Στο τέλος της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα η ανθρωπότητα μαστίζεται από άλλη μια πανδημία, αυτή του κορωνοϊού, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν με σοβαρότερη την πανδημία της πανώλους η οποία έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στην παγκόσμια ιστορία γιατί είχε επαναλαμβανόμενες εξάρσεις.
Το πρώτο κρούσμα εμφανίστηκε το 541 μ.Χ στο Πηλούσιο, μια μικρή πόλη στις εκβολές του Νείλου κατά τον ιστορικό Προκόπιο ή στη σημερινή Αιθιοπία και στο Δ. Σουδάν σύμφωνα με έναν άλλο χρονικογράφο, τον Ευάγριο, ή κατά τους σύγχρονους ερευνητές στην Κένυα, Ουγκάντα και Ζαΐρ. Ένα χρόνο αργότερα η ασθένεια, επονομασθείσα ‘’ιουστινιάνειος πανώλης’’ από το όνομα του τότε αυτοκράτορα του Βυζαντίου, χτυπάει την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Κίνα και επανακάμπτει το 747 στη μεσογειακή ζώνη όπου θερίζει σχεδόν το μισό πληθυσμό της Βασιλεύουσας.
Αλλά η εξοντωτική φάση της νόσου εξελίσσεται το Μεσαίωνα, ο λεγομένος Μαύρος θάνατος, από το 1346 με κορύφωση το 1350 που η Ευρώπη χάνει μέσα σε λίγα χρόνια 25 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή το μισό πληθυσμό της.
Θα ακολουθήσουν νέοι επιδημικοί κύκλοι ως και τον 19ο αιώνα που θα πλήξουν και πολλές πόλεις της Ελλάδας και την Κρήτη το 1592, έως ότου καταφέρει πολύ αργότερα, στα 1894-1895, ο Ελβετός γιατρός Αλέξανδρος Γιερσέν να αντιμετωπίσει τη νόσο ανακαλύπτοντας ότι το βακτήριο της πανώλους το μετέδιδαν στους ανθρώπους οι μολυσμένοι ψύλλοι των αρουραίων.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επλήγη περισσότερο από κάθε άλλο κράτος από τα θανατηφόρα κύματα.
Τα συμπτώματα της νόσου, όπως μας έχουν παραδοθεί από πολλές και διαφορετικές πηγές που αναφέρονται σε ξεχωριστά κύματα της πανδημίας, στην ουσία ταυτίζονται μεταξύ τους. Μετά από μια σύντομη περίοδο κατά την οποία οι προσβεβλημένοι είχαν παραισθήσεις, η νόσος ξεκινούσε με ξαφνικό υψηλό πυρετό και οδηγούσε έπειτα από λίγες μέρες τους αδένες στη βουβωνική χώρα (αυτή ήταν η πιο κοινή μορφή της νόσου), στις μασχάλες, στον αυχένα και στους μηρούς σε φλεγμονή και διόγκωση. Στις περιπτώσεις στις οποίες τα οιδήματα αυτά εξελίσσονταν σε γάγγραινα οι ασθενείς πέθαιναν τάχιστα με ανυπόφορους πόνους. Σε άλλους πάλι εμφανίζονταν μαύρες φλύκταινες (εξ ου και Μαύρος Θάνατος), σε ολόκληρο το σώμα, κυρίως στα χέρια. Επίσης σε ορισμένους το κυρίαρχο σύμπτωμα που επέφερε το θάνατο ήταν η αιμόπτυση. Σε γενικές γραμμές, η διάρκεια της θανατηφόρου ασθένειας δεν ξεπερνούσε τις πέντε μέρες, στη διάρκεια των οποίων οι ασθενείς βασανίζονταν από αϋπνία και παραληρήματα. Ο ιστορικός Προκόπιος(6ος αιώνας μ.Χ) που μας παραδίδει την εκτενέστερη και αρτιότερη περιγραφή της πανδημίας είναι και ο μοναδικός που αναφέρει περιπτώσεις ίασης. Η πιο γνωστή τέτοια περίπτωση αφορά τον ίδιο τον Ιουστινιανό, ο οποίος ασθένησε, αλλά δεν υπέκυψε στη νόσο.
Η σύγχρονη με την πανδημία εκείνης της εποχής ιατρική βασίστηκε στη λανθασμένη άποψη ότι οι επιδημίες δεν είναι μεταδοτικές, ενώ η χριστιανική σκέψη θεώρησε την πανδημία έκφραση της Θείας Δίκης που είχε σκοπό το σωφρονισμό της ανθρωπότητας.
Έτσι ουσιαστικά και οι δυο αυτές αντιλήψεις δεν παρείχαν κανένα αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση της νόσου. Η μεν ιατρική εξακολουθούσε να προτείνει διάφορα αντίδοτα όπως η περιβόητη θηριακή (σύνθετο φάρμακο από πάνω από 60 συστατικά, φυτικά, ζωικά ή ορυκτά που χρησιμοποιούνταν ως αντίδοτο στα δήγματα ζώων, φιδιών, εντόμων, των ονομαζομένων τότε θηρίων) και έμπλαστρα για τη θεραπεία της πανώλους. Τα θεολογικά κείμενα συνιστούσαν στους πιστούς μετάνοια και προσευχή.
Ασφαλώς η πανώλης, ως νόσος που προκαλούσε υψηλή θνησιμότητα είχε πολλαπλές συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ανήκουν οι τοπικοί λιμοί που ξεσπούσαν ύστερα από κάθε κύμα επιδημίας εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυναμικού για τις αγροτικές εργασίες, αλλά και η σύντομη υπερβολική αύξηση των τιμών. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της, ωστόσο, διχάζουν την σύγχρονη επιστημονική κοινότητα. Άλλοι καθιστούν την ιουστινιάνειο πανώλη υπεύθυνη για μια σειρά από δραματικές εξελίξεις, όπως τη μείωση του στρατιωτικού δυναμικού, την ελάττωση των εσόδων από την φορολογία, την τελική αποτυχία του ιουστινιάνειου προγράμματος επανάκτησης των εδαφών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ακόμη και την ενδυνάμωση νομαδικών πληθυσμών που οδήγησε στην δημιουργία του Ισλάμ. Πιο νηφάλιες απόψεις, ωστόσο, θεωρούν την δημογραφική κρίση που προκλήθηκε από την πανώλη ως έναν από τους πολλούς παράγοντες που επηρέασαν δυσχερώς την πρωτοβυζαντινή κοινωνία και επέφεραν εντέλει τις παραπάνω αλλαγές.
Βιβλιογραφία Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, Σεπτέμβριος 2001
* Η Στέλλα Κουσκουμπεκάκη είναι φιλόλογος