Ο Νέστορας  στο καφενείο μετρούσε τα κουμπιά του.  Είχε μαλώσει με την γυναίκα του, γιατί της είχε πει να του ράψει ένα κουμπί του πουκαμίσου του που είχε ξηλωθεί. Κι εκείνη θύμωσε.

– Ράψ’ το μόνος σου, του απάντησε οργισμένη.

Η γυναίκα του βαρακούει. Μάλλον είναι κουφή. Δεν ακούει σχεδόν καθόλου. Όταν την παντρεύτηκε άκουγε. Τώρα συνεννοείται μαζί της  κυρίως με νοήματα. Εκείνη του μιλά κανονικά, αν και κάπως φωναχτά. Δεν το καταλαβαίνει.

– Η γυναίκα μου, από τότε που στερήθηκε την ακοή της, έγινε πολύ νευρικιά. Δείχνει μια τάση να εναντιώνεται σε ό,τι  της λέω, σε ό,τι  κάνω…

– Ακουστικά δεν φοράει; ρώτησε ο Δαμιανός.

– Φοράει, αλλά και αυτά λίγο την βοηθούν. Και πρέπει να τους αλλάζει συχνά μπαταρίες…

– Ίσως η νευρικότητα να οφείλεται στην απώλεια της ακοής της. Άλλο είναι να γεννηθείς κουφός  και άλλο να κουφαθείς  κάποια στιγμή στην ζωή σου – δύσκολα το συνηθίζεις – και να μην μπορείς να συνεννοηθείς με τον συνάνθρωπό σου. Να μην μπορείς πια να ακούσεις ειδήσεις στην τηλεόραση, τον ήχο της βροχής, μουσική, ένα όμορφο τραγούδι, το κελάηδημα των πουλιών, τον ήχο του νερού που κυλάει, την βροντή…

– Πολύ ποιητικά τα λες, παρατήρησε ο Νέστορας. Και συνέχισε.

– Βάζει τον ήχο της τηλεόρασης στην δια πασών, για να ακούει αυτή, και εγώ νευριάζω. «Βρε γυναίκα, θα με κουφάνεις κι εμένα. Χαμήλωσε την ένταση» της λέω. Ακόμη και τα εγγονάκια της διαμαρτύρονται. «Ε! Γιαγιά, θα μας κουφάνεις! Χαμήλωσε την τηλεόραση!»

– Παρομοίως, συμπλήρωσε ο Δαμιανός, όποιος γεννιέται τυφλός, αυτός μπορεί να χαίρεται και να απολαμβάνει την ζωή, σχεδόν όπως ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Δεν αντιλαμβάνεται τόσο πολύ την διαφορά. Αν όμως κάποια στιγμή στην ζωή σου, εκεί που είσαι υγιής, τυφλωθείς και δεν μπορείς να δεις  τα πρόσωπα των συνανθρώπων σου, όσους αγαπάς, τα χρώματα και τα λουλούδια, την ομορφιά της άνοιξης… αυτό είναι μεγάλη συμφορά. Γίνεσαι δυστυχισμένος. Και νευρικός.

– Αλλά σ΄ αυτήν  την περίπτωση, του ξαφνικού κακού, συμπλήρωσε ο Χαρίλαος, παρεμβαίνει η συνήθεια. Ο χρόνος είναι θεραπεία. Λειτουργεί σαν γιατρικό. Με τον καιρό συνηθίζει κανείς και την μεγαλύτερη δυστυχία. Συνεπώς κι εσύ και η γυναίκα σου, Νέστορα, πρέπει να συνηθίσετε στα καινούργια δεδομένα.

– Εγώ πάντως δεν βλέπω στην γυναίκα μου γιατρειά και καλυτέρευση, μουρμούρισε ο Νέστορας.

– Ό,τι  και να λέμε, όμορφη είναι η ζωή, Νέστορα. Ακόμη και αν έχεις έναν ιδιότροπο κουφό στο σπίτι σου. Ή ακόμη και αν τύχει ο ίδιος προσωπικώς να έχεις την μεγαλύτερη δυστυχία , συνέχισε ο Δαμιανός. Υπομονή χρειάζεται. Θα στενοχωρηθείς, θα κλάψεις… Στο τέλος θα συνέλθεις. Και θα συνεχίσεις στην καινούργια πραγματικότητα, έστω και με τις δυσκολίες της. Όμως κακός, πολύ κακός, είναι ο θάνατος. Ο θάνατος έρχεται με πόνο ψυχής και σώματος. Δεν γίνεται να μην πονέσει η ψυχή σου, όταν καταλάβεις ότι ήρθε πια το τέλος σου.

Η αγωνία της προσμονής του τέλους της ζωής. Η φρίκη του προβάλλοντος θανάτου, η οποία απλώνεται και στο οικογενειακό σου περιβάλλον. Η επώδυνη μετάβαση από την ζωή στον θάνατο … Τα άλογα ζώα τέτοια συναισθήματα δεν έχουν… Και ποτέ ο θάνατος δεν έρχεται χωρίς και το σώμα σου να πονέσει. Η χαρά, η απόλαυση και το γέλιο της ζωής τελικά ξεπληρώνονται με το κλάμα, με τον άμετρο πόνο και την πίκρα του θανάτου. Ισοζύγιο πληρωμών.