6 Απριλίου του 1937, ευωδίαζε η άνοιξη στη μικρή βασκική πόλη Γουερνίκα. Όλα είναι ειρηνικά, παρόλο που μαίνεται ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.

Ξαφνικά ένα ασυνήθιστο μούγκρισμα και σε αλλεπάλληλα κύματα γερμανικά και ιταλικά αεροπλάνα της Λεγεώνας Κόντορ και της Aviazione Legionaria ρίπτουν το φονικό τους φορτίο. Η Γουερνίκα δεν ήταν στρατιωτικός στόχος και όμως ισοπεδώθηκε.

Οι Γερμανοί Ναζί και οι Ιταλοί Φασίστες που είχαν ταχθεί με τους Εθνικιστές του Φράνκο επέλεξαν αυτήν την τακτική που σκοπό είχε να πανικοβάλει τον άμαχο πληθυσμό.

Όμως αυτή η βάρβαρη πράξη δεν αποτελούσε πρωτιά, είχαν προηγηθεί πάλι από τους Γερμανούς οι ανελέητοι συνεχείς βομβαρδισμοί εναντίον αμάχων της γαλλικής πόλης του Σουασσόν στην Πικαρδία από τον Αύγουστο του 1914 έως το τέλος του 1919.

Και δυστυχώς, αυτές οι άνανδρες επιθέσεις σε μη στρατιωτικούς στόχους θα επαναληφθούν από όλους τους εμπλεκομένους κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζονται ακόμα σε όλες τις σύγχρονες συρράξεις.

Στην Γουερνίκα σκοτώθηκαν 1.654 άμαχοι και το όνομα Γουερνίκα έμεινε στη συλλογική μνήμη σαν ένα αποτρόπαιο έγκλημα χάρη σε ένα έργο τέχνης. Η είδηση της απάνθρωπης πράξης μεταδόθηκε ανά τον κόσμο.

Ο Πάμπλο Πικάσο, ο διάσημος πρωτοπόρος καλλιτέχνης, ζούσε τότε στο Παρίσι και αυτή η τραγωδία στάθηκε πηγή έμπνευσης για το αριστούργημά του «Γουερνίκα». Πίνακας μεγάλων διαστάσεων -7,80 επί 3,50 μέτρα-, το έργο απαθανατίζει τα δεινά του πολέμου.

Μόνο μαύρο και οι αποχρώσεις του μαύρου και του λευκού υπάρχουν στη σύνθεση. Κανένας ήλιος, μόνο ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας ρίχνει ένα καχεκτικό φως στη μακάβρια σκηνή θανάτου. Σκόρπια αποκομμένα ανθρώπινα μέλη, αλλά και μέλη ζώων.

Ένα κεφάλι που ουρλιάζει με τα χέρια υψωμένα να καταριούνται τον ουρανό, μια απαρηγόρητη μάνα θρηνεί με το άψυχο παιδί στην αγκαλιά, ένας ξαφνιασμένος μαύρος ταύρος μουγκανίζει, ένα αλαφιασμένο άλογο χλιμιντρίζει.

Η Γουερνίκα εκτέθηκε ανά τον κόσμο, έγινε διάσημη και συνέβαλε στο να στραφεί η παγκόσμια προσοχή στα δεινά του πολέμου. Και τα χρόνια πέρασαν και οι ωμότητες της ισπανικής εμφύλιας σύρραξης επισκιάστηκαν από την τραγωδία του Β΄ Μεγάλου Πολέμου και την απίστευτη απώλεια 60 εκατομμυρίων ψυχών, στην πλειονότητα αμάχων.

Και χρειάστηκε στη συνέχεια, το 1951, η ανθρωπότητα να εφεύρει ένα νέο νομικό όρο γενοκτονία για να περιγράψει την πρωτοφανή βαρβαρότητα του Ολοκαυτώματος. Εννέα χρόνια μετά την Γουερνίκα, ο Πικάσο εγκαθίσταται στην Αντίπολη της Νότιας Γαλλίας (Αntibes, όπου πέρασε τα τελευταία του χρόνια ο Νίκος Καζαντζάκης).

Για μια ακόμα φορά είναι ερωτευμένος και η ειρηνική ατμόσφαιρα της όμορφης παραθαλάσσιας αρχαίας ελληνικής πόλης πρόβαλε ένα μοναδικό σκηνικό για μια αντι-Γουερνίκα, έτσι δημιουργήθηκε το νέο του αριστούργημα «La Joie de Vivre», «Η Χαρά της Ζωής».

Τον όρο είχε χρησιμοποιήσει πρώτος ο Γάλλος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων François Fénelon στα τέλη του 17ου αιώνα, όπως επίσης ο Michelet στα μέσα του 19ου και ο Emile Zola το 1883 αναφερόμενοι στην ανέμελη, δημιουργική, ειρηνική κατάσταση που ο Πικάσο θέλησε να απαθανατίσει στο έργο του.

Η «Χαρά της Ζωής» εκτίθεται στο Μουσείο Πικάσο στην Αntibes και καθρεφτίζει την ομορφιά, τη γαλήνη της ειρήνης. Εμπνευσμένο από μη πολεμικές διηγήσεις της ελληνικής μυθολογίας είναι μια έκρηξη χρωμάτων, αισιοδοξίας και χαράς.

Σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, ευλογημένο από άπλετο φως, πρωτοστατεί μια «γυναίκα-δέντρο» που λικνίζεται με μαλλιά στον άνεμο. Δυο παιχνιδιάρικα κατσικάκια χορεύουν στους ήχους του αυλού ενός Κενταύρου και του δίαυλου ενός Φαύνου.

Ένα ιστιοφόρο πλοίο πλέει σε μια γαλήνια, γαλάζια θάλασσα. Υπάρχουν ασφαλώς και άλλα αριστουργήματα διαφόρων μορφών τέχνης που μας προβληματίζουν πάνω στο παράλογο του πολέμου· με την τέχνη δε χρειάζονται μακροσκελείς διατριβές ή ώρες ευγλωττίας.

Η ιδιαιτερότητα της τέχνης είναι ότι μπορεί να συμπυκνώσει την ουσία ενός μηνύματος σε ένα βλέμμα, σε μια λέξη, σε μια νότα. Η τελική σκηνή της ιστορικής ταινίας βασισμένης στην νουβέλα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα.

Ο Πωλ, ο νεαρός Γερμανός στρατιώτης, βρίσκεται για μέρες και νύχτες παγιδευμένος στην τρομερή λασπουριά του χαρακώματος, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Τότε βλέπει μια πεταλούδα να αιωρείται έξω από το χαράκωμα.

Μια χαρούμενη πεταλούδα, μια ξένοιαστη πεταλούδα που αδιαφορεί για την κακία και τα ανθρώπινα καμώματα. Ο Πωλ χαμογελά και κινείται προς την πεταλούδα, έτσι εκτίθεται και σκοτώνεται από έναν ακροβολιστή.

Το Ροβερέττο, στη βόρεια Ιταλία, είναι μια πανέμορφη μικρή πόλη, κτισμένη κοντά στις όχθες της Λίμνης της Γκάρντα, στο πέρασμα του Μπρένερ που οδηγεί στην Αυστρία. Το Ροβερέττο σημαδεύτηκε από τις φονικότερες μάχες του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου και είναι σήμερα μια πόλη αφιερωμένη στην Ειρήνη.

Το απέραντο στρατιωτικό νεκροταφείο απλώνεται στην πλαγιά ενός λόφου, όπου δεσπόζει η «Μαρία Ντόλενς», η «Πονεμένη Παναγιά». Αυτό το όνομα δώσανε στην τεράστια καμπάνα των 16 τόνων που φτιάχτηκε με τον ορείχαλκο των λιωμένων σιδερικών εκείνου του πολέμου.

Το σούρουπο αντηχεί για εκατό φόρες ο χτύπος της πονεμένης καμπάνας της Ειρήνης και, καθώς βραδιάζει, ο αντίλαλος μεταφέρει μέχρι τις κορυφές των Άλπεων το ειρηνικό της μήνυμα.

Ο Χάρης Τζάλας είναι συγγραφέας – ερευνητής