Σε προηγούμενο άρθρο με τον τίτλο «Παντέρμη Κρήτη», είχα αναφερθεί στα φαινόμενα εκείνα που δυσφημίζουν το νησί μας και αμαυρώνουν το όνομά του, ένα όνομα που με τους αγώνες των Κρητικών έχει γραφεί με χρυσά γράμματα στις δέλτους της ιστορίας. Είχα κάνει, ωστόσο, στο ίδιο κείμενο μια αναφορά σε ονόματα διαπρεπών Κρητικών διαχρονικά, για να δείξω ποια πρέπει να είναι τα πρότυπά μας σήμερα, αν θέλουμε το νησί να προχωρεί μπροστά και να προοδεύει.

Αλλά, επειδή η κριτική συνήθως αναφέρεται σε αρνητικά φαινόμενα, δεν θα ήθελα να μείνουμε με την αρνητική εικόνα του νησιού μας. Γιατί  η Κρήτη, παρά την αρνητική εικόνα που δημιουργούν κάποιες συμπεριφορές συμπατριωτών μας, εξακολουθεί να είναι ένας τόπος ευλογημένος, ένας τόπος όχι μόνο με ιστορία παμπάλαια αλλά και με το δικό του ιδιαίτερο πολιτισμό και με τα μοναδικά του προϊόντα. Σ’ αυτή την Κρήτη θα αναφερθούμε με τούτο το κείμενο.

Αρχόντισσα είναι η Κρήτη. Αρχόντισσα αληθινή. Και η αρχοντιά αυτή δεν προέρχεται ούτε από τις μπαλωθιές και την οπλοφορία, ούτε από τη ζωοκλοπή, ούτε από το μαύρο πουκάμισο, ούτε από τη βιαιότητα, ούτε από την ασυδοσία στην οδική συμπεριφορά, ούτε από τις κούπες με το κρασί. Θα μου επιτρέψει στο σημείο αυτό ο αναγνώστης να κάμω μια παρέκβαση, σχετική με το μαύρο πουκάμισο, που έχει γίνει το «σήμα κατατεθέν» της νέας γενιάς των Κρητικών, ειδικά στα χωριά μας. Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς, εκείνοι που πιστεύουν πως το μαύρο πουκάμισο το φορούσε ο Κρητικός κατά παράδοση.

Μάλιστα, κάποιοι του έχουν δώσει και συμβολική σημασία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πως συμβόλιζε το πένθος του Κρητικού για την υπόδουλη στους Τούρκους Κρήτη, ενώ κάποιοι άλλοι λένε ότι άρχισε να φοριέται μετά το θάνατο του Βενιζέλου, ως ένδειξη πένθους για τον μεγάλο ηγέτη. Όμως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι το μαύρο ρούχο ήταν ρούχο των καπεταναίων ή παραδοσιακό ρούχο των Κρητικών.  Αν δει κανείς παλιές φωτογραφίες Κρητικών με σαλβάρια, θα παρατηρήσει ότι το «καλό»τους πουκάμισο είναι άσπρο και όχι μαύρο. Προσωπικά θυμάμαι τους βρακοφόρους παππούδες να πηγαίνουν στην εκκλησία με κάτασπρο πουκάμισο. Το μαύρο χρώμα ήταν πάντοτε χρώμα του πένθους, όπως το λέει και το γνωστό σε όλους τραγούδι:

Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη απού’ χα..

Αλλά εδώ θα πρέπει να πούμε και κάτι άλλο: το μαύρο χρώμα που συνηθίζεται στην Κρήτη φαίνεται ότι επιβλήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι (1761), επειδή οι ραγιάδες (Χριστιανοί, Εβραίοι και Αρμένιοι) έπρεπε να ξεχωρίζουν από τους μουσουλμάνους, που μόνο εκείνοι είχαν το δικαίωμα να φορούν  κόκκινα μαντήλια, κόκκινα φέσια και πολυτελή ενδύματα.

Έτσι, όπως ρητά ορίζει το φιρμάνι για τους Χριστιανούς, «διὰ νὰ διακρίνεται καὶ νὰ διαχωρίζεται ἡ τάξις τῶν Χριστιανῶν ἀπό ταύτην τοῦ Ἰσλάμ, δέον, οἱ Χριστιανοὶ νὰ φοροῦν γεμενὶ μαύρου χρώματος καὶ μαῦρον φέσιον, μὲ ἰδιάζουσαν πρὸς αὐτοὺς ρωμέϊκην ἐνδυμασίαν» (Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Μεταφράσεις τουρκικών εγγράφων, αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, υπό Νικολάου Σ. Σταυρινίδου, τόμος Ε΄, εκδίδονται δαπάνη Δήμου Ηρακλείου, Ηράκλειον Κρήτης 1985, σ.160-161). Οι Χριστιανοί (όπως και οι άλλοι ραγιάδες) έπρεπε «νὰ ἐνδύωνται ραγιαδικά καὶ περιφέρωνται καὶ διάγουν έν ἐνδείᾳ». «Ραγιάδικο» είναι, λοιπόν, σύμφωνα με το φιρμάνι το μαύρο χρώμα και όχι χρώμα καπεταναίικο.

Αν, τώρα, πολλοί Κρητικοί φορούσαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μαύρο πουκάμισο, ήταν εξαιτίας των θανάτων είτε λόγω της βεντέτας είτε λόγω των συνεχών επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Επομένως, κακώς επενδύεται το μαύρο πουκάμισο με σημασίες που ποτέ δεν είχε. Κι ας μη ξεχνάμε πως μαύρο πουκάμισο φορούσαν οι «μελανοχίτωνες» του Μουσολίνι στην Ιταλία.

Επανέρχομαι όμως στο θέμα της αρχοντιάς της Κρήτης. Ασφαλώς, την αρχοντιά τη δίνουν οι άνθρωποί της, αυτοί που την κατοικούν χιλιάδες χρόνια τώρα κι έχουν γράψει με τους αγώνες τους την ιστορία της κι έχουν δημιουργήσει τον πολιτισμό της.

Είναι οι άνθρωποι της δημιουργίας: οι αγρότες που καματεύουν τη γη και παράγουν τα μοναδικά στη γεύση τους προϊόντα,· οι βοσκοί που ασχολούνται με τιμιότητα με το έργο τους και παράγουν τα εξαίρετα τυροκομικά προϊόντα,· οι βιοτέχνες που παλεύουν να κρατήσουν τη βιοτεχνία τους τον καιρό της κρίσης· οι καλλιτέχνες, επώνυμοι και ανώνυμοι, που μελετούν και καλλιεργούν τη μουσική, το χορό, τη μαντινάδα, την υφαντική και τις άλλες παραδοσιακές τέχνες,· οι γιαγιάδες και οι παππούδες που κρατούν και μεταλαμπαδεύουν την παράδοση,· οι συγγραφείς και οι ποιητές που υπηρετούν το δημιουργικό πνεύμα· γενικά, όλοι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο τους και αγωνίζονται από το πόστο του ο καθένας για την προκοπή του.

Συνήθως, όταν μιλάμε για την αρχοντιά της Κρήτης, στο νου μας φέρνουμε ορθώς το περήφανο ήθος των Κρητικών και την πολεμική  τους αρετή, όπως τα έχουν δείξει τόσο στους αγώνες που έδωσαν στο έδαφος του νησιού (π.χ. στη Μάχη της Κρήτης), όσο και κατά τη συμμετοχή τους στους εθνικούς αγώνες (π.χ. στον Μακεδονικό Αγώνα). Αλλά η ζωή των Κρητικών δεν ήταν πάντοτε πόλεμος.

Στις περιόδους της ειρήνης ο Κρητικός ήταν πάντα εργατικός, στρεφόταν στη γη, την καλλιεργούσε με κόπο και ιδρώτα, ξεχέρσωνε χέρσους τόπους, έχτιζε ξερολιθιές (τροχάλους), φύτευε δένδρα, ημέρωνε τον τόπο με την εργασία του. Και η γη τού ανταπέδιδε πλούσιες σοδειές, για να πορευτεί ακόμη και σε δύσκολους καιρούς.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, παρά τη δυστυχία και τις δυσκολίες, λόγω της αρπακτικότητας των Γερμανών, κανείς Κρητικός δεν πέθανε από πείνα, τη στιγμή που στην Αθήνα οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες. Γιατί η γη της Κρήτης, και η ακαλλιέργητη ακόμη, έδινε στον Κρητικό πλούσια τα ελέη της.

Πάνω από όλα, λοιπόν, οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που μετρούσαν τη λεβεντιά και την αρχοντιά όχι απλώς από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά κυρίως από το ήθος, από τη συμπεριφορά. Ο Κρητικός ήταν ντόμπρος (ο λόγος του ήταν συμβόλαιο), φιλόξενος, αγωνιστής της ζωής, φιλόπατρις, άνθρωπος της παράδοσης. Ίσως κάποτε να έφτανε σε υπερβολές, όσον αφορά την αγάπη του για την Κρήτη, αλλά αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η Κρήτη είναι αφ’ εαυτής ένας ξεχωριστός κόσμος, λόγω και της απόστασής της από την κυρίως Ελλάδα.

Ουδέποτε, όμως, ο Κρητικός είδε την ύπαρξή του χώρια από την Ελλάδα. Γι’ αυτό και το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης «Ελευθερία ή Θάνατος» στην Κρήτη αντικαταστάθηκε κατά τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα από το «Ένωση ή Θάνατος».

Σήμερα η Κρήτη βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της Ελλάδας για πολλούς λόγους: για τα προϊόντα της, για τις φυσικές ομορφιές της, για τις αρχαιότητές της, για τον τουρισμό της, για το Πανεπιστήμιό της, για τη μουσική της, για τις δυνατότητες ανάπτυξης που παρέχει.

Χρειάζεται όλοι όσοι αγαπούν αληθινά και ουσιαστικά την Κρήτη, όσοι δηλαδή θέλουν την προκοπή της, να ανακαλύψουν την αληθινή της όψη, να αφήσουν πίσω τους τον κακώς εννοούμενο τοπικισμό και μια αλλοτριωμένη από το αληθινό της περιεχόμενο έννοια της παράδοσης και να στραφούν στο παρόν της δημιουργίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα χάσει η Κρήτη την ταυτότητά της.

Διότι η ταυτότητα και η αρχοντιά της Κρήτης δεν είναι ούτε το μαύρο πουκάμισο ούτε οι μπαλωθιές. Αληθινός Κρητικός του σήμερα είναι αυτός που αγαπά τον τόπο του χωρίς τοπικιστική ιδεοληψία και που, προσγειωμένος στην πραγματικότητα, βλέπει την παράδοση όχι αντιγραφικά αλλά δημιουργικά.