Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί), εκ πρώτης όψεως, φανερώνει τη διαρκή στρατηγική του πολιτικού και θρησκευτικού Ισλάμ.

Σαφώς και πρέπει να είμαστε υπέρ του διαλόγου, πολιτικού και θρησκευτικού, αλλά με το εκκοσμικευμένο Ισλάμ. Δέον, όμως, να έχουμε υπόψη μας ότι, κατά βάθος, στόχος του είναι η κυριαρχία και η εξουσία πάνω στη θρησκευτική ή πολιτική διαφορετικότητα. Όταν δεν μπορέσει να το επιβάλει, οι άλλες θρησκευτικές ομάδες ή εξαφανίζονται εντελώς ή καθίστανται ραγιάδες, δηλαδή δουλοπάροικοι που υπηρετούν τη θεοκρατία και την οικονομία του.

Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι Άραβες που γειτνίαζαν με το Βυζάντιο.

Για τον ελληνισμό, όπως αποφάνθηκε η βυζαντινολόγος καθηγήτρια Αρβελέρ, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι μια δεύτερη άλωση, έστω και με μια δόση υπερβολικής φόρτισης, με την ανοχή και τις δακρυρρόεσσες, δακρύβρεχτες ανακοινώσεις του Δυτικού κόσμου.

Ό,τι συνέβη και το 1204, με την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους της Δύσης. Αλλά τότε είχαν μια δικαιολογία. Κι αυτό, γιατί τα γερμανικά φύλα, Οστρογότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι και Φράγκοι, μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476) και ως τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, διατηρούσαν τα βαρβαρικά τους στοιχεία. Η Καθολική Εκκλησία, επίσης, είχε εκκοσμικευθεί και επεδίωκε, πάση θυσία, την υποταγή της Ανατολικής.

Έτσι αδιαφόρησαν, ως το 1453, με το αιτιολογικό ότι δεν κινδυνεύουν από τον θεοκρατικό οθωμανισμό, με αποτέλεσμα λίγα χρόνια αργότερα ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1494-1566) να φτάσει στην Κεντρική Ευρώπη και να πολιορκήσει την ίδια τη Βιέννη (1529).

Η σημερινή, λοιπόν, “άλωση” αποτελεί μια ήττα για πολλούς.

Κατ’ αρχάς για την Ελλάδα, γιατί δεν συνετισθήκαμε από μικρασιατικές συμφορές και εμφυλίους ώστε να είμαστε σήμερα και να θεωρούμαστε αδύναμοι. Αμετανόητα, μάλιστα, τώρα και δέκα χρόνια να εξακολουθούμε, τουλάχιστον μια πλευρά, να διχάζει με το “εμείς και οι άλλοι”, “οι έντιμοι και οι διεφθαρμένοι”, “οι προοδευτικοί και οι φιλελέδες”. Αυτός ο διχασμός μάς κάνει αδύναμους, πέρα από τις όποιες διαμαρτυρίες, σε “ώτα μη ακουόντων”.

Αποτελεί, όμως, ήττα και για τον Δυτικό κόσμο. Με την ευζωία, την καλοπέραση, την ουδετερότητα, την ανεκτικότητα και την ανεξιθρησκεία, το Ισλάμ είναι “εντός των τειχών” του και δεν προσαρμόζεται. Ο δυτικός άνθρωπος, απαθής, ζει με εκείνο το: “ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, τρώγε, πίνε, ευφραίνου”. Έτερον ουδέν.

Ξεχνώντας ότι η ισλαμική ταυτότητα έχει πάγια την αρχή και την αξίωση να είναι εις βάρος της ανεκτικότητας και, καθώς επιχειρεί να κυριαρχήσει στη Δύση, αρχίζει να καθορίζει τους δικούς της κανόνες, είτε λόγω των προηγούμενων αμαρτωλών αποικιών που οι “ιθαγενείς” απέκτησαν υπηκοότητα είτε λόγω της εσκεμμένης νεοοθωμανικής μετανάστευσης.

Και ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ ουσιαστικά έχει ηττηθεί. Θέλησε να δημιουργήσει κοσμικό κράτος με τις αρχές της νεωτερικότητας, διαπράττοντας, βέβαια, το λάθος να εξαλείψει με γενοκτονίες τους ετερόδοξους και ετερόθρησκους, Έλληνες, Αρμένιους, Χαλδαίους κ.λ.π. Δεν έλαβε, όμως, υπόψη του ότι το Ισλάμ ούτε αφομοιώνεται ούτε προσαρμόζεται. Και αυτό αποδείχνεται με τον νεοοθωμανισμό του Ερντογάν, με το θρησκευτικό και πολιτικό Ισλάμ.

Το ίδιο λάθος, που έφερε την ήττα, συνέβη στη χώρα μας, με όσους δήθεν “προοδευτικούς” πολιτικούς ή Μ.Κ.Ο. νόμισαν, ιδεολογικά ή αφελώς, ότι, εξυπηρετώντας, άκριτα, το μουσουλμανικό μεταναστευτικό ρεύμα της Τουρκίας του Ερντογάν, συμβάλλουμε τάχα στην πολυπολιτισμικότητα και πολυθρησκευτικότητα της χώρας μας.

Άλλο πράγμα, όμως, είναι η φιλοξενία, ο αλτρουισμός και ο θρησκευτικός ανθρωπισμός και άλλο η εισβολή του γείτονα. Άλλος είναι ο πραγματικός, πολεμικός πρόσφυγας της Συρίας και άλλος ο νέος μουσουλμανικός “πολιορκητικός κριός” της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης.

Ο πολιτικός καθοδηγητής μου, στη νεολαία, μου έλεγε ότι “η πράξη φέρνει τη γνώση”. Αρκεί, βέβαια, να μην είναι πολύ αργά για τον Δυτικό κόσμο και πρωταρχικά για μας.

* Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας Π.Α.Ε.Α.Κ., συγγραφέας