Έφυγε πριν λίγες ημέρες πλήρης ημερών, ως το τέλος ζωντανή και δημιουργική, η Αντωνία Σηφάκη – Κονιού. Έζησε όλα της τα χρόνια στα Καστελλιανά Μονοφατσίου, ένα ωραίο χωριό στο δρόμο προς τον Τσούτσουρο δίπλα στο φρούριο Μπελβεντέρε, στην αρχαία πόλη Πριανσό. Εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκε μόνιμα η ανωγιανή οικογένεια του Μιχάλη Κουτεντάκη ή Σακουλομιχάλη. Γιος του ήταν ο δάσκαλος Γιάννης Κουτεντάκης, η πολυμελής οικογένεια του οποίου αποτελεί υψηλό παράδειγμα προσφοράς για την ελευθερία στη διάρκεια της Κατοχής.
Γιατί μπήκαν όλοι τους μετά τη δεκαήμερη Μάχη της Κρήτης στην πρώτη αντιστασιακή οργάνωση Κρητική Επαναστατική Επιτροπή και έδωσαν τα πάντα, υλικά και ηθικά. Επίσης τρία θύματα μεταξύ των εξηνταδύο μαρτύρων, ενώ από θαύμα γλύτωσε τη ζωή του ο δικηγόρος γιος του Γιώργης, βασικό στέλεχος και υπεύθυνος των οικονομικών της Οργάνωσης.
Την Οργάνωση αυτή δημιούργησαν από το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1941 κάτοικοι του Ανατολικού Μονοφατσίου και της Βιάννου. Είχε κέντρο τη Βιάννο και τον Τσούτσουρο, στις σπηλιές του οποίου είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες σύμμαχοι και ντόπιοι, για να φύγουν με την πρώτη ευκαιρία στη Μέση Ανατολή, ενισχύοντας το Συμμαχικό Στρατό του Αφρικανικού Μετώπου.
Η 17χρονη τότε Αντωνία Σηφάκη μαζί με τη μητέρα της Μαρία έμεναν απέναντι από το σπίτι του συγγενή τους δασκάλου Γιάννη Κουτεντάκη. Εκεί έζησαν και μετά το γάμο της με το Δημήτρη Κονιό, αγωνιστή της Αντίστασης δίπλα στον εξάδελφό του Βασίλη.Με την Αντωνία είχα συνάψει πολύ φιλικές σχέσεις. Με γοήτευε η εφηβεία της ψυχής της, η ζωντάνια και η εξυπνάδα της. Ήταν το σπίτι της ο σταθμός μου στο πήγαινε – έλα μου στον Τσούτσουρο. Αμέτρητες ώρες μιλούσαμε μ’ αυτήν και τον άνδρα της για την Αντίσταση. Κάποιες αφηγήσεις τους που κατέγραψα αποτελούν στολίδι της πολύτιμης προφορικής ιστορίας.
Αυτές τις μέρες που γιορτάζομε τη λαμπρή επέτειο του υπερήφανου αγώνα των πατεράδων και των μανάδων μας, της πλειονότητας του λαού μας, ενάντια στον απρόκλητο και αλαζόνα κατακτητή το Μάη του 1941, ταιριάζει νομίζω να κατευοδώσω την Αντωνία Σηφάκη – Κονιού με μια της αφήγηση.
Σαν απόδοση ευγνωμοσύνης και τιμής σε όλους τους απλούς ανθρώπους, που αυθόρμητα, ανθρώπινα, ανυστερόβουλα ρίσκαραν τη ζωή τους πολεμώντας τους αλεξιπτωτιστές και ύστερα τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές, προχωρώντας ως την αυτοθυσία. Δαχτυλοδειχτώντας το δρόμο της τιμής στην τότε ελληνική πολιτική ηγεσία, καθώς και σ’ όλο τον κόσμο. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι, οι γεωργοί και οι βοσκοί, χωρίς τους οποίους, όπως παραδέχονται και οι Βρετανοί κατάσκοποι, ούτε μια μέρα δε θα μπορούσαν να μείνουν και να δράσουν στην Κρήτη.
Η αφήγηση της Αντωνίας αναφέρεται στη φοβερή και ηρωική μέρα των Καστελλιανών, την 5η Φεβρουαρίου 1942. Τότε οι Γερμανοί είχαν πια οργανώσει τέλεια το κατασκοπευτικό τους δίκτυο με επικεφαλής το δαιμόνιο Χάρτμαν.
Είχαν μάθει για τα όπλα που ήρθαν στις 15 Ιανουαρίου 1942 στον Τσούτσουρο από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής για τους αντάρτες και ερευνούσαν επίμονα τον Τσούτσουρο και τα Καστελλιανά, αναζητώντας το δικηγόρο Γιώργη Κουτεντάκη, που είχε περάσει την νύχτα εκεί στο σπίτι του αδερφού του. Οι Γερμανοί έχουν δημεύσει την περιουσία του και τον έχουν επικηρύξει. Η Αντωνία Σηφάκη θα τον σώσει από τη σύλληψη και το μαρτυρικό θάνατο.
Εκείνη τη μέρα όλοι οι Καστελλιανοί έγραψαν τη θαυμαστή τους, άγνωστη στους περισσότερους, ιστορία. Όλοι οι άνδρες περίμεναν τη σειρά τους έξω απ’ το γραφείο της Κοινότητας, μέσα στο οποίο οι Γερμανοί ανακρίνουν λεπτομερώς έναν – έναν, ψάχνοντας το Γιώργη Κουτεντάκη. Ένας – ένας ανακρινόμενος, βεβαιώνει πως ο Γιώργης Κουτεντάκης δεν είναι στο χωριό, ενώ ο γερο – παπάς του χωριού δηλώνει στους Γερμανούς:«Αν τον βρείτε, να με εκτελέσετε αμέσως». Κανείς δε λυγίζει στη σκέψη πως ο καταζητούμενος περιμένει έξω στη γραμμή. Ο ίδιος ο Γιώργης Κουτεντάκης στο ημερολόγιό του γράφει τα σχετικά γεγονότα, κρατώντας τον αναγνώστη με κομμένη την ανάσα (Άννας Μανουκάκη, «Πολεμικά Ημερολόγια Αντώνη Φάκαρου και Γιώργη Κουτεντάκη», σελίδες 200 – 210, εκδ. Δήμου Ηρακλείου, 2011).
Διαβάζοντας το κείμενο που μου αφηγήθηκε συγκινημένη στο σπίτι της στα Καστελλιανά στις 2-11-2016 η ηρωική Αντωνία Σηφάκη – Κονιού, ας της ευχηθούμε καλό ταξίδι στην αιωνιότητα. Με ευγνωμοσύνη για την προσφορά της στον αγώνα της ελευθερίας και της τιμής ενάντια στον απρόκλητο αλαζόνα κατακτητή.
Αφήγηση (Καστελλιανά 2 Νοεμβρίου 2016)
‘Γεννήθηκα στα Καστελλιανά το 1924, είμαι δηλαδή ενενήντα δυο χρονώ. Οι γονείς μου ήταν ο Μανώλης Σηφάκης και η Μαρία Κηπαράκη. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Πέθανε από πνευμονία, όταν ήμουν τριών μηνών. Ήμουν δεκαεφτά χρονώ, όταν έγιναν αυτά που θα σου πω.
Είχαμε στενές σχέσεις με την οικογένεια του δασκάλου Γιάννη Κουτεντάκη. Τα σπίτια μας ήταν απέναντι και από την νοτική πλευρά μας ήταν το πετρόχτιστο σπίτι του αδερφού του Παυλή, γραμματέα και προέδρου του χωριού μας. Ήμουνα τριών μηνών πρώτη από τη μικρότερή τους, την Κούλα. Είχαμε ωραίες σχέσεις στην Κατοχή. Εγώ ήμουνα ψύχραιμη και έσωσα το 1942 τον αδερφό τους το δικηγόρο. Και αργότερα τον πατέρα τους, το δάσκαλο, που έπαθε εγκεφαλικό.
Το Φεβρουάριο του 1942 ήμουν δεκαέξι – δεκαεφτά χρονώ κοριτσάκι. Ξυπνήσαμε το πρωί και ήταν κυκλωμένο όλο το χωριό από Γερμανούς. Ήρθανε στου Κουτεντάκη μέσα το σπίτι και οι γέροι ήταν ακόμη στο κρεββάτι.
Πάνοπλοι οι Γερμανοί ψάχνανε το σπίτι. Εγώ ήμουνα με τη μάνα μου στο κουζινάκι μας, όπου κατεβαίναμε από την αυλή με τρία τέσσερα σκαλοπάτια. Η γιαγιά μου μόλις είδε τον κίνδυνο πήγε στου αδερφού της, του δασκάλου του Κουτεντάκη, για συμπαράσταση. Στο κουζινάκι μας, ανάβαμε στην παραστιά φωτιά και έβραζα τσάι. Στο μεγάλο μας οντά ήτανε οι Γερμανοί, για να βλέπουν και από εκεί το σπίτι του δασκάλου.
Στου Παυλή το γραφείο κάνανε τις ανακρίσεις. Όλοι οι χωριανοί ήτανε κάτω από το γραφείο και περίμεναν τη σειρά τους για ανάκριση. Ανάμεσα στον κόσμο που περίμενε ήταν ο δικηγόρος που έψαχναν και τ’ αδέρφια του.Ο θείος του ο Παυλής ήταν μέσα στο γραφείο. Κάποιοι στενοί συγγενείς κάνανε σχέδιο να βάλουνε οι πιο ψηλοί άνδρες στη μέση το δικηγόρο και να σταθούν κοντά στην πόρτα της κουζίνας μας. Η θεια του, η αδερφή της δασκάλισσας, μπήκε και μου είπε, όταν τσαφουνίσουνε το πορτάκι, ν’ ανοίξω για να μπει ο Γιώργος, ο δικηγόρος.
Εγώ περίμενα πίσω από την πόρτα, ενώ η μάνα μου καθόταν στη φωτιά και μου ‘λεγε τρομαγμένη: «μ’ αυτό θα μας σκοτώσουν όλους».
Τσαφούνισαν δυο φορές και την τρίτη άνοιξα την πόρτα. Από πάνω στον οντά μας άκουγα τα βήματα των Γερμανών, όπως και γύρω – γύρω σ’ όλο το χωριό που ήταν κυκλωμένο.
Άνοιξα λοιπόν και μπήκε. Είχε μούσι και έτρεμε: «θα με σκοτώσουν», έλεγε. Πάει αμέσως και ξαπλώνει στο κρεββάτι, αφού φόρεσε πρώτα το μαύρο γαμπά τση μάνας μου από μαλλιά προβάτων. Τον είχε ράψει η γιαγιά μου. Ξάπλωσε δίπλα από την παραστιά, στον καναπέ και τού’ ριξα μια κουβέρτα.
Ο γαμπάς είχε κουκούλα και τον έκρυβε. «Βάλε να βράσεις τσάι, να φαίνεται. Φέρε το ψαλίδι να κόψω τα νύχια». Μού’ δινε συνέχεια χαρτιά να τα καίω κι εγώ φοβόμουνα μη νιώσουνε τη μυρωδιά.
Πάνω από δυο ώρες έμεινε έτσι. Η μάνα του έστειλε τη γιαγιά μου να μας πει να τον ντύσομε γυναίκα, να ξεγελάσει τους Γερμανούς, να φύγει από το χωριό. «Τότε είναι που θα πιαστώ», είπε. Σαν το πευκόφυλλο έτρεμε το κακορίζικο.
Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις, ήρθανε και μου το είπανε: «Φύγανε οι Γερμανοί». Συγκέντρωσαν και πήραν όλα τ’ αδέρφια του, τον Μανώλη, τον Μιχάλη, τον Νίκο και το θείο τους τον Παύλο, καθώς και πολλούς συγγενείς. Μόλις φύγανε, οι άνθρωποί μας ήρθαν και μας το είπαν. Σηκώθηκε: «Αντωνία, πάρε το δαχτυλίδι και δώσε το στη μάνα μου. Εσύ με γλύτωσες, αλλά τους δικούς μου θα τους σκοτώσουν όλους». Έφυγε χωρίς να χαιρετήσει τους γονείς του.
Τράβηξε το ρυγιάκι. Τον ακολουθούσαν πολλοί χωριανοί. Τι απέγινε δεν ξέρω. Όταν ήρθε από την Αίγυπτο, τον είδα στο Ηράκλειο. Ήταν με Εγγλέζους. «Αυτό το παιδί μ’ έσωσε. Σκότωσαν όμως τ’ αδέρφια μου και το θείο μου». Τους έλεγε κι έκλαιγε».