Ενσωματωμένες στην ιστορία του Ηροδότου βρίσκονται γοητευτικές νουβέλες, όπως τις καταγράφει από τους αφηγητές των διαφόρων χωρών που περιηγήθηκε. Ανάμεσά τους είναι η γυναίκα του Κανδαύλη και του Γύγη.
Ο Κανδαύλης που οι Έλληνες ονομάζουν Μυρσίλο, με διαδοχή από τους Ηρακλείδες, γίνεται τύραννος των Σαρδίων. Το έγκλημά του είναι μεγάλο. Παντρεύεται μια πεντάμορφη κόρη, καμαρώνει και την ερωτεύεται. Φυσικά, κάθε ερωτευμένος θέλει όχι μόνο να χαρεί τα πλούσια κάλλη της γυναίκας που απολαμβάνει, αλλά να τα επιδείξει με καμάρι και σε άλλους.
Μια πράξη αλαζονείας που φυσικά πληρώνει ακριβά. Έμπιστός του βεζίρης είναι ο Γύγης. Τον πείθει, ενώ ο ίδιος αρνείται αρχικά, να κρυφτεί στον κοιτώνα και να δει την γυναίκα, όταν αφαιρεί τα ενδύματά της. Φυσικά όταν φάνηκε το κορμί της «έλαμψε ο γιαλός λάμψαν τα περιγιάλια». Μόνο που εκείνη αντιλήφθηκε τον παράνομο, αλλά δεν μίλησε. Συνέχισε να αφαιρεί ένα- ένα τα ενδύματά της με ιδιαίτερο νάζι. Όμως, όπως τονίζει ο ιστορικός, στους Λυδούς και στους άλλους βαρβάρους είναι ντροπή μεγάλη ακόμη και για έναν άντρα να τον δουν γυμνό.
Την επομένη η πεντάμορφη βασίλισσα καλεί τον Γύγη και του θέτει το δίλημμα. Ή θα σκοτώσει τον Κανδαύλη, θα την παντρευτεί και θα συμβασιλεύσουν ή θα τον εκτελέσει. Παρά τους δισταγμούς του, φυσικά εκείνος εκλέγει το αυτονόητο. Τη σωτηρία της ζωής του, το γάμο με μια νεράιδα και τη βασιλεία. Με τον ίδιο τρόπο στήνεται το σκηνικό. Ο Γύγης κρύβεται στον κοιτώνα, ο Κανδαύλης σκοτώνεται. Ζήτω ο νέος βασιλιάς που εγκαθιστά μια νέα δυναστεία.
Τον ίδιο μύθο αλλά με διαφορετικό τρόπο και πλούσια παραμυθητικά στοιχεία περιγράφει ο Πλάτων προκειμένου να δείξει ποιος είναι δίκαιος και ποιος άδικος. Ο Γύγης είναι βοσκός. Σε μια περιπέτειά του βρίσκει σ’ ένα νεκρό ένα δαχτυλίδι. Το αφαιρεί, το βάζει στο δάχτυλό του και παρατηρεί ότι όταν έστρεφε την πέτρα προς τα κάτω γινόταν αόρατος. Μ’ αυτό το τέχνασμα πέτυχε να γίνει βασιλιάς.
Αντίστοιχους μύθους έχουμε αρκετούς στην ελληνική μυθολογία. Όσοι είδαν γυμνή μια θεά, την Αφροδίτη, την Αθηνά ή την Άρτεμη τυφλώνονται ή πεθαίνουν. Η «αιδώς» είναι μια από τις αιτίες της ένδυσης και το πρώτο ρούχο είναι το φύλλο συκής που φόρεσαν οι πρωτόπλαστοι, όταν αμάρτησαν.
Αντίστοιχες αφηγήσεις με νεράιδες που ξεπλανεύουν αθώους όμορφους νέους υπάρχουν ακόμα ως παραμύθια ή σε ποιήματα όπως το γνωστό του Γρυπάρη. Μόνο που στην ιστορία του Ηροδότου τα παραμυθητικά στοιχεία περιορίζονται. Η αφροσύνη διαπράττεται από τον Κανδαύλη που στην επιθυμία του να επιδείξει τον θησαυρό προσβάλλει τη γυναικεία φύση. Η εκδίκησή της φαίνεται αναγκαία. Τα πλούτη και η ομορφιά δεν είναι για επίδειξη.
Τα πολύτιμα πετράδια μας τα ασφαλίζουμε, τα κρύβουμε από τα μάτια των περίεργων και τα απολαμβάνουμε μόνοι μας. Συχνά σφίγγοντας την ψυχή μας να μην προκαλέσει την οργή των Θεών που είναι φθονεροί και δεν επιτρέπουν την υπερβολική ευτυχία στους ανθρώπους.
Ο Ηρόδοτος ξέρει την τέχνη να γοητεύει και να τέρπει. Γι’ αυτό ίσως δίκαια υποτάσσει τον μύθο στην ιστορική του αφήγηση. Ερεθίζει και τέρπει απλώς τους ακροατές του και τότε και σήμερα για όσους θελήσουν να ανατρέξουν στο έργο του.