Η Κρήτη την 3η και 2η π.Χ. χιλιετία ήταν σε περίοδο ακμής, δύναμης, πολιτισμού, ενώ μετά το 1000 π.Χ., με το τέλος του Μινωικού πολιτισμού, σε περίοδο πολιτιστικής κάμψης, λόγω της επικράτησης των Δωριέων.
Οι Δωριείς που αποίκισαν την Κρήτη, αναμειγνύονται με τον γηγενή πληθυσμό και αρχίζει ο εκδωρισμός της Κρήτης. Αναφέρεται στη μεταμινωική αυτή εποχή, ο βασιλιάς Ετέαρχος στην πόλη Αξώ του σημερινού Μυλοποτάμου.
Η νοοτροπία και τα ήθη έμοιαζαν με των Σπαρτιατών, με τους οποίους είχαν φίλιες σχέσεις. Διέφεραν μόνο στην αγάπη στη φιλοξενία, σε αντίθεση με τη μισοξενία των Σπαρτιατών. Κυριαρχεί η στρατιωτική νοοτροπία και οι διαρκείς συγκρούσεις των Κρητικών πόλεων μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να παρακμάσουν οι τέχνες, τα γράμματα και ο πολιτισμός.
Η ενασχόληση των Κρητών την περίοδο αυτή, με τη μισθοφορία, (επειδή ήταν περιζήτητοι πολεμιστές), τις ληστείες και τις απάτες, είχαν δημιουργήσει ηθική χαλάρωση, γι’ αυτό είχαν κακή φήμη στους άλλους Έλληνες (κρητίζειν). Ήταν όπως οι σύγχρονοι μισθοφόροι Βάγκνερ της Ρωσίας, που πήγαιναν σε όποιον τους πλήρωνε για να πολεμήσουν.
Από αυτά τα δεδομένα προέρχεται και η προτροπή του Αποστόλου Παύλου προς τον πρώτο επίσκοπο Κρήτης Τίτο, λίγο αργότερα, να τους προσέχει, γιατί δικός τους σοφός είχε πει (εννοούσε τον Επιμενίδη), ότι «Κρήτες αεί ψεύται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί και η μαρτυρία του είναι αληθινή»: (Βλ. Προς Τίτον,1,12).
Ψεύτες τους Κρήτες τους αποκαλούν και άλλοι συγγραφείς της αρχαιότητας π.χ. ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας), ο Ηφαιστίων ο Γραμματικός (2ος π.Χ. αιώνας), για διάφορους λόγους όπως, επειδή έλεγαν ότι ο Δίας γεννήθηκε και πέθανε στην Κρήτη και έδειχναν τον τάφο του, ενώ ήταν αθάνατος, ή επειδή ο Ιδομενέας κράτησε περισσότερα λάφυρα για τον εαυτό του μετά την άλωση της Τροίας, όταν κληρώθηκε για να τα μοιράσει, κατά τον Αλεξανδρινό συγγραφέα Πτολεμαίο τον Χένο ή γιατί υποστήριζαν ότι και η θεά Αθηνά γεννήθηκε στην Κρήτη κ.λπ.
Οι ονομαστότεροι σοφοί της περιόδου αυτής ήταν ο εκ Φαιστού ή Κνωσού Επιμενίδης (600 π.Χ.), (ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας), ο Γορτύνιος ποιητής Θαλήτας και ο Ριανός από την πόλη Βήνη, οι Αρχιτέκτονες Χερσίφρων και Μεταγένης, που οικοδόμησαν τον περίφημο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, οι γλύπτες Χειρίσοφος και Αριστοκλής.
Από θρησκευτικής πλευράς παύει η λατρεία των Μινωικών θεοτήτων και κυριαρχεί το Δωρικό δωδεκάθεο και κυρίως του Απόλλωνα και της Κρητικής θεάς Βριτόμαρτις ή Δίκτυννα, λείψανο Μινωικής θεότητας. Κτίζονται πλέον μεγαλοπρεπείς ναοί, όπως το Δελφίνιο της Κνωσού και το Πύθιο της Γόρτυνας, σε αντίθεση με τη μινωική περίοδο που δεν υπήρχαν μεγαλοπρεπείς ναοί, αλλά ιερά.
Ο Όμηρος (800-700 π.Χ.), αποτυπώνει την κατάσταση την περίοδο αυτή, λέγοντας: «Στο πέλαγος τ’ αστραφτερό είναι μια χώρα, η Κρήτη, πανέμορφη και καρπερή και θαλασσοζωσμένη. Κατοίκους έχει αρίθμητους και πόλεις ενενήντα. Πολλές οι γλώσσες που μιλούν. Έχει Αχαιούς η χώρα και Κρήτες μεγαλόκαρδους, έχει και Κυδωνιάτες, και Δωριέων τρεις φυλές και Πελασγούς λεβέντες»: (Βλ.Ομήρου, Οδύσσεια, ΤΑ στιχ. 172).
Στους Περσικούς πολέμους (Μαραθώνα, Θερμοπύλες, Σαλαμίνα, Πλαταιές κλπ. 492-478 π.Χ.), οι Κρήτες δεν έλαβαν μέρος, προφασιζόμενοι την απαγόρευση του μαντείου των Δελφών και τους δυσοίωνους χρησμούς του για τις ελληνικές πόλεις. Για πολλούς ιστορικούς, το μαντείο των Δελφών, στους Περσικούς πολέμους, εμήδισε (ήταν φίλος των Περσών).
Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης θαυμάζουν τη σοφή νομοθεσία των Κρητών, περίφημο δείγμα της οποίας είναι «η βασίλισσα των επιγραφών» της Γόρτυνας, που είναι η αρχαιότερη γνωστή νομοθεσία στην Ευρώπη, γραμμένη περίπου το 450 π.Χ. Η Κρήτη και η Σπάρτη φημιζόταν κατά την αρχαιότητα για τη σοφή νομοθεσία τους, εξ ου και ο μύθος ότι ο Μίνωας έπαιρνε τους νόμους από τον Δία, αν και δεν έχουν διασωθεί.
Το 350 με 320 π.Χ., στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών οι Κρήτες συμμετέχουν με πλοία. Ο περίφημος Ναύαρχος του Μ. Αλεξάνδρου, Νέαρχος γεννήθηκε στη μινωική πόλη Λατώ και σαν έφηβος έζησε στη Μακεδονία. Ήταν ο διοικητής του στόλου στον περίπλου της Ινδικής το 325. Εξερεύνησε την παραλιακή ζώνη από τις εκβολές του ινδικού ποταμού έως τον περσικό κόλπο και κατέγραψε τις παρατηρήσεις του στο ημερολόγιό του που χάθηκε, και στοιχεία του καταγράφηκαν στο έργο του ιστορικού Αρριανού περί «Ινδικής».
Οι καλύτεροι τοξότες της στρατιάς του Μ. Αλεξάνδρου (έντεκα σαΐτες το λεπτό) ήταν Κρητικοί. Ο Αλέξανδρος για να τιμήσει την προσφορά των Κρητικών στην εκστρατεία του, έκτισε μία πόλη και της έδωσε το όνομα Κρητόπολις. Βέβαια μισθοφορικά Κρητικά σώματα χρησιμοποίησαν και οι Πέρσες εναντίον του Μ. Αλεξάνδρου.
Όσους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, μεταξύ των οποίων και Κρήτες, συνέλαβε ο Μ. Αλέξανδρος στην μάχη του Γρανικού ποταμού τους θανάτωσε, επειδή «Έλληνες όντες εναντίον Ελλήνων εμάχοντο», ενώ στους Πέρσες αιχμαλώτους χάρισε τη ζωή, γιατί πολεμούσαν για την πατρίδα τους.
Την περίοδο των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου (320 -70 π.Χ.), η Κρήτη βρίσκεται στο κέντρο των επεκτατικών βλέψεων των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και των ελληνιστικών βασιλείων της ανατολής. Τότε συνάπτουν συμμαχίες με τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της περιοχής, την Αλεξάνδρεια, τη Ρόδο, την Αντιόχεια.
Η κατάληψη της Κρήτης από τους Ρωμαίους ξεκίνησε το 69 π.Χ. με την αποβίβαση του Κόιντου Καικίλιου Μέτελλου και ολοκληρώθηκε το 67π.Χ.
Οι κάτοικοι, εξουθενωμένοι από τους εμφυλίους πολέμους δεν προέβαλαν ιδιαίτερη αντίσταση και καθιερώνουν την Γόρτυνα ως πρωτεύουσα Κρήτης.
Στη συνέχεια υπάγεται στην Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το 824 καταλαμβάνουν την Κρήτη οι Άραβες και μεταφέρουν την πρωτεύουσα στον Χάνδακα –Ηράκλειο.
Πολλά χρόνια παρακμής μετά το Μινωϊκό πολιτισμό των δύο χιλιάδων ετών ακμής.