Στις  δέκα Φεβρουαρίου γιόρταζε στο Ρέθυμνο ο φίλος μου απ’ τα παλιά, ο Χαράλαμπος, συνταξιούχος δάσκαλος. Είχαμε γνωριστεί  στις Κεχριές της  Κορίνθου, τότε που ως νεοσύλλεκτοι κάναμε εκεί την βασική μας  στρατιωτική εκπαίδευση, με πορείες στα Εξαμίλια κτλ. Στο διώροφο σιδερένιο κρεβάτι του θαλάμου μας, εγώ κοιμόμουν επάνω και αυτός από κάτω, γιατί τον ενοχλούσε το φως της λάμπας  που κρεμόταν αναμμένη όλη την νύχτα επάνω από τα κεφάλια μας.

Ο Χαράλαμπος, όμορφο παλικάρι τότε, είχε ωραία φωνή τενόρου. Στις κάποιες  ώρες αναψυχής που κάποια απογεύματα είχαμε, σε ένα θάλαμο δίπλα στο ΚΨΜ, αυτός σηκωνόταν και τραγουδούσε με φωνή βροντερή, όμως γλυκιά πολύ. Και όλοι τον θαυμάζαμε. Ήταν και κάποιος ονομαζόμενος Καμαράτος (αυτό πρέπει να ήταν το καλλιτεχνικό του όνομα), ταχυδακτυλουργός. Είχε κουβαλήσει μαζί του στο κέντρο εκπαιδεύσεως και το βαλιτσάκι του, στο οποίο φύλαγε τα επαγγελματικά του όργανα, και μας παρουσίαζε κάποια περίεργα ταχυδακτυλουργήματα.

Τον θαυμάζαμε κι αυτόν. Πιο πολύ όμως θέλαμε να ακούμε τον Χαράλαμπο να τραγουδά. Εμείς οι άλλοι, όταν ήμασταν ελεύθεροι ασκήσεων, τραγουδούσαμε, όλοι μαζί, σεκλετισμένοι, το «Μαντουβάλα, αγάπη γλυκιά μου…» Ήταν το τραγούδι της εποχής. Ήταν μήνας Αύγουστος. Έκαιγε ο τόπος από την ζέστη.

Στις δέκα λοιπόν του περασμένου Φλεβάρη, ο Χαράλαμπος, που γιόρταζε την ονομαστική του γιορτή, κάλεσε μερικούς παλιούς φίλους και γνωστούς στο διαμέρισμά του, αν και εξαιτίας της πανδημίας απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις. Βραδάκι μαζευτήκανε δεκατρία άτομα (γουρσούζικος αριθμός, κακό σημάδι).

Οι φίλοι του, ως συνήθως, άρχισαν να του ζητούν πιεστικά να τους τραγουδήσει κάτι.

– Αφήστε με, ρε παιδιά, (ρε παιδιά!) Γέρασα. Σ’ αυτή την ηλικία δεν τραγουδάω πια.

Όμως η κυρία Ευδοξία, η σύζυγός του, άρχισε ξαφνικά, έτσι στα αστεία, να τραγουδά «Έλα, βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε…» Και αμέσως άρχισαν  να τραγουδούν μαζί της και οι άλλες  έξι γυναίκες, σύζυγοι των επισκεπτών. Και τελικά, ενθουσιάστηκε ο Χαράλαμπος, μπήκε στο τραγούδι και αυτός με την στεντόρεια φωνή του τενόρου, και όλοι οι άντρες. Έγινε πραγματική θεατρική παράσταση.

ΧΟΡΩΔΙΑ:  Έλα, βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε,

να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ:  Δεν  τη θέλω…

ΧΟΡΩΔΙΑ: Θα την πάρεις!

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ: Άλλα λόγια λέτε, βρε παιδιά!

Τι καμώματα είναι τούτα,

με το ζόρι παντρειά… κτλ.

Ευθύμησαν με το τραγούδι, με την μπίρα που έπιναν και τους νόστιμους μεζέδες που έτρωγαν. Και προχώρησαν και σε άλλα τραγούδια. Αν και τα παράθυρα ήταν ερμητικώς κλειστά, βούιζε η πολυκατοικία ολόκληρη από τα τραγούδια και τα γέλια. Όμως, φαίνεται, κάποιος από τους άλλους ενοίκους ενοχλήθηκε και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Και ήρθε το περιπολικό. Χτύπησαν δυο αστυνομικοί την πόρτα. Αμέσως σταμάτησε το ξεφάντωμα. Νέκρα. Ο Χαράλαμπος άνοιξε δειλά. Ο ένας αστυνομικός κοίταξε από την μισάνοιχτη πόρτα. Μέσα δεν μπήκε.

– Δεν ντρέπεστε, γέροι άνθρωποι…

– Γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή… Ονομάζομαι Χαράλαμπος…

– Απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις.

Παρακαλώ, να πάτε στα σπίτια σας οι επισκέπτες, όλοι!

Αφού φόρεσαν ζακέτες και σακάκια, ένας ένας οι επισκέπτες έβγαιναν για να φύγουν. Όμως ο καθένας κρατούσε την ταυτότητά του και ο ένας από τους αστυνομικούς έγραφε πρόστιμο τριακοσίων ευρώ. Ο Χαράλαμπος, φερόμενος ευγενικά, είχε επιτρέψει στον αστυνομικό να μπει μέσα και να ακουμπήσει επάνω στο έπιπλο του καλοριφέρ, δίπλα στην πόρτα, για να γράφει πιο άνετα τα πρόστιμα.

– Εσένα, που είσαι ο νοικοκύρης, σου πρέπει μεγαλύτερη ποινή. Αλλά, τέλος πάντων, μόνο τριακόσια ευρώ θα σε χρεώσουμε κι εσένα.

-Ευχαριστώ, κύριε αστυνομικέ.

Έτσι άδοξα τελείωσε το πάρτι των γενεθλίων του Χαράλαμπου. Κόντευαν μεσάνυχτα. Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο.