Τους τελευταίους μήνες στο Ηράκλειο μαζί με το έργο ανάπλασης που βρίσκεται σε εξέλιξη στην οδό Ίδης και Δικαιοσύνης, ήρθε στην επικαιρότητα το θέμα για την απομάκρυνση των περιπτέρων.

Στο εκτελούμενο έργο που θεωρείται ένα από τα σοβαρότερα έργα ανάπλασης του ιστορικού κέντρου, είναι γνωστό οτι είχε τεθεί από την αρχή με την έγκριση της μελέτης προϋπόθεση πριν την ολοκλήρωσή του, η απομάκρυνση των εναπομεινάντων περιπτέρων κατόπιν οδηγίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Είναι αλήθεια και πρέπει να το ομολογήσουμε ότι η σημερινή εικόνα των περιπτέρων όπως διαχρονικά αυτή έχει διαμορφωθεί, δεν συνάδει με ιστορικότητα του χώρου και την εικόνα της ανάπλασης που προσδοκάται να αναδειχθεί μαζί με τα ιστορικά διατηρητέα κτίρια, με την αναμενόμενη αναπαλαίωσή τους.

Αφορμή δόθηκε με το παραπάνω θέμα για να πληροφορηθούμε την ιστορία των περιπτέρων στην Ελλάδα, από τη «χρονομηχανή» του Κων/νου Μπορδόκα στον «Ελεύθερο Τύπο» με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για την προέλευσή τους.

Η ιστορία των περιπτέρων ξεκίνησε τον 19ο αιώνα ως γνήσια ελληνική ευρεσιτεχνία, που συνδύαζε κρατικά οφέλη με κοινωνικό πρόσωπο, αποτελώντας μια ιδιαίτερη εμπορική δραστηριότητα. Η ονομασία «περίπτερο» δόθηκε σε μικρά κτίσματα που χρησιμοποιούσαν αρχικά ως εκθέσεις για την παρουσίαση προϊόντων και αργότερα καθιερώθηκαν ως μικρά καπνοπωλεία, εφημεριδοπωλεία, με ζαχαρώδη προϊόντα κι άλλα.

Τα πρώτα περίπτερα εμφανίστηκαν αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Η εμφάνιση των περιπτέρων εκείνης της εποχής δεν θυμίζει σε τίποτα τα σημερινά περίπτερα που λειτουργούν στις πλατείες μεγάλων πόλεων της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, αλλά και τη δική μας πόλη το Ηράκλειο. Υπήρχε διαφορετική εμφάνιση και η κατασκευή τους ήταν μικρή ξύλινη με κωνική στέγη.

Η εξάπλωση των περιπτέρων γίνεται παράλληλα με την αλματώδη αστικοποίηση, αφού η συνεχής δημιουργία νέων συνοικιών δημιούργησε καταναλωτικές ανάγκες, που ευνόησαν την ανάπτυξή τους.

Το πρώτο θεσμοθετημένο πλαίσιο λειτουργίας περιπτέρων ήρθε το 1914, όταν αυξήθηκε ο αριθμός των δικαιούχων και καθιερώθηκαν τα προϊόντα πώλησης, το σχήμα και η ονομασία τους. Πλέον ονομάστηκαν περίπτερα, οι άδειές τους παραχωρούνται αποκλειστικά σε τραυματίες, αναπήρους πολέμου, πεσόντες και των απόρων οικογενειών τους. Μετά το θάνατο του δικαιούχου παραχωρούνται για πέντε χρόνια στη σύζυγο ή τα παιδιά του και εν συνεχεία η άδεια επιστρέφει στην αδειοδοτούσα Αρχή.

Μετά τον πόλεμο 1940-1944 τα περίπτερα στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να ανθίζουν παντού, γενόμενα τόπος συνάντησης της γειτονιάς για όλους. Των ανδρών για τις εφημερίδες και τα τσιγάρα, των γυναικών για τα περιοδικά και των παιδιών για τα ζαχαρώδη αναψυκτικά και τα μυθιστορήματά τους.

περίπτερο
Τα περίπτερα ήταν από τους πρώτους δημόσιους χώρους που απέκτησαν τηλέφωνο, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε τηλεφωνικά κέντρα της γειτονιάς.

Όσοι δεν είχαν τηλέφωνο έδιναν το νούμερο του περιπτέρου και τα εισερχόμενα τηλεφωνήματα θεωρούνταν εξυπηρέτηση, ενώ τα εξερχόμενα πληρώνονταν και τα υπεραστικά ήταν πανάκριβα, αφού οι μονάδες στο μετρητή έπεφταν ασταμάτητα.

Ακόμη είναι αποτυπωμένες στη μνήμη των μεγαλύτερων οι πινακίδες στα περίπτερα που έγραφαν «τηλέφωνον διά το κοινόν», «ομιλείτε ολίγον».

Όλα αυτά συνέβαιναν όταν τα περίπτερα ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων, στις γειτονιές, στους μεγάλους δρόμους, στις πλατείες των πόλεων, κυρίως από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και τα προηγούμενα χρόνια.

Σήμερα τα περίπτερα στην Ελλάδα δεν θυμίζουν τίποτα από τον ιστορικό, κοινωνικό ρόλο του παρελθόντος. Η εμπορικότητά τους έχει μειωθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα τώρα την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Γι’ αυτό οι περιπτεριούχοι αναγκάστηκαν άλλοι να τα κλείσουν και άλλοι να αλλάξουν την εικόνα σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Τα περίπτερα που επιβιώνουν σήμερα έχουν μπει από την περίοδο της κρίσης, στην εποχή της κατανάλωσης, αφού εκεί μπορεί να βρεις τα πάντα όπως σε ένα μικρό πολυκατάστημα.

Τα τελευταία χρόνια η αδειοδότησή τους έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία των Δήμων και σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα λειτουργούν περίπου 240 περίπτερα στην πόλη του Ηρακλείου από τα 420 περίπου που λειτουργούσαν στο παρελθόν (έτος 2008).

Δεν υπάρχει κεντρική σοβαρή πολιτική ανάπτυξης για τα περίπτερα και η ευθύνη για τη διατήρηση και την επιβίωσή τους έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία των Δήμων.

Είναι ιστορική και κοινωνική υποχρέωση των Δήμων να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί, για να ασκήσουν τη Δημοτική πολιτική ανάπτυξης, στηρίζοντας τον προβλεπόμενο εξωραϊσμό τους σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, συμβάλλοντας απαραίτητα στη συνέχιση λειτουργίας των περιπτέρων με κάθε δυνατό τρόπο.