«Είμαι δεκαεξάρης, σας γ… τα Λύκεια», τραγουδούσε το 1983 ο παλιός επαναστατικός Σαββόπουλος. Το τραγούδι απηχούσε μια πραγματικότητα εκείνης της εποχής, στην οποία πρωταγωνιστούσε η εφηβική ορμή μιας ασυμβίβαστης νεότητας.

Οι δεκαεξάρηδες αντιπροσώπευαν τότε τους εκφραστές της αμφισβήτησης μέσα στον μαθητόκοσμο. Αμφισβητώντας και καταγγέλλοντας αυτά τα παιδιά ένα γερασμένο και παράλογο «σύστημα», αν και δεν ήξεραν καλά-καλά τι ακριβώς ήταν αυτό, έβρισκαν διάφορους τρόπους να εκδηλώνουν την αντίδρασή τους. Σίγουρα ο πιο δημοφιλής από αυτούς τους τρόπους ήταν η κατάληψη.

Καταλάμβαναν τα σχολεία τους, παρακωλύοντας έτσι την λειτουργία τους. Θεωρούσαν πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να ελέγχουν τον φυσικό τους χώρο, αλλά και ότι θα προσέλκυαν πάνω τους την προσοχή όλων εκείνων στους οποίους απευθύνονταν. Σκαρφαλωμένα λοιπόν αυτά τα παιδιά στα κάγκελα, από τη μέσα μεριά του σχολείου, διαπραγματεύονταν τα όνειρά τους με το απρόσωπο «σύστημα».

Σήμερα, εκείνοι οι δεκαεξάρηδες είναι πια τρανταεφτάρηδες και αρκετοί από αυτούς βρίσκονται ξανά στα ίδια κάγκελα, αλλά αυτή τη φορά από την απέξω μεριά!

Είναι πατεράδες και μανάδες των σημερινών δεκαεξάρηδων, που όσο και να το προσπαθούν τα παιδιά τους, δεν φαίνεται να καταφέρνουν να τους θυμίσουν τα… νιάτα τους.

Η κατάληψη ενός οποιουδήποτε χώρου και από τον οποιονδήποτε αποτελεί μια παράνομη πράξη και ουδείς το αμφισβητεί αυτό. Τον τελευταίο χρόνο έχουμε παρακολουθήσει σε ζωντανή μετάδοση στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, μια σειρά από αστυνομικές επιχειρήσεις εκκένωσης διάφορων κτηρίων, δημόσιων και ιδιωτικών, που είχαν καταληφθεί στο παρελθόν από ανθρώπους, κυρίως περιθωριακούς.

Στην περίπτωση όμως της κατάληψης του χώρου ενός σχολείου από τους μαθητές του, υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Οι καταληψίες εδώ είναι ανήλικοι και ως τέτοιοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται.

Η κατάληψη των σχολείων δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Κοινότοπη η λέξη, όσο και το περιεχόμενό της. Η κατάληψη συνυπάρχει εδώ και πολλά χρόνια στα σχολεία μας μαζί με την εγκατάλειψη. Αποτελούν πλέον τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας διαχρονικής πραγματικότητας που δεν τιμάει καθόλου το Δημόσιο Σχολείο.

Δεν αξίζει στην Παιδεία μας, ούτε η κατάληψη ούτε η εγκατάλειψη. Η πρώτη γιατί δίνει στα παιδιά μας την ψευδαίσθηση ενός αγώνα που ποτέ δεν δικαιώνεται, και η δεύτερη γιατί συντηρεί ως φυσιολογική, την διαχρονική εικόνα της απαξίωσης της Πολιτείας, για την Δημόσια Εκπαίδευση.

Η Πολιτεία βεβαίως έχει τις δικές της προτεραιότητες και απ’ ότι φαίνεται δεν τις αλλάζει, μέσα στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται και το Δημόσιο Σχολείο. Ποτέ δεν συμπεριλαμβάνονταν! Τα πολιτικά κόμματα με τη σειρά τους αδιαφορούσαν ανέκαθεν ηχηρά για τα δύο αυτά φαινόμενα, επιδιώκοντας να αποκομίζουν μόνο οφέλη από τέτοιου είδους εξελίξεις, στον κομματικό τους μικρόκοσμο. «Κόμμα και ρετσίνα κι άσματα επινίκια…», ήταν ο άλλος στίχος του τραγουδιού του Σαββόπουλου που ομοικαταληκτούσε με τον αρχικό…

Η κοινωνία από τη πλευρά της, έχει συνηθίσει μόνο να κρίνει και όχι να κρίνεται. Νομίζει ότι δεν κρίνεται! Την κρίνουν όμως και την αξιολογούν τα ίδια της τα παιδιά και ένα μεγάλο μέρος της αμφισβήτησής τους στρέφεται προς την ίδια. Το νιώθει αυτό και δυσφορεί. Δυσανασχετεί και υποκρίνεται. Στην προσπάθειά της λοιπόν αυτή η κοινωνία να ξεφορτωθεί κάποιες από τις ενοχές της, υποτιμά τα παιδιά της, εκτοξεύοντας συκοφαντίες, λοιδορίες και ύβρεις για τις κινητοποιήσεις των μαθητών.

Έχω βαρεθεί πια να ακούω τις «κριτικές του καφενείου», που ακούγονται πάντα το ίδιο μονότονα: «Πέντε καλόπαιδα(δεν είναι αυτή ακριβώς η λέξη) κλείνουν το σχολείο και δεν αφήνουν τους άλλους να μπουν μέσα». «Κάνουν κατάληψη για το σχήμα της τυρόπιτας». «Οι εκπαιδευτικοί υποκινούν τις καταλήψεις για να μαζέψουν τις ελιές τους». Όλες αυτές οι άθλιες και ανυπόστατες κατηγορίες, ακόμα κι αν φέρουν το περιτύλιγμα του ειρωνικού χαριτολογήματος, εξαπολύονται προκειμένου να νιώσει καλύτερα η κοινωνία από τις δικές της ενοχές. Μια κοινωνία, που δεν είναι καθόλου αμέτοχη για όλα αυτά που συμβαίνουν…

Πότε μίλησε στα παιδιά της ειλικρινά, προσπαθώντας πρώτα να τα πλησιάσει και να φροντίσει στη συνέχεια να τα πείσει, πως δεν έχουν να κερδίσουν απολύτως τίποτα καταλαμβάνοντας το σχολείο τους; Πότε πίεσε την Πολιτεία να διαθέσει επιτέλους λεφτά για την Παιδεία και όχι ψίχουλα, όλα αυτά τα χρόνια που απαξιώνεται τόσο παράφορα ένα δημόσιο αγαθό; Πότε αναζήτησε να βρει το δικό της ρόλο, αλλά και τις ευθύνες της, απέναντι σε ένα Δημόσιο σύστημα Παιδείας που βρίσκεται διαρκώς σε εγκατάλειψη; Φυσικά, στα μέλη της κοινωνίας συμπεριλαμβάνονται και οι εκπαιδευτικοί, που δεν είναι άμοιροι ευθυνών για αρκετά από τα συσσωρευμένα προβλήματα που χρονίζουν…

Οι φετινές καταλήψεις των σχολείων ήταν προσαρμοσμένες στο κλίμα της πανδημίας.

Τα αιτήματα των μαθητών αυτή τη φορά είχαν να κάνουν με την ασφάλειά τους, για την οποία όμως αδιαφόρησε εντελώς το Υπουργείο Παιδείας. Τα παιδιά ζητούσαν να τηρηθεί το όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα, να καλυφθούν τα κενά των εκπαιδευτικών, να ενισχυθεί το προσωπικό καθαριότητας, που σε κάποια σχολεία δεν υπήρχε καν, και να διαμορφωθεί ένα διαφορετικό πρόγραμμα διαλειμμάτων, ώστε να μπορούν να αντέχουν την πολύωρη χρήση της μάσκας. Αιτήματα που συνάδουν απολύτως με τις εισηγήσεις της επιτροπής του ΕΟΔΥ.

Οι συκοφάντες της «τυρόπιτας» όμως, διέδιδαν παντού ότι οι μαθητές έκαναν τις καταλήψεις, αντιδρώντας στη χρήση της μάσκας. Είχαν μάλιστα δώσει ως τίτλο για τις μαθητικές κινητοποιήσεις, «Η κατάληψη κατά της μάσκας». Τι κι αν έγραφαν τα πανό τους: «Κάτω από τη μάσκα έχουμε φωνή», ή ότι «Η μάσκα δεν φτάνει για να μας προστατέψει». Τα γνωστά καλοπληρωμένα φερέφωνα της «ενημέρωσης», δημιουργούσαν και πάλι τις εντυπώσεις που είχαν εντολή να διασπείρουν, διαστρεβλώνοντας κατάφωρα την αλήθεια.

Λίγο πριν εκτονωθεί το φαινόμενο των καταλήψεων, η κ. Κεραμέως «έριξε λάδι στη φωτιά», υπογράφοντας εν μία νυκτί ένα ΦΕΚ τιμωρίας, το οποίο απέκλειε τους πρωτεργάτες των καταλήψεων από την τηλεκπαίδευση. Ζητούσε από τους εκπαιδευτικούς να καταδώσουν τους πρωτοστατούντες στις καταλήψεις, συντάσσοντας «μαύρες λίστες», απαγορεύοντας στους ταραξίες μαθητές να συμμετέχουν στα διαδικτυακά μαθήματα, λαμβάνοντας όμως τις αντίστοιχες απουσίες. Ένας καθαρά διχαστικός εκβιασμός, που θα πυροδοτήσει σίγουρα αλυσιδωτές «εκρήξεις» στα θεμέλια της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Είναι γνωστό ότι το δικαίωμα στη μόρφωση το έχει και ο τελευταίος βαρυποινίτης των φυλακών. Δεν το έχει όμως, σύμφωνα με το ΦΕΚ της «Υπουργού των παγουρίνων», ο δεκαεξάχρονος κάγκουρας που βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα του σχολείου του να διαδηλώνει ενάντια στην δική της αναλγησία. Η τιμωρητική αυτή στάση ενός Υπουργείου που υποτίθεται ότι προάγει την παιδαγωγική προσέγγιση, προβάλει ως ένα «μάθημα» παραδειγματισμού των εφήβων μας, ώστε να μάθουν να υπακούν και να υποτάσσονται μπροστά στην απειλή της καταστολής. Τέτοιους πολίτες ονειρεύονται να εξουσιάζουν…

Όσο μακρινό φαντάζει το 1983, τόσο κοντινά παραμένουν τα διαχρονικά προβλήματα στη Δημόσια Εκπαίδευση. Οι καταλήψεις θα έρχονται και θα φεύγουν, αλλά η εγκατάλειψη θα παραμένει, μαζί με το στίχο του Νιόνιου, ως παράπονο προς την κυρία Υπουργό: «Το τραγούδι ετούτο το ‘πα και το εβδομήντα εννιά. Σ’ αγαπάω ακόμα, αλλά εσύ είσαι κακιά».

https://moschonas.wordpress.com

Ηράκλειο 06/10/2020