Όσα συμβαίνουν και λέγονται τον τελευταίο καιρό σχετικά με την τέλεση των εκκλησιαστικών ακολουθιών και τη λεγόμενη «δημόσια» λατρεία του Θεού, μας δίνουν την αφορμή να στραφούμε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια και να δούμε τι συνέβαινε τότε, όταν δηλαδή οι πρώτοι χριστιανοί δεν είχαν τόπους λατρείας για να τελέσουν τη Θεία Ευχαριστία.

Αν, λοιπόν, ερευνήσει κάποιος την Καινή Διαθήκη, θα συναντήσει  στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 16,5. Α΄ Κορ. 16,19. Κολ. 4,15. Φιλήμ. στ. 2)  την έκφραση «κατ’  οίκον εκκλησία», που σημαίνει την εκκλησία (δηλαδή τους πιστούς) που συναθροίζεται στο σπίτι (βέβαια, η λ. οίκος είχε τη σημασία και της οικογένειας) Τη συνάθροιση αυτή των πρώτων χριστιανών σε ιδιωτικούς χώρους τη συναντούμε και στο βιβλίο των  Πράξεων των Αποστόλων (12,12 και 20,7-12).

Αναφέρονται μάλιστα και τα ονόματα των ιδιοκτητών των σπιτιών:  στα Ιεροσόλυμα η συνάθροιση γινόταν στο σπίτι της Μαρίας, μητέρας του Ιωάννου Μάρκου, στην Κόρινθο στο σπίτι του Γαΐου (Ρωμ. 16,23), στην Έφεσο η «κατ’  οίκον εκκλησία» βρισκόταν στο σπίτι του Ακύλα και της Πρίσκιλλας, στις Κολοσσές στο σπίτι του Νυμφά.

Αυτές οι «κατ’  οίκον» εκκλησίες  βαθμηδόν αυξήθηκαν και κατά την περίοδο των διωγμών κυριολεκτικά έσωσαν τον χριστιανισμό. Αργότερα, μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο, όταν η Εκκλησία άρχισε να οργανώνεται συστηματικότερα και οι χριστιανοί ήταν ελεύθεροι να λατρεύουν το Θεό, οι «κατ’ οίκον»  εκκλησίες διαλύθηκαν για δυο λόγους: α)επειδή εμπόδιζαν την περαιτέρω ανάπτυξη της οργάνωσης της Εκκλησίας και β) επειδή έγιναν κέντρα αιρετικών διδασκαλιών.

Τι ήταν αυτές οι «κατ’  οίκον» εκκλησίες; Πρώτα- πρώτα πρέπει να πούμε ότι με τον όρο «εκκλησία» οι χριστιανοί αποκαλούσαν όχι τον τόπο συνάθροισης αλλά την ίδια τη σύναξη των πιστών, που γινόταν  με σκοπό τη λατρεία του Θεού. Επειδή δεν υπήρχαν ναοί, η σύναξη αυτή γινόταν σε σπίτια που διέθεταν οι παλαιότεροι και πιο ένθερμοι πιστοί.

Αυτά τα σπίτια υπήρξαν, θα λέγαμε, οι πρώτοι χριστιανικοί ναοί. Για τις συνάξεις αυτές έχουμε την εξής πληροφορία από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων:  Στην Τρωάδα βρέθηκε ο Παύλος κατά την τρίτη αποστολική περιοδεία του. Ήταν Κυριακή και οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στο υπερώο κάποιου σπιτιού για την τέλεση της  Θείας Ευχαριστίας υπό το φως πολλών λαμπάδων.

Ο Παύλος μίλησε στους συγκεντρωμένους, γιατί θα έφευγε την άλλη μέρα, παρατείνοντας το λόγο του ως τα μεσάνυχτα. Κατόπιν τέλεσε τη θεία Ευχαριστία και ανεχώρησε (Πράξ. 20, 7-12).  Επομένως, στις «κατ’  οίκον» εκκλησίες οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν για κοινή προσευχή, για να ακούσουν το κήρυγμα και για τη Θεία Ευχαριστία. Έτσι, ένα κοινό σπίτι μεταβαλλόταν σε τόπο λατρείας του Θεού.

Γιατί, όμως, όλη αυτή η αναφορά στα πρωτοχριστιανικά χρόνια; Συνέδεσα εξαρχής το θέμα των «κατ’ οίκον»  εκκλησιών με το ανακύψαν πρόβλημα της αναστολής των λατρευτικών συνάξεων λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Ασφαλώς, η εξέλιξη αυτή ανατρέπει όλη τη λειτουργία της Εκκλησίας, όσον αφορά τη δημόσια λατρεία του Θεού.

Θα πρέπει  εδώ να πούμε ότι η δημόσια λατρεία, η λατρεία δηλαδή που γίνεται στους ναούς, έχει τεράστια σημασία για την  Εκκλησία, επειδή δεν πρόκειται για κάποια ιδιωτική ή κοσμική συγκέντρωση αλλά για «εκκλησία», δηλαδή για σύναξη πιστών γύρω από την  Αγία Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας. Αυτή είναι η συνείδηση της Εκκλησίας για τον εαυτό της. Κάθε φορά που οι πιστοί συνάζονται στο ναό, πραγματώνουν και αποκαλύπτουν ότι είναι αδελφοί, ότι είναι μέλη του σώματος του Χριστού, ότι είναι «εκκλησία» και όχι απλώς ιδιώτες, άτομα.

Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, δηλαδή ύπαρξη στραμμένη προς τον άλλο άνθρωπο, ο οποίος είναι ο πλησίον και αδελφός του. Στην Εκκλησία τα πρόσωπα αδελφοποιούνται, ενώνονται, γίνονται ένα στο όνομα του Χριστού, μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα Του. Επομένως, η αντίδραση της Εκκλησίας είναι, κατά κάποιο τρόπο, ανακλαστική, επειδή ακόμη και το προσωρινό κλείσιμο των ναών είναι πλήγμα στην ίδια την αυτοσυνειδησία της.

Ωστόσο, όπως δείξαμε, υπάρχει και η «κατ’  οίκον εκκλησία», δηλαδή η δυνατότητα προσευχής στο σπίτι. Το άναμμα του καντηλιού, το λιβάνισμα και η προσευχή ήταν σε παλαιότερες εποχές αυτονόητα σε κάθε σπίτι. Έτσι πορεύονταν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας, οι μανάδες και οι πατεράδες μας.

Είναι ένα σημαντικό κομμάτι της θρησκευτικής μας παράδοσης, που κράτησε ζωντανή την πίστη των ορθοδόξων σε δύσκολους καιρούς και που ευτυχώς συνεχίζεται από πολλούς ευσεβείς χριστιανούς και σήμερα. Με το καντήλι, το λιβάνισμα και την προσκύνηση των εικόνων οι πιστοί συμμετέχουν όχι απλώς διανοητικά αλλά με όλη τους την ύπαρξη, σωματικά δηλαδή και ψυχικά, στο γεγονός της λατρείας του Θεού.

Αυτή την παράδοση καλούμαστε να μην την ξεχάσουμε, γιατί η πίστη στο Θεό και η επίκληση της βοήθειας της Παναγίας και των αγίων δίνει ελπίδα, στερεώνει τον άνθρωπο στις δύσκολες στιγμές, τον κάνει αισιόδοξο, δεν τον αφήνει έρμαιο στα δίχτυα της απόγνωσης. Η Εκκλησία, λοιπόν, δεν αφήνει τα παιδιά της δίχως στήριγμα, αφού τα προτρέπει να μεταβάλουν το σπίτι τους σε εκκλησία και από εκεί να λατρέψουν το Θεό με υπομονή και καρτερία, μέχρι να περάσει η μπόρα.

Από το εικονοστάσι του σπιτιού τους να αναπέμψουν με πνεύμα ταπεινό δοξολογία, ευχαριστία και παράκληση προς το Θεό, ζητώντας Του να λυτρώσει τα πλάσματά του από τη σκληρή δοκιμασία της πανδημίας.  Ο Χριστός, όταν μίλησε για την προσευχή, προέτρεψε τους ανθρώπους να κλειστούν στο «ταμιείο» τους, δηλαδή στο πιο εσωτερικό μέρος του σπιτιού τους, και εκεί, σε κλίμα αυτοσυγκέντρωσης και ησυχίας, να προσευχηθούν. Ιδού, λοιπόν, η ευκαιρία της κατ’ οίκον προσευχής.

«Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καἰ αληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», είπε ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα, όταν εκείνη τον ρώτησε πού πρέπει να λατρεύεται ο Θεός (Ιωάν. 4,24). Η προσευχή πρέπει να γίνεται με τη δύναμη του Πνεύματος και να είναι αληθινή, δηλαδή να βγαίνει από καθαρή καρδιά και να ζητά τα καλά, τα ωφέλιμα και όσα είναι για το αληθινό συμφέρον της ψυχής. Αυτή την  προσευχή εισακούει ο Θεός, σε όποιον τόπο κι αν γίνεται

. Ο οίκος μας, το σπίτι μας είναι τούτη την ώρα ο καλύτερος τόπος για την προσευχή και τη λατρεία του Θεού. Κι όταν περάσει το κακό, οι ναοί μας θα είναι και πάλι ανοιχτοί, για να λατρέψουμε και πάλι όλοι μαζί το Θεό και να γιορτάσουμε την ελευθερία μας από τα δεσμά που επέβαλε πάνω μας η πανδημία. Τώρα ζούμε την ώρα του σταυρού, αλλά η Ανάσταση δεν θα αργήσει.  Και μην ξεχνάμε: στη δοκιμασία φαίνεται η δύναμη της ψυχής. Από αυτή την άποψη αν δούμε τα πράγματα, ίσως κερδίσουμε και κάτι σημαντικό για τη ζωή μας μετά την πανδημία.