Φέτος είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και η επέτειος των 50 χρόνων από το θάνατο μιας σπουδαίας γυναίκας με μικρασιατική καταγωγή. Μιας εμβληματικής μορφής του λαϊκού μας πολιτισμού. Της μεγάλης μας στιχουργού, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Αξίζει όλα τα αφιερώματα αυτή η μοναδική γυναίκα που ταυτίστηκε με ολόκληρη τη λαϊκή τέχνη του τόπου μας. Με τις εξαιρετικά σπουδαίες δημιουργίες της, κατάφερε να γεφυρώσει τη σχέση ανάμεσα στην παράδοση που κουβαλάει το δημοτικό μας τραγούδι, την κουλτούρα του λαϊκού μας τραγουδιού και με ό, τι μάθαμε αργότερα να λέμε «έντεχνο».

Η ζωή της όλη σαν μυθιστόρημα. Γεμάτη με εμπειρίες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα. Πολλά συναισθήματα! Από τη στιγμή που αντίκρισε τούτο τον κόσμο, μέχρι και που έκλεισε για πάντα τα μάτια της, ζούσε μέσα σε μια έντονη περιδίνηση. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893, όπου και πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ήταν υιοθετημένη.

Η βιολογική της μάνα είχε συμφωνήσει με τη θετή να αφήσει το παιδί στην πόρτα της.

«Αχ ένα μωρό στην πόρτα μας, η ευτυχία μπήκε στο σπίτι μας!», αναφώνησε η κόνα Μαριόγκα Οικονόμου-Χατζηγεωργή, μόλις άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε το εγκαταλειμμένο βρέφος. Στο μωρό έδωσαν το όνομα Ευτυχία Οικονόμου- Χατζηγεωργή.

Από τα πρώτα της κιόλας χρόνια η μικρή Ευτυχία έδωσε δείγματα γραφής ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ήταν πανέξυπνη, ζωηρή, ατίθαση και ετοιμόλογη. Της άρεσε να μιλάει με ρίμες, «έπαιρνε τα γράμματα» και στα 16 της χρόνια τέλειωσε το σχολείο, ενώ στα 18 της πήρε και το δίπλωμα της δασκάλας, αν και ποτέ δεν εξάσκησε αυτό το επάγγελμα.

Λάτρευε τον πατέρα της και όταν τον έχασε στα χρόνια της εφηβείας, της στοίχισε πάρα πολύ αυτή η απώλεια. Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία από προξενιό τον έμπορο και κατά πολύ μεγαλύτερό της Κωστή Νικολαΐδη, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, τη Μαίρη και την Καίτη. Ο γάμος αυτός ήταν συμβατικός και δεν άντεξε στο χρόνο…

Ήταν Ιούνης του 1919, όταν οι Τσέτες (άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες), εισέβαλαν στο Αϊδίνι, λεηλατώντας τα πάντα. Τότε αναγκάστηκε η Ευτυχία να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, μαζί με τα δυο παιδιά της και τη μητέρα της. Η ίδια δήλωνε σε όλες τις συνεντεύξεις της, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής της: «Είδα να σφάζουν, να βιάζουν, να καίνε, κι αυτές τις εικόνες τις κουβαλούσα μια ζωή μέσα μου». Έτσι, έφτασαν στον Πειραιά προσπαθώντας να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Λίγο καιρό αργότερα χώρισε με τον Νικολαΐδη, αφού δεν άντεξε την συμβατική συμβίωση.

Ο σύζυγός της όμως έθεσε ως όρο διαζυγίου, να διαλέξει εκείνη και να πάρει μαζί της φεύγοντας το ένα από τα δύο κορίτσια, ενώ το άλλο θα πήγαινε με τον πατέρα του και δεν θα το έβλεπε ποτέ ξανά. Εκείνη δεν λύγισε, έσφιξε τα δόντια και την ψυχή, αρνούμενη να υποκύψει στον εκβιασμό. Διάλεξε να πάρει μαζί της τη Μαίρη, αφήνοντας στον πρώην σύζυγό της την Καίτη.

Από το 1926 έως το 1942 δούλεψε ως ηθοποιός, ικανοποιώντας έτσι μια μεγάλη αγάπη που είχε πάντα για το θέατρο. Ξεκίνησε κάνοντας περιοδείες στην ελληνική επαρχία με διάφορα «μπουλούκια» για αρκετό καιρό. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν αυτή που την πήρε από τα μπουλούκια και την έβγαλε στα μεγάλα αθηναϊκά θέατρα. Η Κοτοπούλη θαύμαζε την Ευτυχία για τη μόρφωση, το θάρρος, το χιούμορ και το ελεύθερο πνεύμα της. Επιπλέον-όντας προληπτική- την θεωρούσε και γουρλού.

Στα τριάντα της χρόνια η Ευτυχία έκανε σχέση με τον ηθοποιό Νίκο Αλεξίου και μαζί του ανακάλυψε τον τζόγο, που έμελλε να είναι η καταστροφή της. Δεν παντρεύτηκε τον Αλεξίου, αλλά τον αστυνομικό Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, αφού ερωτεύθηκαν κεραυνοβόλα και εκείνος έμεινε στο πλάι της, αγαπημένος σύντροφος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο  Παπαγιαννόπουλος αποδείχθηκε ο σημαντικότερος άνδρας στη ζωή της Ευτυχίας, αφού εκτός των άλλων πήρε και το όνομά του με το οποίο έγινε διάσημη. Είχε κι εκείνος μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και διάβαζε πολύ. Αυτός ουσιαστικά την προέτρεψε στο γράψιμο και την έφερε σε επαφή με τον λογοτεχνικό κύκλο που γνώριζε. Όλο αυτό το διάστημα η Ευτυχία έγραφε, χωρίς όμως να αξιολογεί ιδιαίτερα τη δουλειά της. Επίσης διάβαζε πάρα πολύ. Κυρίως διάβαζε ποίηση. Κρυστάλλη, Ρίτσο, Βάρναλη, Παλαμά, Καββαδία.

«Είμαστε λαός ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής…», έλεγε. Η ίδια είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Τις «Πνοές» το 1931 και τη συλλογή «Άρπα και φλογέρα» το 1940. Ποτέ όμως δεν είχε σκεφτεί να κάνει τα ποιήματά της τραγούδια. Ποτέ πριν γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Τον γνώρισε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 από την Μαρίκα Νίνου.

Του έδωσε μάλιστα στίχους της. «Εκείνος παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Όμως μου έδωσε κουράγιο και με βοήθησε αφάνταστα», εξομολογήθηκε η ίδια. Δημιούργησαν μαζί πολλά τραγούδια, όπως τα πολύ γνωστά, «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Τα καβουράκια», «Στρώσε μου να κοιμηθώ», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Γκιουλμπαχάρ», και τόσα άλλα που έγιναν όλα επιτυχίες.

Σιγά-σιγά ο χώρος του λαϊκού τραγουδιού γνώριζε την Ευτυχία και πολλοί δημιουργοί επιδίωκαν τη συνεργασία μαζί της. Ξεχωρίζουμε κάποιες εμβληματικές συνεργασίες:

Με τον Απόστολο Καλδάρα, «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Μην τα φιλάς τα μάτια μου», «Όνειρο απατηλό» , «Η φαντασία μου τα φταίει», «Ο γυάλινος κόσμος» και άλλα. Με τον Μανώλη Χιώτη, «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Πάρε το δάκρυ μου», κ.ά. Με τον Στέλιο Καζαντζίδη, «Δυο πόρτες έχει η ζωή» και με τον Μάνο Χατζιδάκι, «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά».

Τα στιχάκια που έγραφε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, πάνω σε πακέτα τσιγάρων, σε λογαριασμούς, σε χαρτοπετσέτες και σε παλιόχαρτα, όποτε είχε έμπνευση, περιείχαν λέξεις απλές, αλλά με φιλοσοφημένα νοήματα. Λέξεις ουσιαστικές, που κληροδοτούν μικρασιατικούς ιδιωματισμούς σε μια γλώσσα καθημερινή, λιτή, κατανοητή, χωρίς όμως καμία έκπτωση.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αποτέλεσε σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης. Δοκιμάστηκε σε δύσκολες εποχές και μέσα σε ανδροκρατούμενους χώρους, και όχι μόνο επιβίωσε αλλά αναδείχτηκε κιόλας. Ήταν πεισματάρα, ανυπότακτη αγωνίστρια της ζωής, αλλά και έρμαιο των παθών της.

Το πάθος της χαρτοπαιξίας που η ίδια επέλεξε και διεκδίκησε, το πλήρωσε πολύ ακριβά. Την αδυναμία της εκμεταλλεύτηκαν πολλοί. Πουλούσε τους στίχους της όσο-όσο σε άθλιους ατάλαντους στιχουργούς, χωρίς να τους υπογράφει μάλιστα, για ένα κομμάτι ψωμί, για την εξόφληση ενός λογαριασμού ρεύματος.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που έκλεισε τα μάτια της για πάντα στις 7 Ιανουαρίου του 1972, αποτελεί σήμερα έναν μύθο του λαϊκού μας πολιτισμού. Σημαντικό ρόλο στη συντήρηση του μύθου αυτής της καταπληκτικής και ιδιαίτερης γυναίκας, έπαιξε η βιογραφία της από την εγγονή της Ρέα Μανέλη, μέσα από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τον τίτλο, «Η γιαγιά μου η Ευτυχία», που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις «Άγκυρα».

Ακολούθησε η εξαιρετικά επιτυχημένη ομότιτλη θεατρική παράσταση, βασισμένη στο ίδιο βιβλίο, που σκηνοθέτησε ο Πέτρος Ζούλιας. Σχετικά πρόσφατα απολαύσαμε και την ταινία του Άγγελου Φραντζή, «Ευτυχία», που γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία.

Το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Ευτυχία», αποτέλεσε και για εμένα την κύρια πηγή για να τολμήσω να «ακουμπήσω», έστω και για λίγο, αυτόν τον τεράστιο μύθο. Μόνο που, για μια στιγμή εκεί που το διάβαζα, και για κάποιον άγνωστο λόγο, ένιωσα πως είναι και δική μου γιαγιά η Ευτυχία. Αισθάνθηκα πως όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε με τα σπουδαία τραγούδια της, είμαστε όλοι εγγόνια της κι εκείνη η γιαγιά μας.

Η γιαγιά μας η Ευτυχία. Μια γιαγιά που, αντί για παραμύθια μας έλεγε αληθινά τραγούδια, βγαλμένα από τη ζωή και τα βάσανά της. Είναι εκείνη η γιαγιά που τόλμησε να μας πει την πιο μεγάλη αλήθεια. Ότι δηλαδή, «όλα είναι ένα ψέμα..!». Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, με την ανυπότακτη φύση της και με τη δύναμη των στίχων της, κατόρθωσε «να του δώσει μια να σπάσει»-κι ας μην έσπασε-του «γυάλινου» κόσμου που ζούμε.

https://moschonas.wordpress.com