Μετά τη σχεδόν δεκαετή επανάσταση της Κρήτης (1821-1830), παράλληλα με εκείνη της υπόλοιπης Ελλάδας, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22-01-1830) δημιουργείται ένα μικρό, ελεύθερο και ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, με σύνορα από τις εκβολές του Ασπροπόταμου (Αχελώου) ως τις εκβολές του Σπερχειού, μαζί με την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Δηλαδή χωρίς την Κρήτη, «τον δεξιόν οφθαλμόν του Έθνους», όπως την αποκαλεί ο Εμμανουήλ Τομπάζης, Αρμοστής της Κρήτης, σε αναφορά του προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Γεώργιο Κουντουριώτη (02-03-1824).

Η Αγγλία, στοχεύοντας στην καταπολέμηση των ρωσικών συμφερόντων στη Μεσόγειο, μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και τη Συνθήκη της Ανδριανούπολης, που μετέτρεψε την Τουρκία σε υποχείριο της Ρωσίας, αποφάσισε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μικρού Ελληνικού κράτους. Η Τουρκία τον Απρίλιο συμφώνησε με όλα τα παραπάνω και βιάστηκε να πάρει αμέσως μέτρα (με το φιρμάνι της 6ης Ιουνίου 1830), ώστε να μη χάσει την Κρήτη. Ύστερα την εκχώρησε στην Αίγυπτο ως αμοιβή για τη βοήθειά της στην κατάπνιξη της Ελληνικής Επανάστασης, αντί μεγάλου εφάπαξ χρηματικού ποσού που στο εξής θα γινόταν ετήσιο. Ο διακανονισμός των συνόρων έγινε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 30-08-1932.

Στην επαναστατημένη από τον Απρίλιο του 1821 Κρήτη (η Γενική Συνέλευση των Κρητών κήρυξε από τα Σφακιά την επανάσταση στις 29-05-1821), δεν ήρθε η ελευθερία το 1830. Τη λύση αυτή επέβαλε η αγγλική διπλωματία, που ήταν σταθερά εχθρική στο ζήτημα της κρητικής ελευθερίας (Θ. Δετοράκης, Ιστορια της Κρήτης, σελίδα 349). Ο αιματηρός αγώνας συνεχίστηκε επί 70 χρόνια ακόμη, με εκατόμβες στις επαναστάσεις 1866, 1878, 1889, 1897-98. Μέχρις ότου, τον Αύγουστο του 1898, ο φόνος των 17 Άγγλων και του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού προκάλεσε την άμεση αντίδραση των Άγγλων, που έδωσαν τέλος στα δεινά της Κρήτης.

Οι θυσίες των Κρητών, έναν ολόκληρο αιώνα, ήταν ανυπολόγιστες. Συγκίνησαν την κοινή γνώμη της Ευρώπης, δεν άλλαξαν όμως την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, που αγωνίστηκε λυσσωδώς να κρατήσει την Κρήτη κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, εξυπηρετώντας τα σχέδιά της, τον απόλυτο έλεγχο δηλαδή της Ανατολής, όπως έκανε και στο Βˊ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδιάζοντας την αυτονόμηση και κυπροποίηση της Κρήτης, την επικυριαρχία της, δηλαδή, στο νησί.

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο η Κρήτη έμεινε έξω από την ελεύθερη Ελλάδα συνεχίζοντας 70 ακόμη χρόνια τους ποταμούς των αιμάτων, προκάλεσε την οργή του Κρητικού Λαού που εκφράστηκε δια του Κρητικού Συμβουλίου κατά των Ευρωπαίων και του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως βλέπομε στην προκήρυξή του (22-04-1830). «Προς τους Έλληνας : …ημείς δεν ευρίσκομεν αλλού την σωτηρίαν μας παρά εις τα όπλα μας και εις αυτόν τον έντιμον θάνατον· και αν η Χριστιανοσύνη μάς παραδώση εις την ασπλαχνίαν των Τούρκων, αφού κατασφάξωμεν απαθώς τας γυναίκας, τα τέκνα και τους γέροντάς μας, ας γενώμεν και ημείς θύματα, αλλά θύματα ένδοξα σταθερότητος και των απαραγράπτων δικαίων μας…».

Τέσσερις μήνες μετά, τον Αύγουστο του 1830, οι Τούρκοι άρχισαν πάλι τις παραβιάσεις, τη σφαγή και την αιχμαλωσία των Κρητών, όπως βλέπομε σε έγγραφο προς τον Νικόλαο Ρενιέρη, αντιπρόσωπο του Καποδίστρια στην Κρήτη «…εις τας αγυιάς των φρουρίων της Κρήτης πωλούνται απανθρώπως, ως κρέατα, αι θυγατέρες, αι αδελφαί, αι γυναίκες και τα φίλτατα τέκνα των Κρητών Ελλήνων».

Τα δύο παρακάτω ιστορικά δημοτικά τραγούδια, δημιουργήματα απλών ανθρώπων της αγροτικής και κτηνοτροφικής Κρητικής κοινωνίας – κύριος φορέας του λαϊκού πολιτισμού – είναι η έκφραση της απογοήτευσης από τους ομόδοξους Ευρωπαίους (Φράγκους) που καταδίκασαν την Κρήτη στη συνέχιση της σκλαβιάς. Είναι επίσης έκφραση μεγάλης οργής.

Το πρώτο, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, αναφέρει όσα έχει πληροφορηθεί ο ποιητής για το γεγονός. Το δεύτερο, σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο, θα μπορούσε να τραγουδηθεί στο σκοπό που άκουσα να τραγουδούν, μικρό παιδί, στο χωριό μου, τη «Βοσκοπούλα».

Τα δύο δημοτικά ιστορικά τραγούδια είναι παρμένα από τη συλλογή του Νικολάου Πολίτη, του σπουδαίου πνευματικού ανθρώπου που ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφία, με σκοπό τη μελέτη των υλικών και πνευματικών μνημείων του λαϊκού πολιτισμού, για να καταδείξουν τη συνέχεια του Ελληνισμού, ως αντίδραση της αμφισβήτησης της συνέχειας αυτής από το Γερμανό Φαλμεράυερ (1830). «Τα δε τραγούδια εγκατοπτρίζουν πιστώς και τελείως τον βίον και τα ήθη, τα συναισθήματα και την διανόησιν του  Ελληνικού Λαού και εξωραΐζοντα δια του ποιητικού διακόσμου, αναζωπυρούν τας αναμνήσεις των Εθνικών περιπετειών». Έτσι γράφει στον πρόλογο της έκδοσης ο Ν. Πολίτης.

Τα ιστορικά αυτά δημοτικά τραγούδια από μόνα τους έχουν να μας πουν πολλά. Και τα δύο, μαζί με την απογοήτευση και την οργή κατά των Ευρωπαίων, διατρανώνουν και την αποφασιστικότητα των Κρητικών να συνεχίσουν και μετά το 1830 τον αγώνα τους για την απελευθέρωση της Κρήτης.