Ο παππούς μου ο Φώτης, από την μεριά του πατέρα μου, ήταν πρόσφυγας από την πόλη Ηράκλεια της Ανατολικής Θράκης, που σήμερα ανήκει στους Τούρκους. Συνήθιζε να μας διηγείται μικρές ιστορίες από την χαμένη πατρίδα του, στις οποίες ανέφερε ονόματα και άλλων γειτονικών πόλεων, ονόματα πανάρχαια ελληνικά, όπως Πέρινθος, Ραιδεστός, Σηλυμβρία… Και οι ιστορίες του πάντοτε είχαν σκοπό διδακτικό, ίσως και χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει.
Μια από αυτές ήταν και η ιστορία για την γάτα της κυρ’ Αφροδίτης. Η κυρ’ Αφροδίτη ήταν μια ανύπαντρη μεγαλοκοπέλα της γειτονιάς τους στην Ηράκλεια. Ζούσε σε ένα φτωχόσπιτο. Φτωχή, φτωχότατη η ίδια , φτωχικό και το φαγητό της. Κοκκαλιάρα από το λίγο φαΐ η ίδια, κοκκαλιάρα και πεινασμένη και η γάτα της, την οποία είχε για συντροφιά και παρηγοριά στο σπίτι της. Οι γειτόνισσες αγαπούσαν την φτωχή, περασμένης ηλικίας, Αφροδίτη και την βοηθούσαν, όσο μπορούσαν.
Τότε στα σπίτια τους, στα οποία συνήθιζαν οι κάτοικοι να αποθηκεύουν – όχι βέβαια σε ψυγεία – κάποια τρόφιμα, είχαν πολλούς ποντικούς, χωμένους συνήθως σε τρύπες στα υπόγεια ή στα θεμέλια.
Υπέφερε ο κόσμος. Ποντικοφαγωμένα τυριά! Ποντικοκούραδα στο αποθηκευμένο σιτάρι! Αηδία! Η κυρ’ Αφροδίτη δεν υπέφερε από ποντικούς. Αυτής τρόφιμα για να τα αποθηκεύσει δεν της περίσσευαν. Και όποτε κανένας ποντικός από άλλο σπίτι ξεστράτιζε στο δικό της, τον άρπαζε και τον έτρωγε η πεινασμένη γάτα της.
Η κυρα Μέλπω, ευκατάστατη γειτόνισσα της κυρ’ Αφροδίτης, υπέφερε πολύ από τους ποντικούς. Ζήτησε να της δανείσει η κυρ’ Αφροδίτη την γάτα της, για λίγο καιρό, γιατί, με το ποντικοφάρμακο, γιατρειά δεν μπόρεσε να βρει. Οι ποντικοί της το μύριζαν, το καταλάβαιναν και δεν το έτρωγαν. Υποσχέθηκε στην κυρ’ Αφροδίτη ότι θα προσέχει την γάτα της, όσο θα την φιλοξενεί στο δικό της σπίτι. Πρόθυμη η κυρ’ Αφροδίτη δάνεισε την γάτα της στην κυρα Μέλπω.
Στην αρχή καλά τα πήγε η γάτα. Έπιασε και έφαγε δυο τρεις ποντικούς. Όμως ανοήτως φερόμενη η κυρα Μέλπω, καλοτάιζε την ποντικοφάγα γάτα, για να την καλοπιάσει. Κι αυτή με τον καιρό πάχυνε. Και της κόπηκε η όρεξη να κυνηγά και να πιάνει ποντικούς, για να τους φάει. Φαΐ είχε πια έτοιμο, νόστιμο και χωρίς κόπο. Και η γάτα άρχισε να ξαπλώνεται αναπαυτικά επάνω στην κουρελού της κουζίνας της κυρα Μέλπως, να γουργουρίζει ευτυχισμένα και να την παίρνει ο ύπνος. Και κοιμόταν τεμπέλικα μέρα νύχτα. Και ποντικούς πια δεν έπιανε.
Θύμωσε, όταν το έμαθε η κυρ’ Αφροδίτη. Της χάλασε την γάτα!