Με το που μεγάλωσα, απόχτησα και καινούργιους συγγενείς και δυο κτήματα σε ανατολικό προάστιο του Ηρακλείου. Σιγά-σιγά τους γνώρισα όλους, αλλά ιδιαίτερη εντύπωση μού’κανε η Κυρά-Μάρω, μια θεία, που είτε ντόπιος, είτε περαστικός κατέθετε τα διαπιστευτήριά του στο σπίτι της. Με ένα-δυο κουβέντες, ένα-δυο πειράγματα και ένα-δυο ρακές τά’λεγε όλα και πλυμένα και άπλυτα και έφευγε ευχαριστημένος και ανακουφισμένος, σαν να είχε εξομολογηθεί στον παπά. Μεγάλης εμβέλειας πρακτορείο ειδήσεων η θεία.

Γέρους τους έβλεπα, είχαν βέβαια συνταξιοδοτηθεί από τον ΟΓΑ, χωρίς παιδιά, αλλά «δεν είχε ένα καημό αλλά πολλούς» που λέει ο λαός, γιατί όλοι είμαστε παιδιά της. Φωναχτά κουβέντιαζαν με τον μπάρμπα-Κωστή και δεν ήξερες αν μάλωναν ή όχι. Έξυπνος, ωραίος, δυο μέτρα και όλα τα γεωργικά εργαλεία αγκομαχούσαν στα χέρια του. Δεν είχε μεταφορικό μέσο, ούτε ζωντανό, για τα χωράφια, τις ελιές και το περιβόλι. Όλα στον ώμο, στο δίτροχο και στο χωριό. Στο σπίτι τον περίμενε με τα όλα της η  κυρά του: «Καλώς τονε». Έτοιμο το προσφάι του, η ρακή του,  σινιαρισμένη, φρέσκια, να του χαϊδεύει τα μαλλιά  και έτοιμη για όλα.

«Στον αράθυμο (ζωηρό, ευέξαπτο) τον άντρα όταν δεν εναντιώνεσαι, τον έχεις σκλάβο». Πολλές φορές σκεφτόμουν πώς τα κατάφερε αυτή η γυναίκα με το μεγάλο στρογγυλό με φακίδες, κρεατοελιές και ασιδέρωτο (ζαρωμένο) πρόσωπο, με δυο μεγάλα στρογγυλά μάθια που σ’ έσφαζαν. Είχε και μια φωνή, που όταν γελούσε με το δυνατό, το καναρινί κακάρισμά της, την άκουγε όλο το χωριό. Η συμπεριφορά της την ομόρφαινε, αν και πολλές φορές μου φαινόταν κακάσχημη.

Πίσω από το σπίτι της, αλλά σε χαμηλό επίπεδο ήταν το κτήμα μου και επικοινωνούσαμε από ένα μικρό παράθυρο. Εκεί πίσω κρεμούσε τα sexy εσώρουχά της και διερωτώμουν, αφού δεν υπάρχει εκεί κοπελίτσα, τίνος είναι;  Μια φορά τα είχε πάρει ο νότος, τα είχε κρεμάσει στις ελιές και μου φώναξε να της τα πάω. Καταντράπηκε.

Μια μέρα γύρω στις δέκα είχα κουραστεί στο κτήμα, λέω, να πάω να πιώ μια ρακή στης θείας. Ανεβαίνω, πλησιάζω στο σπίτι και ενώ ήταν πάντα ανοιχτό, ήταν κλειστό, αλλά έξω στο πεζοδρόμιο ήταν τραπέζι, δυο ποτηράκια και ένα μπουκάλι ρακή. Κάθομαι, πίνω μια και ακούω μέσα θόρυβο και το κακαριστό, πνιχτό γέλιο της κυρά Μάρως. Λέω, νά τα τα κακά μαντάτα, νταλκάδες η κυρά Μάρω. Ας φύγω.

Κάνοντας το γεωργό είχα μόνο ένα σκαλιστήρι και ένα σαρακάκι. Δυο-τρεις φορές το χρόνο έπαιρνα την ψεκαστήρα του μπάρμπα Κωστή. Όταν πήγαινα να τη ζητήσω και ήταν στο σπίτι η κυρά Μάρω, μου έδινε το κλειδί, ξεκλείδωνα μια πόρτα από την κουζίνα, κατέβαινα μερικά σκαλιά και βρισκόμουν σε μια υπόγεια αποθήκη, με μοναδικά σκεύη, δυο τρεις ραβδιστήρες, μερικά πανιά για τις ελιές, τσάπες, φθιάρια και στην κάτω μεριά ένα παλιό ψυγείο παροπλισμένο. Έπαιρνα λοιπόν την ψεκαστήρα, πήγαινα, έκανα τη δουλειά μου, την επέστρεφα στη θέση της, κλείδωνα και έδινα τα κλειδιά της κυρά Μάρως. Όταν τύχαινε να είναι στο σπίτι ο μπάρμπα Κωστής και ζητούσα την ψεκαστήρα, δεν μου έδινε το κλειδί, αλλά κατέβαινε ο ίδιος και μου την έφερνε με μεγάλη δυσκολία, γιατί είχε γεράσει πια. Απορούσα, γιατί να μην μού’χει εμπιστοσύνη, να κατέβω στο υπόγειο, αφού δεν είχε μέσα τίποτα, για να του πάρω.

Μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό μου. Πεθαίνοντας ενδιαφέρθηκαν τα πιο κοντινά ανίψια για τα νεκρικά νόμιμα. Και λέει ο λαός (όχι εγώ, συγγνώμη): «Όπου δεν δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάολος ανίψια». Κατέβασαν λοιπόν τα ανίψια όλο το σπίτι κάτω, μήπως βρουν κανένα θησαυρό. Όντως, ο κάτω θάλαμος του χαλασμένου ψυγείου ήταν γεμάτος λεφτά. Πολλά, μα πολλά εκατομμύρια σε δραχμές. Μάλλον ήταν από τις οικονομίες του μπάρμπα και από τις απαλλοτριώσεις που πήρε από κάποια χωράφια στη βιομηχανική περιοχή. Ακόμη με βασανίζει: Αν άνοιγα το ψυγείο, όταν έπαιρνα την ψεκαστήρα και έβλεπα τα λεφτά, τι θα έκανα; Αποκλείεται να τα έπαιρνα όλα, αλλά ίσως τα μισά, ή μερικά, ή καθόλου. Ακόμη δεν έχω καταλήξει, αν και έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια. Έχει κανείς καμιά ιδέα, μήπως και ησυχάσω; Ας είναι ελαφρύ το χώμα… γιατί ήταν φιλόξενοι και χαρούμενοι άνθρωποι.

Ουφ… τίποτα δεν είναι τυχαίο.

 

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συνταξιούχος  καθηγητής