαβώσουν την Κρήτη, δεν άντεξε να βρίσκεται στο χωριό του το Σκινιά και να παραμένει αδρανής.
Πήρε το κοντό «γκρανάκι» του που το φύλασσε στο σπίτι του ως ιερό κειμήλιο, αποχαιρέτησε τη γυναίκα και τα δυο μικρά παιδιά του, το Μανόλη και τη Στέλλα και αναχώρησε για το Ηράκλειο, όπου έπεφταν οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές και γίνονταν σκληρές και φονικές μάχες.
Μόλις έφτασε στο Ηράκλειο μπήκε αμέσως στη μάχη. Μέσα στη φωτιά της μάχης, συνάντησε τον εκλεκτό φίλο του, τον Ταγματάρχη Μιχαήλ Τζουλάκη, που κι αυτός μάχεται κατά των αλεξιπτωτιστών. Εντάσσεται στη δύναμη του φίλου του, του Ταγματάρχη Μιχαήλ Τζουλάκη και μαζί πλέον μάχονται στο κέντρο του Ηρακλείου.
Εκεί δυτικά από την πλατεία Νικηφόρου Φωκά, στη σημερινή οδό Μιχαήλ Τζουλάκη (Ταγματάρχη), πέφτει νεκρός από γερμανική σφαίρα. Εκεί πλησίον πέφτει νεκρός και ο φίλος του, αγνός και φλογερός πατριώτης, Ιωάννης Εμμανουήλ Προεστάκης από άλλη γερμανική σφαίρα, μετά από λίγη ώρα…»ª.
Εργασία τεσσάρων μαθητριών του 3ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου το 2011 με τίτλο: ìΜνημεία του Ηρακλείου: Ιστορία και Μνήμηî, αφιερώνεται στον Ταγματάρχη Μιχαήλ Τζουλάκη. Οι μαθήτριες, μεταξύ άλλων γράφουν:
«…την πρώτη μέρα της μάχης της Κρήτης (20/5) οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπεφταν σε περιοχές εκτός των τειχών του Ηρακλείου. Αναχαιτίζονταν όμως από Άγγλους και ντόπιους και δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη.
Τη δεύτερη μέρα (21/5) οι αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν δυτικά των τειχών του Ηρακλείου, στην περιοχή έξω απ’ τη Χανιώπορτα, που την εποχή εκείνη ήταν αραιοκατοικημένη. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη κατευθύνθηκε προς τον παραλιακό δρόμο και από κει βάδιζε προς το λιμάνι του Ηρακλείου με στόχο να το καταλάβει. Η δεύτερη ομάδα κατάφερε να περάσει τη Χανιώπορτα και να εισέλθει
στην εντός των τειχών πόλη. Άρχισε να ανεβαίνει την «Πλατιά Στράτα» (σημερινή οδό Καλοκαιρινού) και έθεσε στον έλεγχο της την περιοχή της πλατείας Αγίας Αικατερίνης. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης (Μεϊντάνι), για να καταλάβει το Φρουραρχείο. Οι Γερμανοί της ομάδας αυτής συνάντησαν όμως αντίσταση και οχυρώθηκαν μπροστά από το κατάστημα «Καβαλάκη» στην οδό Καλοκαιρινού, όπου υπήρχε μια πρόχειρη οχύρωση με σάκους από άμμο.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο τότε Διοικητής χωροφυλακής Ηρακλείου Μαν. Πιτικάκης,
…τότε ο ηρωικός Ταγματάρχης Τζουλάκης [που βρισκόταν στο Φρουραρχείο] αντί να περιμένει παθητικά την προσέγγιση των αλεξιπτωτιστών σηκώνεται όρθιος και με το πιστόλι στο χέρι προχωρεί αποφασιστικά προς τα κάτω, προκαλώντας όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν. Η απόφαση τούτη του γενναίου αξιωματικού, υπήρξε πραγματικά παράτολμη κι απερίσκεπτη και δεν εξηγείται, παρά μονάχα με το ξεφρένιασμα που ένιωσε ο ενθουσιώδης αυτός πατριώτης, βλέποντας τους Γερμανούς στην καρδιά της πόλεως.
Μάταια τον αποτρέπουν απ’ ολόγυρα και του συνιστούν να φυλαχθεί από τους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι μ’ ένα πολυβόλο είχαν οχυρωθεί πίσω από ένα σωρό αμμόσακους έξω από το κατάστημα Καβαλάκη. Με μία χειρονομία περιφρονήσεως προς τον κίνδυνο και το θάνατο, προχωρεί ακάλυπτος ακολουθούμενος από μερικούς ένοπλους. Δεν κάνει όμως μερικά βήματα και μια ριπή ρίχνει νεκρό το άξιο παλικάρι…».
Ο Γεώργιος Μαγκουσάκης του Νικολάου από τον Άγιο Μύρωνα, πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης με την ομάδα του Καπετάν Χρήστου Μπαντουβά. Σκοτώθηκε πολεμώντας όρθιος στη ευρύτερη περιοχή της θέσης «Γιοφυράκια», πριν το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων, τη δεύτερη μέρα της Μάχης στις 21 Μαΐου 1941. Ο καπετάν Χρήστος Μπαντουβάς, στις «Ιδιόχειρες Σημειώσεις» του, στη σελίδα 4 περιγράφει τον θάνατο του παλικαριού:
«…επήγα στο χωργιό μου τις Άνω Ασίτες και εμάζεψα 30 ανθρώπους, μεταξύ αυτών Ιωάννης Χρονάκης, Ιωάννης Ε. Αποστολάκης, Ιωάννης Γ. Μπαντουβάς, Εμμανουήλ Αγιομυργιανάκης, Απόστολος Αγιομυργιανάκης και άλλοι πολλοί που μου διαφεύγουν τα ονόματά τους. Εν τω μεταξύ επεράσαμε από τον Άγιο Μύρο και επήρα και από εκεί και άλλους άνδρες, μεταξύ αυτών ήταν ένα γενναίο παλικάρι, ο αείμνηστος Γεώργιος Μαγκουσάκης και ο Φανούρης Χαιρέτης.
Μου λέει ο Μαγκουσάκης ότι έχει ένα γκραδάκι αλλά δεν έχει σφαίρες και μου λέει ότι του Καπετάν Μιχάλη η γυναίκα έχει, (ο Καπετάν Μιχάλης Χατζάκης επί Τουρκοκρατίας), και άμα πας θα σου δώσει και έτσι έγινε. Με μεγάλον ενθουσιασμό μου τις έδωσε και τις μοίρασα σε όσους είχαν γκράδες και εφύγαμε για το Ηράκλειο. Όταν πλησιάζαμε τις γραμμές των Γερμανών στα Γιοφυράκια τος ε-λέω να κάμομε ένα καλό σχέδιο και να εξοντώσουμε τους Γερμανούς και έτσι έγινε.
Έγινε μεγάλη μάχη και ο Γεώργιος Μαγκουσάκης επήγαινε όρθιος και επολεμούσε σαν λιοντάρι και τον επισήμαναν οι Γερμανοί και του έβαλαν με το πολυβόλο και τον εβρήκε μία ριπή κατάστηθα. Και όταν επήγα εκεί που είχε πέσει μου λέει “έτσι ήταν τυχερό μου” και σφίγγει τους γρόθους του και εξεψύχησε. Εκεί ετραυματίστηκε και ο Ιωάννης Διαμαντάκης και ένας Κεφαλογιάννης Ιωάννης ή Πατζός…ª.
Ο Ανδρέας Κοτσιφός του Νικολάου από τον Άγιο Μύρωνα, παίρνει μέρος στη Μάχη της Κρήτης και σκοτώνεται στην περιοχή Αγίας Μαρίνας στο Τσαλικάκι.
Ο Εμμανουήλ Κοτσιφός του Νικολάου και ο Χρόνης Λυρώνης του Ζαχαρία από τον Άγιο Μύρωνα, μάχονται τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές και σκοτώνονται στην παραλιακή οδό του Ηρακλείου. Ο Εμμανουήλ Κοτσιφός και ο Ανδρέας Κοτσιφός ήταν αδέλφια.
Η Αικατερίνη, σύζυγος Δράκου Κουβιδάκη, το γένος Εμμανουήλ και Μαρίας Επιτροπάκη, γεννήθηκε στον Άγιο Μύρωνα το 1896. Είχε δύο μικρότερα αδέλφια, τους Γιώργη και Χαραλάμπη. Το πατρικό τους βρίσκονταν ανατολικά του Σχολείου, στην κορυφή με το ρολόι. Αρραβωνιάστηκε όταν ήταν 16 χρονών τον Δράκο Κουβιδάκη του Ιωάννου και της Μαρίας, που είχε γεννηθεί στα Σταυράκια Ηρακλείου το 1886. Ο Δράκος, ακραιφνής Βενιζελικός, έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους με το Εθελοντικό Σώμα του,, (κατόπιν Υπουργού Οικονομικών), Γεωργίου Μαρή και τραυματίστηκε στα υψώματα των Ιωαννίνων.
Μετά την επιστροφή του στην Κρήτη, το 1918, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη και διέμειναν στο Ηράκλειο, στην οδό Τυλίσσου στο Καμαράκι. Ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές (μεσίτης, κτηματίας, έμπορος κ.α.) και υπηρέτησε ως Γενικός Επόπτης των Αποθηκών των Σταφιδεργοστασίων, Υπογραμματέας στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου και Δημοτικός Σύμβουλος Ηρακλείου (1929-33). Απεβίωσε στην Αθήνα το 1974.
Με την Αικατερίνη απέκτησαν έξι παιδιά: την Μαρίκα σύζ. Ιωάννου Καναβάκη, την Λιλίκα σύζ. Μιχαήλ Βουλγαράκη, τον Λευτέρη σύζ. Ρεψιμίας Καψαλάκη, την Αύρα σύζ. Κωνσταντίνου Βορεάδη, την Αλκυόνη συζ. Παναγιώτη Καλοχριστιανάκη και την Νόρμα συζ. Εμμανουήλ Βερβεράκη.
Η Καντή και ο Δράκος τραυματίστηκαν στη γερμανική εισβολή στα τέλη Μαΐου του 1941 στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου– Τριών Πεύκων στο Ηράκλειο όταν έπεσαν πάνω σε Γερμανούς. Η Καντή, όταν αντιλήφθηκε ότι θα τους πυροβολήσουν, βγήκε μπροστά από τον Δράκο για να τον προστατέψει. Η σφαίρα την διαπέρασε στην κοιλιακή χώρα και κατόπιν τον Δράκο κάτω από τον ώμο, τραυματίζοντάς τον ελαφριά.
Εισήχθησαν και οι δύο για νοσηλεία στο Πανάνειο Νοσοκομείο, αλλά το τραύμα της Καντής ήταν πολύ σοβαρό και η πληγή κακοφόρμισε. Με τους βομβαρδισμούς το νοσοκομείο υπολειτουργούσε και η Καντή, που κατάλαβε ότι θα πέθαινε, ζήτησε να την πάνε στον Άγιο Μύρωνα να δει τα παιδιά της που τα είχαν στείλει να μείνουν εκεί λόγω των βομβαρδισμών του Ηρακλείου. Ειδοποίησαν στο χωριό και κατέβηκαν τότε τα δύο αδέλφια της με τον 19χρονο γιο της Λευτέρη, φέρνοντας μαζί τους και ένα μουλάρι.
Σταμάτησε ο Χαραλάμπης με το μουλάρι στο Γιόφυρο, όπου είχε αμπέλια ο Δράκος, και ο Λευτέρης με τον Γιώργη μπήκαν στην πόλη για να διερευνήσουν το δρόμο που θα μεταφέρουν τους τραυματίες. Πήγαν με ένα αυτοσχέδιο φορείο (από μια πόρτα) και τους πήραν, την Καντή στο φορείο τον Δράκο υποβασταζόμενο, μέχρι την περιοχή του Γιόφυρου, όπου είχαν συνεννοηθεί να τους περιμένει ο Χαραλάμπης με το ζώο.
Ο ελαφρύτερα τραυματισθείς Δράκος κάθισε στο μουλάρι και το φορείο με την Καντή, που βογκούσε από τους πόνους, το έδεσαν από τη μια μεριά πίσω από το ζώο και από την άλλη το κρατούσαν με τα χέρια τους. Ακολούθησαν την πορεία κατά μήκος του ποταμού Γιόφυρου προς Φοινικιά, με σκοπό να ανέβουν προς την Ξηρολιά (ύψωμα δυτικά του Δρακουλιάρη), να κατέβουν προς το δρόμο για Μεσαρά και κατόπιν, μετά τη Σταυρακιανή Καμάρα, να ανέβουν στον Άγιο Μύρωνα.
Στην Ξηρολιά αντιλήφθηκαν ομάδα αλεξιπτωτιστών μέσα στα αμπέλια. Τα δύο αδέλφια, που ήταν οπλισμένα, συνεννοήθηκαν να ακολουθούν κρυμμένοι και να επέμβουν αν χρειαστεί, ο δε Λευτέρης να συνεχίσει την πορεία σηκώνοντας το φορείο με τη μητέρα του και τον πατέρα του πάνω στο μουλάρι. Όταν οι Γερμανοί τους αντιλήφθηκαν, τους πλησίασε ένας και κόλλησε το όπλο στο στήθος του γιου – σε διήγησή του, ο τελευταίος, ανέφερε ότι άκουγε τότε την καρδιά του να κτυπάει στις φλέβες του λαιμού.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε από τα αμπέλια ο διοικητής της μονάδας και τον ρώτησε: mama; Ο Λευτέρης απάντησε: mama και papa. Έδωσε διαταγή και τους άφησαν να φύγουν χωρίς να τους πειράξουν.
Στη συνέχεια κατηφόρισαν τον δρόμο για Μεσαρά και συναντήθηκαν ξανά με τα δύο αδέλφια. Στην πορεία βρήκαν μια ροδαρά και για να μην χτυπά ο ήλιος της Καντή στο κεφάλι, της έπλεξαν στεφάνι και της το φόρεσαν.
Μετά τη Σταυρακιανή καμάρα σταμάτησαν στον Άγιο Αντώνιο, στην πηγή. Η Καντή, που υπέφερε από αφυδάτωση, ζήτησε επίμονα να πιεί λίγο νερό. Την λυπήθηκαν και, παρά το ότι οι οδηγίες των γιατρών ήταν να της βρέχουν μόνο τα χείλη, της έδωσαν να πιεί. Εκεί ξεψύχησε. Κλείσανε τα μάτια της και την ανέβασαν κλαίγοντας προς στο χωριό, την πήγαν στο πατρικό της σπίτι και ειδοποιήσανε τα κορίτσια της που έμεναν έξω από το χωριό, στη Χαλέπα, ότι η μάνα τους πέθανε και να έλθουν. Η κηδεία της έγινε στον Άγιο Μύρωνα στις 30 Μαΐου 1941.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος