Στις πολλές εφημερίδες και περιοδικά του εξωτερικού, τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται λόγος για τους αυταρχικούς ηγέτες του νέου αιώνα που σηματοδοτεί άλλωστε και την αρχή της νέας χιλιετίας, προσπαθώντας να δώσουν απάντηση στο ερώτημα αν ομοιάζουν με τους προκατόχους τους, στον εικοστό αιώνα. Στο στόχαστρο των περισσότερων, κυρίως στο δυτικό κόσμο, βρίσκονται οι Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Βλαντίμιρ Πούτιν.

Εάν η πορεία τους ήταν η συνήθης, θα συμπεραίναμε ότι  η παρουσία τους αποτελεί αντανάκλαση των κοινωνιών σε δεδομένη χρονική στιγμή. Σύμφωνα με μια συνηθισμένη περιγραφή και ένα δημοφιλές σενάριο, οι επιτυχίες μιας φιλελεύθερης κοινωνίας  που είναι ανοιχτή σε ξένες επιρροές, επεκτείνει τα ατομικά δικαιώματα και επωφελείται από τον πλουραλισμό, καταστάσεις οι οποίες προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις μεταξύ ενός απειλούμενου τμήματος του πληθυσμού, συνήθως έναν περίεργο συνασπισμό μελών κατώτερων τάξεων και φιλόδοξων ηγετών, ο οποίος λαχταρά για κάποια φανταστική και ιδεατή κοινότητα.

Η συγκυρία τότε είναι κατάλληλη για έναν τύραννο να εμφανισθεί στο προσκήνιο για να ικανοποιήσει την συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη. Μια άλλη υπόθεση, λέει ότι σε περιόδους βίαιων κοινωνικών αλλαγών, οι μαχητικότερες φατρίες τείνουν να θριαμβεύουν και τότε ο αρχηγός τους γίνεται και ο ηγέτης της χώρας.

Ιστορικά, κάτι τέτοιο συνέβη δύο φορές κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, πρώτα με την άνοδο των Ιακωβίνων και μετά με τον Ναπολέοντα. Το ίδιο μοτίβο παρατηρήθηκε με τις κομμουνιστικές επαναστάσεις στη Ρωσία και στην Κίνα. Αν και τις περισσότερες φορές το φαινόμενο είχε αριστερή πολιτική στροφή, σύμφωνα πάντοτε με την ορολογία του εικοστού αιώνα, η διαδικασία παρουσίασε  και δεξιόστροφες πορείες, όπως με τον Φράνκο, στην Ισπανία.

Και στις δύο περιπτώσεις, η περίοδος αναταράξεων ακολουθήθηκε  από μια περίοδο διώξεων και τρόμου. Αλλά είναι επίσης πιθανό οι δικτάτορες να αντιπροσωπεύουν μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατηγορία, που διαμορφώνεται από τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Στον καινούργιο αιώνα, θα μπορούσαμε  να ισχυριστούμε ότι η δρομολογημένη παγκοσμιοποίηση παράγει ανισότητες, η παρατηρούμενη μετανάστευση προκαλεί πανικό και το κοινωνικό άγχος που προκύπτει διασταυρώνεται με τον συρφετό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτή η θεωρία, βέβαια, θα μπορούσε να αποτελεί συνέχεια εκείνων που ίσχυαν παλιότερα, αλλά επιμένει ότι οι ξεχωριστές ιδιαιτερότητες μιας στιγμής έχουν σημασία και δημιουργούν αυταρχικούς ηγέτες  συγκεκριμένου εκμαγείου. Και σήμερα, όμως, χρησιμοποιούμε τα ίδια ονόματα, όπως δικτάτορας, τυραννία και φασισμός, για να προσδιορίσουμε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους και κοινωνικές διαδικασίες.

Όποια θέση κι αν πάρει κάποιος, βέβαια, αυτή συνοδεύεται από αισιόδοξες και απαισιόδοξες διαπιστώσεις  και προτάσεις. Εάν καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση ήταν παρόμοια με τις προηγούμενες, θα πιστέψουμε ότι πιθανότατα θα διορθωθεί, αλλά και την υπόθεση, ταυτόχρονα, ότι ο κύκλος αυτός δεν θα κλείσει ποτέ. Μια καθόλου ευχάριστη αλήθεια είναι πιθανώς ότι οι αυταρχικοί ηγέτες είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι μια σειρά περιστάσεων τους επιτρέπει να ριζώσουν και ανθίσουν μέσα στις κοινωνίες τους.

Δύο σχετικά νέα βιβλία, το καθένα με τις δικές του αρετές, αναλαμβάνουν την εξήγηση του πολύπλοκου φαινομένου. Το πρώτο, ‘Η εκδίκηση της εξουσίας: Πώς οι μονάρχες επαναπροσδιορίζουν την πολιτική για τον 21ο αιώνα’ του Μοϊσές Ναΐμ (Moisés Naím, The Revenge of Power: How Autocrats Are Reinventing Politics for the 21st Century), είναι η αφήγηση ενός θιασώτη της εξωτερικής πολιτικής για το πώς οι τελευταίοι δημαγωγοί ήρθαν στην εξουσία και χρησιμοποίησαν τα εργαλεία της εποχής, δηλαδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την τηλεόραση και την  κοινωνία του θεάματος, γενικώς, για να προωθήσουν την κυριαρχία του ενός και την καταστολή της όποιας διαφωνίας.

Το έργο, επίσης,  των   Σεργκέι Γκουρίεφ και Ντάνιελ Τράϊσμαν, ‘Δημιουργήματα δικτατόρων: Το μεταβαλλόμενο πρόσωπο της τυραννίας στον 21ο  αιώνα’ (Sergei Guriev  and Daniel Treisman, Spin Dictators: The Changing Face of Tyranny in the 21st Century, Princeton University Press, 2022) προσφέρει την κοινωνική και επιστημονική, συνάμα,  άποψη για τον μηχανισμό δημιουργίας  αυτών και την κοινή τους κοσμοθεωρία. Και αυτά τα δύο βιβλία, όμως,  ακολουθούν μια πλειάδα  άλλων.

Σε αυτά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το ‘Malevolent Republic: A Short History of the New India’ (2019) του Ινδού K.S. Komireddi, στο οποίο ο συγγραφέας εξιστορεί την άνοδο του Ινδουιστικού Εθνικισμού στην Ινδία και επεκτείνεται στις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτόν, και το  ‘Strongmen: Mussolini to the Present’ (W. W. Norton & Company, 2021) της Αμερικανίδας ιστορικού Ruth Ben-Ghiat που αποτελεί μια διαχρονική μελέτη με επίκεντρο την πολιτική των φύλων, καταλήγοντας πως η τυραννία και ο ‘ανδρισμός’ συνδέονται στενά.

Η ιδιαίτερη αρετή του βιβλίου του  Μοϊσές Ναΐμ έγκειται σε σαρκαστικές λεπτομέρειες των λιγότερο γνωστών χαρακτήρων από τον Πούτιν και τον Ερντογάν. Όλοι τους, αναφέρει,  ακολουθούν παρόμοια και απελπιστικά γνωστή διαδρομή.

Μετά από την αναπάντεχη επιτυχία τους ως αθυρόστομοι αερολόγοι εκτοξεύοντας κενού περιεχομένου ομιλίες, που ενώ αρχικά δεν λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν από το πολιτικό κατεστημένο, προσελκύουν στη συνέχεια μια παθιασμένη μειοψηφία και ξαφνικά, συχνά μέσα από κάποιες παραδοξότητες του εκλογικού συστήματος ή της λειτουργίας των κοινοβουλίων, βρίσκονται στην εξουσία.

Η προφανής φαιδρότητά τους, φυσικά, συγκαλύπτει την όποια δύναμή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εν προκειμένω, ο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία. Ο Ναΐμ γράφει, ότι στις συγκεντρώσεις του περιφρονούσε συνεχώς την ιταλική πολιτική ελίτ, τη μανία της Δύσης για ασταμάτητη υπερκατανάλωση, τις καταναλωτικές καταστροφές, την ατυχία της αριστεράς πολιτικής και τη διαφθορά της αντίθετης παράταξης, με  φωνές και κραυγές που γνώριζε καλά να εκτοξεύει στα ακροατήρια.

Ο Γκρίλο δεν μπόρεσε να έρθει στην εξουσία, λόγω ενός κομματικού κανόνα που απαγορεύει την ανάδειξη οποιουδήποτε με ποινική καταδίκη, αφού παλιότερα είχε κριθεί ένοχος για ανθρωποκτονία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το γνωστό ‘Κίνημα των Πέντε Αστέρων’, τοποθετημένο αορίστως προς  τα αριστερά σε εκείνον τον πολιτικό χάρτη της Ιταλίας, σχημάτισε συνασπισμό με ένα ακροδεξιό κόμμα, τη Λέγκα του Βορρά, του οποίου ο αρχηγός, Ματέο Σαλβίνι, ξεπέρασε τον Γκρίλο σε λαϊκισμό,  υποσχόμενος να απελάσει μισό εκατομμύριο μετανάστες και να κάνει την Ιταλία ξανά μεγάλη.

Ο Ναΐμ ήταν κάποτε, υπουργός Οικονομικών της Βενεζουέλας και ο Ούγκο Τσάβες, ο οποίος ανέλαβε μια ταραγμένη αλλά ουσιαστικά ευημερούσα χώρα με μακρά δημοκρατική παράδοση και την μετέτρεψε  διεθνώς καμένο χαρτί, χρήζουν  προσεκτικής μελέτης.

Ο Μοϊσές Ναΐμ, που αναφέραμε την αρχή, λέει ότι ο Τσάβες λανθασμένα θεωρείται ένας οπισθοδρομικός Κάστρο, γιατί στην ουσία, είναι ένας Μπερλουσκόνι. Από τον Ιταλό μεγιστάνα και πολιτικό, ο Τσάβες είχε καταλάβει ότι η ιδεολογία έχει μικρότερη σημασία από το καθεστώς της διασημότητας και ότι με την τηλεόραση μπορείς να δημιουργήσεις έναν κόσμο όπου το στυλ είναι το παν στην πολιτική.

Εκείνος, εκμεταλλευόμενος δική του  τηλεοπτική εκπομπή, δημιούργησε το ανάλογο πρότυπο της Όπρα Γουίνφρεϊ, ακούγοντας με έκδηλη ενσυναίσθηση τις δυσκολίες των ανθρώπων και υποσχόμενος την μεγάλη αλλαγή. Ο Τσάβες, από τη μεριά του, είχε μια ακολουθία θαυμαστών, όχι οπαδών, οι οποίοι μπορούσαν να αρκεστούν σε θεατρικές χειρονομίες και συμπεριφορές.

Κάποτε περπατώντας στους δρόμους του Καράκας, δείχνοντας τις επιτυχημένες επιχειρήσεις, φώναξε με έντονη λαϊκίστικη χροιά: «Απαλλοτριώστε τις!».  Οι συγκρίσεις σήμερα μεταξύ Σαλβίνι, Τσάβες ή  Μπολσονάρο είναι συχνές στον διεθνή Τύπο, αλλά το βασικότερο είναι, ίσως, ότι αυτοί οι απολυταρχικοί ηγέτες, αποπέμπονται κάποια στιγμή από τους ψηφοφόρους τους!

Η δυστυχία είναι ότι και στη χώρα μας κάποιες φωνές έρχονταν σε αγαστή πορεία και συμφωνία με εκείνες των ηγετών που αναφερόμαστε! Αλλά θα χρειασθεί, φυσικά,  να επανέλθουμε!

* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι διευθυντής  Χειρουργικής-συγγραφέας