Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι
Μεν. Λουντέμης

Παιδεραστής: Το κτηνωδέστερο κτήνος του ζωικού βασιλείου.

Και σπεύδω να ζητήσω συγνώμη από τα κτήνη για την προσβολή που τους κάνω, γιατί εκείνα ούτε κακοποιούν, ούτε βιάζουν τα μικρά τους. Αντίθετα, τα περιβάλλουν με αξιοθαύμαστη στοργή και δίνουν μάχη μέχρι θανάτου, προκειμένου να τα προστατέψουν από κάθε επίβουλο εχθρό τους. Εκείνα είναι τα πιο φυσιολογικά από κάθε άποψη ζωικά όντα, τα οποία εμείς ονομάσαμε “κτήνη” για να τα υποβαθμίσουμε, να τα εξοβελίσουμε μετά βδελυμίας από το δικό μας “ευγενές” ζωικό είδος.

Εδώ μιλάμε για ένα κτήνος προηγμένης γενετικής ανωμαλίας.

Ένα κτήνος που αδυνατούμε να το κατατάξουμε σε κάποια κατηγορία του ζωικού βασιλείου. Δεν αναφέρεται ούτε στην ανθρωπολογία, ούτε στη ζωολογία, ούτε σε κάποιο επίσημο σύγγραμα της κτηνιατρικής επιστήμης. Δεν εντάσσεται σε καμία οικογένεια, σε καμία ομοταξία, σε καμία συνομοταξία των έμβιων όντων.

Είναι ένα εξάμβλωμα, ένα τερατούργημα, μια χυδαία γενετική δυστροπία, που προσβάλλει την ισορροπία της φύσης, και σπιλώνει τη σοφία της θείας δημιουργίας. Δεν περιγράφεται, δεν ερμηνεύεται, δεν κατανοείται από τον υγιή ανθρώπινο νου.

Είναι ένα ανθρωποειδές τέρας, που στο θλιβερό σαρκίο του δεν ενδημεί τίποτα το ανθρώπινο. Καμία αξία, καμία αρετή, καμία ευαισθησία, κανένα ευγενές ένστικτο. Ούτε το ΠΑΤΡΙΚΟ.

Στο αρρωστημένο μυαλό του, η πατρότητα εκλαμβάνεται ως υπερεξουσία. Ως αναφαίρετο δικαίωμα του κυρίαρχου αφέντη να χρησιμοποιεί, να κακοποιεί και να βιάζει κατά βούληση, σωματικά και ηθικά, τα ανυπεράσπιστα και αθώα πλάσματα, που ατυχώς γεννήθηκαν από τον ίδιο.

Το μόνο ένστικτο που κατακλύζει τον απύθμενο βόθρο που κουβαλά μέσα του ο παιδεραστής, περιφερόμενος προς άγραν της λείας του, είναι το μιαρό και ασίγαστο πάθος της ακολασίας, το αχαλίνωτο σαρκικό πάθος, η ακόρεστη βουλιμία της λεηλασίας και βεβήλωσης της αγνής, της άσπιλης και αμόλυντης παιδικής σάρκας.

Ενδημεί συγκεκαλυμμένος, μεταμφιεσμένος σε αξιοπρεπή και ευυπόληπτο πολίτη, σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, σε όλους τους χώρους εργασίας, σε όλα τα μορφωτικά επίπεδα.

Επιστήμονες οι περισσότεροι από την κτηνώδη αγέλη των παιδεραστών. Επιστήμη και κτηνωδία συνταιριασμένες, κοινωνική “καταξίωση” και πώρωση συνείδησης σε αγαστή σύμπνοια.

Τον συναντάς να καιροφυλακτεί παντού. Μέσα στην οικογένεια, στο συγγενικό και φιλικό περιβάλλον, στο δρόμο, στην αλάνα της γειτονιάς, στο σχολείο, στον παιδικό σταθμό, σε όλους γενικά τους χώρους φύλαξης, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας των ανυποψίαστων μικρών παιδιών. Παντού, όπου οσμίζεται το αιθέριο άρωμα της αγνής παιδικής σάρκας.

Αναρριχάται ταχύτατα σαν αίλουρος, μετερχόμενος κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, σε ανώτατα κοινωνικά κλιμάκια.

Καταλαμβάνει εξέχουσες θέσεις, κατά προτίμηση εκείνες που του παρέχουν το δικαίωμα επαφής και επίβλεψης τρυφερών υπάρξεων.

Οργανώνει μεθοδικά εν κρυπτώ και παραβύστω, το πρόγραμμα προσέγγισης, δελεασμού και προετοιμασίας του ανυποψίαστου θύματος, οδηγώντας το αθόρυβα στο καλοστημένο δόκανο-κολαστήριο του. Βασική προϋπόθεση του προγράμματος η πλασματική εθελουσία σύμπραξη και συνενοχή του θύματος στο αποτρόπαιο έγκλημα και η εξασφάλιση της σιωπής του παντί τρόπω.

Σύμμαχός του στη σιωπή και απόκρυψη του εγκλήματος και η οικογένεια του θύματος, αναλογιζόμενη με τρόπο τη διαπόμπευση και το στιγματισμό εφ όρου ζωής, από την “ευαίσθητη” κοινωνία μας, η οποία σπεύδει άκριτα να κρίνει, να επικρίνει και να επιρρίπτει ευθύνες επί δικαίων και αδίκων.

Σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από παλαιότερη έρευνα στα δημοτικά σχολεία όλης της χώρας, το 15% των μαθητών κάτω των 13 ετών έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά και σωματικά. Εννοείται ότι το ποσοστό αυτό αναφέρεται σε όσα θύματα βρήκαν το θάρρος να αποκαλύψουν το μαρτύριο που βίωσαν, καθώς η αισχύνη και ο διασυρμός που προκαλεί η επονείδιστη αυτή πράξη, κλείνει ερμητικά τα στόματα των περισσοτέρων.

Με όποια και όση καλή προαίρεση και αν διαθέτει κανείς, πώς να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να αποδεχτεί τέτοιες διαστροφές ψυχής. Τέτοια εγκλήματα έξω από την ηθική, έξω από τη λογική, έξω από την ανθρώπινη φύση.

Εγκλήματα που κουρελιάζουν την παιδική ψυχή και τραυματίζουν ολοζωής το παιδικό σώμα.

Εγκλήματα που σκοτώνουν και κλέβουν από τα αγνά αυτά πλάσματα την ωραιότερη ηλικία της ζωής τους. Την ξένοιαστη, την ανέμελη, την αθώα και πάναγνη παιδική ηλικία.

“Ήθελα να ξέρω, ας μου πει κάποιος,

πως μπορώ να ζήσω σαν παιδί…”.

Κραυγή απόγνωσης και σπαραγμού δωδεκάχρονου κοριτσιού, που βίωσε κατ’ εξακολούθηση την κόλαση της κτηνωδίας.

Λόγια που προκαλούν σεισμικές δονήσεις στην ψυχή κάθε συνετού και ευαίσθητου πολίτη.

Το σεξουαλικά κακοποιημένο παιδί, σύμφωνα με τους ειδικούς, παρουσιάζει ψυχοσωματικά προβλήματα, που καθορίζουν αμετάκλητα την ποιότητα της μετέπειτα ζωής του.

Παθητικότητα, μελαγχολία, διαταραχές ύπνου, επιθετικότητα, ενούρηση και ενκόπρινση σε μικρή ηλικία. Και αργότερα αντικοινωνική συμπεριφορά, χαμηλή σχολική επίδοση, χαμηλό επίπεδο αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης, τάσεις φυγής από το σχολείο και την οικογένεια και όχι σπάνια κατάθλιψη και απόπειρα αυτοκτονίας.

Και πώς αντιμετωπίζει η επίσημη πολιτεία το στυγερό αυτό έγκλημα; Μα σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του νόμου, που απαιτεί σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ποια είναι άραγε τα ανθρώπινα δικαιώματα των κτηνανθρώπων και ποια αξιοσέβαστη αξιοπρέπεια διαθέτουν που χρήζει προστασίας; Ποια ποινή μπορεί να εξισωθεί, χρονικά και ουσιαστικά, με το αποτρόπαιο έγκλημά τους, που έφτασε να αποτελεί τη μεγαλύτερη και επαχθέστερη μάστιγα της κοινωνίας μας;

Όταν και εάν αποκαλυφθεί και μπορέσει να φτάσει στο ναό της Θέμιδας, τιμωρείται με ποινή που εξαντλείται σε κάποια χρόνια φυλάκισης. Και με την “καλή διαγωγή” που είναι αναγκασμένοι να επιδείξουν οι ένοχοι, αφού, άλλωστε, η φυλακή δεν φιλοξενεί τρυφερή παιδική σάρκα, είναι δυνατόν να μειωθεί σημαντικά η ποινή τους και η πόρτα της φυλακής να ανοίξει σύντομα, προσφέροντάς τους νέο ελεύθερο πεδίο δράσεως.

Εκτός κι αν κάποιος από αυτούς τους παλικαράδες έχουν την ατυχία να διαρρεύσει το μυστικό τους βίτσιο, στους διαδρόμους της φυλακής. Γιατί τότε είναι σίγουρο, πως τη λειψη ποινή που προβλέπει ο νόμος της πολιτείας, θα αναλάβουν ευχαρίστως να τη συμπληρώσουν, αν όχι χρονικά, τουλάχιστον ψυχοσωματικά, κάποιοι συγκρατούμενοί τους για διαφορετικά ποινικά αδικήματα, με ακμαίο, όμως το ανδρικό και πατρικό ένστικτο, εφαρμόζοντας τον δικό τους άγραφο νόμο, με τον τρόπο που μόνο αυτοί γνωρίζουν.

Ωστόσο, σε μια ευνομούμενη δημοκρατικά χώρα, το ποινικό δίκαιο, ο κλάδος του δικαίου που ρυθμίζει την εξουσία και τη δράση της πολιτείας για τον καθορισμό, τη βεβαίωση και την τιμωρία των αδικημάτων, στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εξαντλεί όλα τα περιθώρια της άτεγκτης, της αμείλικτης τιμωρίας των ενόχων προς παραδειγματισμό και περιορισμό τέτοιου είδους αποτρόπαιων εγκληματικών πράξεων.

Και όλοι εμείς, οι αδιάφοροι και επιλήσμονες, που συνηθίζουμε να ξορκίζουμε το κακό με τη μικρόψυχη ευχή “έξω από την πόρτα μου κι ας είναι στ’ αδελφού μου”, ας τοποθετήσουμε νοερά τα δικά μας παιδιά και εγγόνια στη θέση των δυστυχισμένων αυτών παιδιών, να νιώσουμε σαν ηλεκτρική κένωση τη ραχοκοκαλιά μας. Ας σταθούμε με κατανόηση και συμπάθεια δίπλα σ’ αυτά τα παιδιά και τις ταλαίπωρες οικογένειές τους. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να τους προσφέρουμε ως συνάνθρωποι και χριστιανοί.

 

Βοηθ. Δ. Κουκουλομάτης.

*Η Κλεάνθη Κυπριωτάκη είναι εκπαιδευτικός