Ήδη ο παλιός χρόνος είχε συντελέσει την αποστολή του και είχε αρχίσει η μεταφορά των κρατικών υπηρεσιών στην Αθήνα που ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Το Γενάρη του 1835 είχαν εγκατασταθεί ακόμα και τα δικαστήρια. Στην Αθήνα είχε έρθει επίσης πολύς ξένος κόσμος εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους και ήταν φυσικό κάποια στιγμή να παρατηρηθεί έλλειψη τροφίμων. Οι τιμές είχαν φτάσει σε συσθεώρητα ύψη. Το κρέας είχε μια δραχμή η οκά, το λάδι 1 δραχμή και 60 λεπτά, τα ξερά ξύλα και αυτά είχαν 4-5 λεπτά το ένα.

Κανένας φτωχός Αθηναίος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτή την ακρίβεια. Τότε ήταν που η κυβέρνηση πήρε μέτρα για την αγορά, δίνοντας σε εμπόρους δάνεια με 6% τόσο για να μπορέσουν να φέρουν τρόφιμα στη νέα πρωτεύουσα και να μειωθούν οι τιμές. Η εικόνα της Αθηναϊκής αγοράς εκείνη την περίοδο δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.

Πολλές φορές από τις δυσκολίες κατορθώθηκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να ξεπεραστούν, όπως αποδεικνύεται από περιγραφές περιηγητών της εποχής. Ένας απ’ αυτούς, ο Ρώσος καθηγητής Βλαδίμηρος Νταβίντωφ που βρέθηκε στην Αθήνα το 1835, ενώ μιλάει για δέκα μόνο αξιόλογα οικήματα στην τότε οδό Ερμού και για πλήθος φτωχόσπιτων, χτισμένων με πέτρες και λάσπη, λέει, ότι βρήκε λευκό χωμί και “αρκούντως καλόν οίνον, κλίνην” κ.λπ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιγραφή του για την αγορά. Αναφέρει, ότι αποτελούνταν από μία στενωπό που είχε από την μία και από την άλλη πλευρά μικρούς οικίσκους, με πολλά καταστήματα.

Από πάνω υπήρχε μία πάνινη στέγη που εμπόδιζε τον ήλιο να περνάει. Εντύπωση του έκανε όχι τόσο η φτώχεια, αλλά το ότι δεν κυκλοφορούσαν καθόλου γυναίκες. Στο δρόμο ο Νταβίντωφ είχε συναντήσει καλοντυμένους Ιταλούς καταστηματάρχες, εμπόρους, δημοσίους υπαλλήλους και μέλη του διπλωματικού σώματος. Μονο στα καφενεία το βράδυ, βρήκε φουστανελοφόρους Έλληνες που κάπνιζαν και συνομιλούσαν.

Σε μικρό χρονικό διάστημα σχετικά, έκαναν την εμφάνισή τους σημαντικές δραστηριότητες στον τομέα του εμπορίου. Αρχισαν να εισάγονται ακόμα και είδη πολυτελείας και γύρω στα 1837, τρια χρόνια μόλις από την καθιέρωση της Αθήνας, ως πρωτεύουσας του νέου Ελληνικού κράτους, οι κυρίες μπορούσαν να αγοράσουν καπέλα, σαν εκείνα που διέθεταν τα καταστήματα στο Παρίσι. Σε διάφορους δρόμους της Αθήνας είχε αρχίσει να εμφανίζεται και κάποιο “μποτιλιάρισμα”, όπως θα λέγαμε σήμερα, αφού ήταν αρκετές οι άμαξες που κυκλοφορούσαν.

Τα μικρά δίτροχα αμάξια των πρώτων καιρών σε λίγα χρόνια αντικαταστάθηκαν με πολυτελείς άμαξες “κουπέ” και στους δρόμους έβλεπες και μικρά “καμπριολέ” αμάξια μεγάλα κάρα που μετέφεραν οικοδομικά υλικά και πολλούς ιππείς, όπως και γαϊδουράκια, αλλά και κάποιες καμήλες που και αυτές μπορεί να βάδιζαν αργά, αλλά μετέφεραν βαριά τσουβάλια με εμπορεύματα ή τρόφιμα. Μέχρι το 1840 πάντως ολόκληρη η εμπορική κίνηση περνούσε από τα περίφημα εμπορικά πανηγύρια που διατηρήθηκαν για πολλά χρόνια και μάλιστα κάποια απ’ αυτά συνεχίζονται ακόμα και στις μέρες μας. Τα πρώτα χρόνια, χρυσές δουλειές έκαναν και οι γυρολόγοι, οι έμποροι που γύριζαν από πόρτα σε πόρτα για να διαθέσουν τα εμπορεύματά τους. Σ’ αυτό βοηθούσε κυρίως και η νοοτροπία των Αθηναίων της εποχής και κυρίως των γυναικών, που δεν έβγαιναν εύκολα από τα σπίτια τους.

Πολλοί απ’ αυτούς τους γυρολόγους, δημιούργησαν μεγάλες περιουσίες αφού τα χρήματα που κέρδιζαν ήταν αρκετά. Είναι γνωστό, ότι μεγάλοι έμποροι που διατηρούσαν μεγάλες επιχειρήσεις και στην πρωτεύουσα, αλλά και σε περιφερειακές πόλεις, στα πρώτα τους βήματα, ξεκίνησαν γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι. Στην Αθήνα επί τουρκοκρατίας υπήρχαν τέσσερα παζάρια, αγορές, δηλαδή οι οποίες ανασυστάθηκαν και μετά την απελευθέρωση για να εξυπηρετούσουν του Αθηναίους. Φυσικά η μεγαλύτερη αθηναϊκή αγορά ήταν εκείνη που άρχιζε από την οδό Ανδριανού, στο ύψος περίπου της Μητροπόλεως των Αθηνών και κατέβαινε στο Μοναστηράκι, απλωνόταν βέβαια στην συνοικία του Ψαρρή, μέχρι την Καπνικαρέα και κατέληγε στους Αέρηδες.

Πολλά ήταν τα προβλήματα εκείνη την εποχή και αρκετές οι πτωχεύσεις. Πολλοί εκείνη την περίοδο πήραν χρήματα από το δημόσιο ταμείο, επροικοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και πτώχευσαν ή δήλωσαν πτώχευση, χωρίς να τιμωρηθούν τρώγοντας στην κυριολεξία τον ιδρώτα των άλλων. Τέτοιοι ενεφανίσθηκαν αρκετοί. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο βδελυρός Βαναρέζος Ρουφ και άλλοι, ξένοι κυρίως. Αυτός όμως δεν ήταν ο κανόνας, υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Πρόκειται για τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, που ήρθαν μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα και βοήθησαν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη αυτού του τόπου! Έχτισαν σπίτια, διέθεσαν χρήματα, έκαναν επιχειρήσεις, προσφέροντας εργασία στους εξαθλιωμένους κατοίκους της πόλης των Αθηνών. Φυσικά με το αζημίωτο, αφού ως έμποροι έδωσαν ζωή στην πόλη.

Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Ηπειρώτης Γεώργιος Σταύρος, ο οποίος με την βοήθεια του Ελβετού φιλέλληνα Ευνάρδου, ίδρυσε το 1841 την εθνική τράπεζα. Ο Γεώργιος Σταύρος μπορεί να θεωρηθεί και ο μεγάλος πολέμιος της τοκογλυφίας. Επί των ημερών του ανέπνευσε το εμπόριο και οι τόκοι ενώ ήταν 60-80%, έπεσαν στο 8%. Το 1836 επίσης ανοίγει το πρώτο φαρμακείο στην Αθήνα στην οδό Αιόλου, από τον Κρίνο. Επίσης λέγεται ότι η βασίλισσα Αμαλία συνέβαλε σημαντικά στο να καλλιεργηθεί η σηροτροφία στην Ελλάδα. Με το πέρασμα του χρόνου ιδρύονται στην Ελλάδα αρκετά μεταξουργεία. Στα 1850 ο Λουκάς Ράλλης ιδρύει μεταξουργείο στον Πειραιά.

Πάντως οι Αθηναίοι υποστήριζαν με θέρμη τα παραγόμενα στον τόπο μας προϊόντα. Για παράδειγμα τα μεταξωτά φορέματα με υφάσματα Καλαμάτας, ήταν περιζήτητα από τις τότες κυρίες! Τέτοιες μέρες λοιπόν… Η Κρήτη παρήγαγε πολλά και εκλεκτά προϊόντα όπως αμύγδαλα, κάστανα, μέλι, κερί, μαλλιά, σταφίδες, μετάξι, κρασί, ρύζι, μπαμπάκι και λινάρι. Γίνεται λόγος επίσης για την πεδιάδα της Μεσσαράς, της οποίας “οι καρποί ου μόνον τρέφουσιν όλην σχεδόν την επίλοιπον νήσον, αλλ’ ενίοτε γίνεται και εξαγωγή αυτών εις την Μάλταν και άλλας νήσους”.

Επίσης αναφέρεται, ότι “από του λιμένος της πόλεως ταύτης (του Χάνδακα δηλαδή), εξάγονται τα εξής προϊόντα: σαπούνιον, σταφίδα, οίνος ξυλοκέρατον (χαρούπια), γάλα πεπηγός (τυροκομικά προϊόντα), κοχλίας (σαλιγκάρια), αμύγδαλα, λινόσπορος, μετάξιον και άλλα και ταύτα δια πλοίων εντοπίων”.

Στα παραπάνω βέβαια πρέπει να προστεθούν τα φαρμακευτικά και αρωματικά βότανα, όπως το λάβδανο και η ζαφορά, τα οποία επαινούν οι ξένοι περιηγητές, καθώς και τα κεντήματα και κρητικά υφαντά, που προέρχονται από γυναικεία μοναστήρια και ειδικότερα της Παλιανής. Το νησί μας βέβαια εισάγει ζάχαρη, καφέ, ρύζι, δέρματα, υφάσματα, παστά ψάρια, είδη ξυλείας και σιδερικά, καθώς και εκκλησιαστικά βιβλία.  Αυτά έφταναν στην Κρήτη από τη Βενετία, τη Μασαλία, την Αλεξάνδρεια και φυσικά από την Κωνσταντινούπολη. Βασικό γεωργικό προϊόν της Κρήτης είναι το λάδι.

Η αμπελοκαλλιέργεια ήδη αναπτύσσεται σε Κίσσαμο και Μαλεβίζι, φυσικά η κτηνοτροφία και η βυρσοδεψία. Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα μεγάλη ανάπτυξη γνωρίζει η σαπωνοποιεία. Το Ηράκλειο έχει 15 σαπωνοποιεία και 10 έχουν τα Χανιά. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στο Κρητικό σαπούνι και σ’ αυτό της Μασαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι του εμπορίου και της αγοράς κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και τις αγκυλώσεις των βραδυκίνητων οθωμανικών δομών και είναι σημαντική η κοινωνική τους προσφορά.

Κλείνοντας με μία αναφορά για την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Βόλο από ένα άρθρο της Αννίτας Πρασσά, από το αρχείο Φιλελεήμονος Αδελφότητος Βόλου, σας αναφέρω: Την Πρωτομαγιά του 1874, σ’ ένα ταπεινό παντοπωλείο της συνοικίας των παλαιών συγκεντρώθηκαν “άσημοι παντοπώλαι και αφανείς πωληταί σαρδελών και καπνού και αγαθοί διευθυνταί Χανίων και ταβερνείων της εποχής”, οι οποίοι ίδρυσαν το Αδελφάτο. Σκοπός τους η αγαθοεργία, η φιλανθρωπία προς τους άπορους της πόλης, αλλά και η ίδρυση νοσοκομείου.

Τότε, που και ο Βόλος ήταν μια νεοσύστατη πόλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας!

Τότε που οι άνθρωποι σκέφτονταν και ενεργούσαν διαφορετικά!