Τον  Μάη  του  1941, λίγες  ημέρες  και  ώρες  πριν  την  ρίψη  των  Γερμανών  αλεξιπτωτιστών,  η  φοβερή  τότε  Γερμανική  Αεροπορία  προέβη σε  αλλεπάλληλους  βομβαρδισμούς,  προφανώς  για  να  τρομοκρατήσουν  και  να  κάμψουν  την  αναμενόμενη  αντίσταση  του  κρητικού  λαού.  Μερικές  από  τις  βόμβες  εκείνες  έπεσαν  κοντά  στο  χωριό,  ευτυχώς,  χωρίς  να  θρηνήσουμε  θύματα.

Μια  από  αυτές  τις  βόμβες  παραδόξως  δεν  εξερράγη, είχε  όπως  θα  δούμε  άλλο  προορισμό.  Την  βρήκε  ο  πολυμήχανος  Νικόλαος  Βασιλάκης  (Καλούτσης)  από  την  οποία  αφαίρεσε τον  πυροδοτικό  μηχανισμό  και  την  εκρηκτική  ύλη  και  την  έκρυψε  σε  κάποιο  μέρος  της  περιοχής.

Μετά  την  απελευθέρωση  σε  συνεργασία  με  τον  μακαριστό  παπα – Χαράλαμπο  Χατζάκη  την  πήγαν  στο  μηχανουργείο  του  Μανώλη  Καλογεράκη  στο  Ηράκλειο,  ο  οποίος  την  έκοψε  περίπου  στη  μέση, της  έκανε  κάποιες  τεχνικές  βελτιώσεις  μετατρέποντας  την  σε  καμπάνα  και  την  έφεραν  και  την  τοποθέτησαν  στο  εξωκκλήσι  του  Προφήτη  Ηλία,  δεδομένου  ότι  μέχρι  τότε  δεν  υπήρχε  κωδωνοστάσιο  ούτε  καμπάνα  στο  εκκλησάκι.

Στις  20  Ιουλίου  πήγα  κι  εγώ  πολύ  πρωί  στο  πανηγύρι  του  Προφήτη  Ηλία.  Έξω  από  το  εκκλησάκι  υπάρχει  μια  μαρμάρινη  πλάκα  που  τοποθέτησε  εκεί  ο  πρώην  ιερέας  της  Ενορίας  π.  Κωνσταντίνος  Χατζάκης  σε  συνεργασία  με  τον  Πολιτιστικό  Σύλλογο  Ανώπολης.

Στην  πλάκα  αναγράφονται  τα  ονόματα  των  τριών  Ελλήνων  φονευθέντων  στην  ηρωική  ΜΑΧΗ  ΤΟΥ  ΛΟΦΟΥ  ΚΟΨΑ, που  έγινε  300  μέτρα  βορείως  του  Προφήτη  Ηλία.  Σ’  αυτό  το λόφο  οι  Έλληνες  πέτυχαν  την  πρώτη  νικηφόρα  μάχη  κατά  των  Γερμανών  αλεξιπτωτιστών,  αφού  ουδείς  Γερμανός  γλύτωσε  εκτός  από  μερικούς  τραυματίες  και  αιχμαλώτους.  Και  κάθε  χρόνο  στην  επέτειο  της  ΜΑΧΗΣ  ΚΟΨΑ  τελείται  Θεία  Λειτουργία  και  επιμνημόσυνη  δέηση  στη  μνήμη  των  πεσόντων  παρουσία θρησκευτικών,  πολιτικών, δημοτικών,  στρατιωτικών  Αρχών  και  πλήθος κόσμου.

Πριν  τον  εκκλησιασμό  μου  στη  Θεία Λειτουργία  μπήκα  και   άναψα   το κερί  μου  στον  Ένσαρκο  Άγγελο  και  προσκύνησα  ευλαβικά.  Μετά  βγήκα  έξω, περπάτησα  στον  περίβολο της εκκλησίας και χάρηκα  το  άγριο  φυσικό   κάλλος  του  βουνού  που  έντονα  μύριζε  θυμάρι,  θρούμπα  και  φασκόμηλο.  Μερικά  πουλιά,  που  είναι  το  στολίδι  της  εξοχής,  κελαηδούσαν  χαμοπετώντας  πάνω  στα  κλαδιά  και  στις  πέτρες.

Γι’  αυτά  ο  Βιτσέντζος  Κορνάρος  γράφει:

«Κι  απ’  τσι  φωλιές  τους  τα  πουλιά  βγήκασι  και  πετούσα

κι  εσμήγασι  μ’  άλλα  πουλιά  και  γλυκοκελαηδούσα»

«Ποιο  κάθεται  χλωρό  κλαρί  ποιο  δένδρο  ποιο  χαράκι

και  τον  σκοπό  του  κελαηδεί  κάθε  λογής  πουλάκι».

Ένας  κόρακας  πετώντας  χαμηλά  πέρασε  δίπλα  μας,  «εεεεε  του  είπα,  μη  φέρεις  σήμερα  τίποτα  τροφή  στον  Προφήτη  Ηλία,  του  φέραμε  εμείς  πολλούς  Άρτους».  Φτερούγησε  και  χάθηκε  στην  απόκρημνη  πλαγιά  του  βουνού.  Τέτοιος  θα  ήταν,  συλλογίστηκα,  και  ο  κόρακας  που  καθημερινά  έφερνε  τροφή  στον  Προφήτη  Ηλία  στο  σπήλαιο  που  κρυβόταν  καταδιωκόμενος  από  τους  οπαδούς  και  τους  ιερείς  του  ΒΑΑΛ.

Από  εδώ  ψηλά  βάλθηκα  να  ξαγναντεύω  το  βαθύ  Κρητικό  πέλαγος,  τη  γαλάζια  θάλασσα  με  τις  άσπρες  δαντελωτές  ακρογιαλιές,  τον  κάμπο  με  τους  κήπους,  τις  βίλες  και  τα  τουριστικά  καταλύματα,  την  πόλη  του  Ηρακλείου,  τα  γύρω  ψηλά  και  χαμηλά  βουνά,  τα  κάτασπρα  σκόρπια  χωριουδάκια,  την  απέραντη  καταπράσινη  πεδιάδα,  την  κατάφυτη  με  ελιές  και  αμπέλια.  Σαν  φυσιολάτρης  βλέποντας  αυτή  την  απείρου  κάλλους  θαυμαστή  εικόνα  αισθάνθηκα  να  έχω  πλημμυρίσει από Θεία  συγκίνηση.

Εδώ  θυμήθηκα  και  έψαλα  μια  φράση  από  έναν  εκκλησιαστικό  ύμνο  που  ψάλλεται  την  ημέρα  της  Πεντηκοστής  και  λέει:

– Συ  ει  ο  Θεός  ημών  ο  ποιών  θαυμάσια  μόνος.

– Αλλά  εκείνη  την  ώρα  άρχισε  η  Θεία  Λειτουργία  και  η  «βομβοκαμπάνα»  άρχισε  να  κρούει  χαρμόσυνα.  Στράφηκα  την  κοίταξα  και  ο  ήχος  της  μου   ζωντάνεψε  παλιές  μνήμες.  Θυμήθηκα  τα  μαύρα  χρόνια  που  ζήσαμε  τη  Γερμανική  Κατοχή,  την  πείνα,  τη  στέρηση,  τα  βασανιστήρια,  τις  εκτελέσεις  και  τους ξυλοδαρμούς,  από  τους  οποίους  δεν  γλύτωσε  ούτε  ο  γράφων.

Έφηβος  τότε  δούλευα  αγγαρεία  στα  καταναγκαστικά  έργα  των  Γερμανών  κατακτητών,  οι  οποίοι  με  ξυλοκόπησαν  τρεις  φορές.  Δεν  ήμουν  βλέπετε  το  καλό  και  εργατικό  παιδί  που  θα  ήθελαν,  προτιμούσα  την  αντίσταση  και  την  κακοποίηση  παρά  να  προσφέρω  εκδούλευση  στους  κατακτητές  της  Πατρίδας  μου  στο  βαθμό  που  αυτοί  θα  ήθελαν.

Επίσης,  στη  σκέψη  μου  ήρθε  ο  εμφύλιος  αλληλοσπαραγμός  του  λαού  της  Συρίας  με  τα  επακόλουθα  δεινά  του.  Άνθρωποι  που  έχασαν  τα  πάντα  και  ξεριζωμένοι  πήραν το  δρόμο  της  προσφυγιάς  για  να  πέσουν  αργότερα  στα  αδίσταχτα  χέρια  των  δουλεμπόρων.

Πόσοι  άνδρες,  γυναίκες  και  αθώα  μικρά  παιδιά  τάφηκαν  κάτω  από  τον  υγρό  τάφο  της  θάλασσας…  Στιγμές  σπαραγμού,  φρίκης  και  οδύνης  και  όλα  αυτά  για  να  χαίρονται  και  να  γεμίζουν  τα  θησαυροφυλάκια   τους  με  αμαρτωλά  αργύρια  οι  έμποροι  των  όπλων. – Ντροπή και αίσχος στον πολιτισμό του  21ου  αιώνα. Οι  σκέψεις  αυτές  κυριολεκτικά  με  συγκλόνισαν,  δάκρυσα,  κοίταξα  το  εκκλησάκι  και  με  ικετευτικό  παράπονο  είπα:

«Πότε  Χριστέ  στον  κόσμο  σου  θα  φέρεις  την  ειρήνη

Κι  όπλο  στη  γη  μοναδικό  θα  μείνει  ο  Σταυρός.

Πότε  θα  την  γιορτάσουμε  την  ποθητή  ειρήνη, με  δίχως  βόμβες  είναι  αλίμονο  μακριά  πολύ  μακριά  ο  καιρός».

Ωστόσο,  η  «βομβοκαμπάνα»  αυτή  θα  κρούει  κι  αν  ήταν  δυνατόν  να  μιλούσε,  θα  μας  έλεγε:

«Με  εξαπέστειλαν  εδώ  οι  δήμιοι  να  σκορπίσω  τον  θάνατο  και  την  καταστροφή,  αλλά  αρνήθηκα  και  ήρθα  εδώ  πάνω  ψηλά  σ’  αυτό το  εκκλησάκι  του  Προφήτη  Ηλία  και  έγινα  η  φωνή  της  εκκλησίας  και  σύμβολο  Ειρήνης.  Ακόμα,  ίσως  από  εδώ  ψηλά  θα  έκανε  την  ύστατη  και  πλέον  δραματική  έκκληση  βροντοφωνάζοντας:

«Λαοί  όλου  του  κόσμου

εγερθείτε  και  αγωνιστείτε  τον  αγώνα  τον  καλόν  για  μια  πανανθρώπινη  ειρήνη και αξιοπρέπεια,  την  αξίζετε  και  σας  ανήκει !!!».

– Δεν  θέλησε  η  βόμβα  αυτή  ανθρώπους  να  σκοτώσει,

ούτε  να  κάνει  ορφανά  μανάδες  με  τα  μαύρα.

μα  από  μια  τέτοια  συμφορά  βάλθηκε να  μας  σώσει,

κι  απ’  τις  καρδιές  μας  να  μη  βγει  πόνος  καημός  και  λαύρα.

– Γι’  αυτό από  βόμβα  φονική  που  ήταν  προορισμένη,

στην  εκκλησιά  τη  βλέπομε  καμπάνα  να ‘χει  γίνει

και  κάθε  χρόνο  στη  γιορτή  τους  χριστιανούς  προσμένει

ν’ ακούσουν  που  διαλαλεί  το  επί γης έργο.

– Και  ‘σεις  τουρίστες  Γερμανοί  στο  Κάστρο  περπατείστε

σε  μια  οδό  που  λέγεται  Εξήντα  δυο  (62)  Μαρτύρων,

γιατί  είχε  αυτό  το  όνομα   θα  μάθετε  αν  ρωτήστε,

γι’ αυτή  πολλά  έχουν  γραφτεί  σε  άρθρα  εφημερίδων.

– Μετά  ελάτε  ως  εδώ  σ’  αυτό  το  εκκλησάκι

και  ρίξτε  μια  ματιά  ψηλά  τη  βόμβα  σας  να  δείτε

κι  αν  αισθανθείτε  ένοχοι  ανάψετε  ένα  κεράκι

και  αφού  τη  δείτε  να  χτυπά  πολλάαααα  θα  διδαχθείτε.

Υ.Γ.  Λίγα  γράμματα  έμαθα  στο  Δημοτικό  Σχολείο  του  χωριού  μου  και  οι  αναγνώστες  να  με  συγχωρέσουν  για  τη  λογοτεχνική  μου  ανεπάρκεια  και  ας  κρατήσουν  μονάχα  το  βαθύτερο  νόημα.