Γράφει ο Γιάννης Καλουμενίδης

Με το που έκλεινε το σχολειό τις Άγιες Μέρες των Χριστουγέννων, άρχιζε το μαρτύριό μου. Και αιτία ήταν τα πολύχρωμα μπαλόνια – οι φούσκες – όπως τις λέγαμε και τα όνειρα που έκανα, για την απόκτησή τους.

Στο κέντρο του χωριού μου, απέναντι από την παλιά βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας, βρισκόταν το μικρό μπακάλικο – ψιλικατζίδικο, του Μιχάλη του Μπαγκερογιάννη. Καλοσυνάτος χαρακτήρας, σοβαρός, λιγομίλητος.

Λόγω της γερμανικής Κατοχής, τα προς πώληση είδη ήσαν λιγοστά, κυρίως εγχώρια προϊόντα και ό,τι είχε απομείνει στο μαγαζί, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Καρούλια, σβιγάκια, κλωστές «Πεταλούδας» για τα κεντήματα, βελόνες, καρφίτσες, γόμες, κοντύλια για τις πλάκες και μολύβια Faber. Κάθετα στο γυάλινο δίφυλλο παράθυρο, με θέα στον δρόμο και στην εκκλησία, βρισκόταν το τραπέζι – γραφείο με τα δυό μικρά συρτάρια. Σ’ ένα απ’ αυτά, ήξερα ότι βρισκόταν η μαγική κούτα. Μέσα της, πασπαλισμένα με μια λεπτή σαν πούδρα άσπρη σκόνη, για προστασία τους από την υγρασία και το σάπισμα, βρίσκονταν τα πολυπόθητα μπαλόνια, η αιτία του «μαρτυρίου» μου.

Δυό – τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ο Μιχαλάκης φούσκωνε προσεκτικά μερικά απ’ αυτά, τα έδενε σφιχτά στον «λαιμό» τους για να μην διαφεύγει ο αέρας τους και τα κρεμούσε πίσω από το τζάμι του παραθύρου, που χρησίμευε και σαν βιτρίνα του μικρομάγαζου!

Μόλις «ψήλωνε» λίγο η μέρα και λιγόστευε η πρωινή παγωνιά, έχοντας πιει την φασκομηλιά μου με το πετιμέζι, βουτώντας σ’ αυτήν κριθαροκουλούρα, έφευγα από το σπίτι και πήγαινα ν’ απολαύσω το θέαμα των κρεμασμένων σε κοινή θέα μπαλονιών. Καθόμουνα με τις ώρες σταυροπόδι πάνω στο πεζούλι της Παναγίας, καταστρώνοντας σχέδια.

– Την Πρωτοχρονιά, – σκεφτόμουνα-, με τα λεφτά της «καλής χέρας» θ’ αγοράσω την κόκκινη φούσκα. Και η μπλε όμως είναι ωραία! Και η πράσινη δεν πάει πίσω, όπως και η κίτρινη! Μακάρι, να μου χαρίσουν αρκετά λεφτά, να τις αγοράσω όλες την Αρχιχρονιά!

Δίπλα στο ψιλικατζίδικο, είχε το κρεοπωλείο του -το κασαπιό- ο αδελφός του, ο Αριστείδης. Ψηλόσωμος, ευτραφής και δυνατός άντρας, όπως ταιριάζει σ’ ένα χασάπη.

Βλέποντάς με να κάθομαι· συχνά στο ίδιο σημείο, μου λέει μια μέρα.

–  Μα γιάντα κάθεσαι Γιαννιό τοσεσάς ώρες στο πεζούλι; Θες πράμα;

–  Την Πρωτοχρονιά, που θάχω λεφτά από τις «καλές χέρες» θ’ αγοράσω μια φούσκα και την μπολιάζω από τώρα, του αποκρίθηκα. Το ίδιο είπα αργότερα και στην μητέρα μου. Κάποιος την είχε ενημερώσει.

– Μούπανε ότι κάθεσαι πολλή ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. Τι συμβαίνει;

– Κοιτάζω ποια φούσκα θα πάρω την Πρωτοχρονιά από το ψιλικατζίδικο, της λέω!

Η μάνα μου με κοίταξε μ’ αυτά τα υπέροχα γκριζοπράσινα μάτια της. Στο γλυκό της πρόσωπο, με το μόνιμα θλιμμένο βλέμμα, διαγράφηκε ένα αχνό, πικραμένο χαμόγελο. Δεν μου είπε τίποτα. Και τι να μου πει; Σίγουρα θάθελε να είχε την δραχμή που κόστιζε η φούσκα, να μου την δώσει για να την αγοράσω και να μην περιμένω την Πρωτοχρονιά και τις «καλές χέρες», σκέφτηκα!

– Ίσαμε νάρθει η Πρωτοχρονιά θα σου χαρίσω εγώ την φούσκα από τον χοίρο που δα σφάξω να τηνε φουσκώνεις, συνέχισε ο κ. Αριστείδης, επαναφέροντας με στο θέμα της συζήτησής μας.

Παραξενεύτηκα! Δεν γνώριζα ότι οι χοίροι έχουνε φούσκα. Για να το λέει όμως ο χασάπης, έτσι θα είναι.

– Έλα αύριο το πρωί να τηνε πάρεις και να πεις στην μάνα σου να τηνε πλύνει καλά με ζεστό νερό και νατηνε τρίψει με χοντρό αλάτσι, για να καθαρίσει, μου συνέστησε.

Γύρισα στο σπίτι με πολλές σκέψεις. Σαν νύχτωσε πήγα για ύπνο. Η νύχτα

ήταν ατέλειωτη. Σχεδόν δεν κοιμήθηκα από την γλυκιά προσμονή. Ήτανε κι αυτές οι καταραμένες χιονίστρες – οι μαργοτίδες – όπως τις λέγαμε, που με ξύνανε στις φτέρνες και στα δάκτυλα των ποδιών μου, στερώντας μου τον ύπνο.

Αξημέρωτα, σχεδόν νύχτα, άκουσα το πρώτο κράξιμο του χοχλιδάτου γδυμνολαίμη πετεινού. Και λίγο αργότερα το δεύτερο. Ξημέρωσε για καλά. Ο παππούς μου ήτανε ήδη όρθιος. Είχε ανάψει το τζάκι, είχε τελειώσει το μπορμπουλαμέντο του και η απαραίτητη εξ αιτίας του πρωινή ρήξη με την γιαγιά αποτελούσε παρελθόν!

Σηκώθηκα και ‘γω. Ντύθηκα, πλύθηκα και μπήκα στην κουζίνα. Πίσω μου ακολούθησε η μάνα μου.

– Γιατί σηκώθηκες πρωϊνιάτικα; Σχολειό δεν έχεις, κάνει κρύο, θάπρεπε νάσαι στο κρεβάτι σου, με μάλωσε γλυκά,

– Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα από τις μαργοτίδες, δικαιολογήθηκα.

Ήπια ξανά την φασκομηλιά με όλα τα σχετικά, περίμενα να περάσει λίγο η ώρα, βρήκα μια κάποια δικαιολογία και βγήκα από την κουζίνα. Γραμμή για τον προορισμό μου! Το κασαπιό.

– Να τη φούσκα που σού ταξα, μου λέει ο χασάπης. Δική σου.

Πάνω στον ξύλινο πάγκο βρισκόταν η περιβόητη φούσκα. Ξεφούσκωτη και άχρωμη. Απογοητεύτηκα. Την πήρα στα χέρια μου. Σκυλοβρωμούσε! Έφυγα, κρατώντας το δώρο τυλιγμένο σε κασαπόχαρτο.

Επέστρεψα στο σπίτι και πριν μπω μέσα, έκρυψα την χοιρόφουσκα στην αυλή.

– Που ήσουν από το πρωί; Με ρώτησε θυμωμένη η γιαγιά μου;

– Ήπαιζα στην αυλή του σχολειού με άλλα παιδιά, δικαιολογήθηκα. Άφησα να περάσει λίγη ώρα.

– Πάω μέχρι το Καβούσι, στον Άγιο Αντώνη, να δω αν τρέχει νερό.

Η μάνα μου με κοίταξε επίμονα. Ήξερε πολύ καλά, ότι με τόσο πολλές βροχές, όλες οι πηγές είχαν ανοίξει. Και βέβαια πρώτη και καλύτερη η πηγή που γέμιζε με καθαρό πόσιμο νερό, το Καβούσι.

– Πήγαινε, μου λέει, αλλά μην αργήσεις.

Έφυγα, αρπάζοντας τη φούσκα από ‘κει που την είχα κρύψει. Πέρασα την εκκλησία του Αφέντη Χριστού και μπήκα στο δρόμο για το μετόχι του Καραντώνη που θα με οδηγούσε στην πηγή. Όσο πλησίαζα, μου ερχόταν ανεμπόδιστα η βαριά μυρωδιά από τον τράγο που υπήρχε στο στάβλο.

Θυμήθηκα μια γειτόνισσά μας, που φώναζε και παρακαλούσε τον κανακάρη της, να σταματήσει το παιχνίδι και να μπει στο σπίτι να λουστεί!

– Έλα μωρέ να σε λούσω. Σαν τον τράγο βρωμείς!

Ο κάτοχος του τράγου, πρόσφυγας του ’22, φερμένος από άλλα μέρη, ζούσε σ’ αυτό το μικρό μετόχι, λίγο έξω από τα τελευταία σπίτια του χωριού, με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Δυό αγόρια κι’ ένα κορίτσι. Δούλευε τα χώματα που του τούδωσε η καινούργια του πατρίδα και αναπολούσε τα ατέλειωτα με παχιά καρποφόρα χώματα χωράφια της Ιωνίας, βλαστημώντας τους πρωταίτιους της καταστροφής και του άδικου διωγμού!

Το λίγο γεωργικό του εισόδημα το συμπλήρωνε με τη βοήθεια του εύρωστου ζώου.

Την συγκεκριμένη εποχή οργασμού των ζώων, οι χωριανοί μου πήγαιναν τις αίγες τους στον τράγο του πρόσφυγα για την γονιμοποίησή τους, έναντι μικρής χρηματικής αμοιβής του κατόχου του ζώου, για τις πολύτιμες υπηρεσίες του!

– Επήες μωρέ την αίγα σου στον τράγο, για να τηνε «καταστέσει»; Άκουγα να λένε οι χωριανοί.

Δεν γνώριζα το νόημα αυτών των συζητήσεων, κι ούτε μ’ ενδιέφερε να μάθω. Μου αρκούσε να τους βλέπω ευχαριστημένους, που ο τράγος «κατάστενε» τις αίγες τους.

Πέρασα το μετόχι κι έφτασα σε λίγο στο Καβούσι. Πήρα την χοιρόφουσκα από το χαρτί και την έπλυνα καλά καλά, για να ξεβρωμίσει λίγο. Την έτριψα με στεγνό χώμα για να μαλακώσει και την ξέπλυνα με καθαρό νερό. Την άπλωσα για λίγο να στεγνώσει και προσπάθησα μετά να την φουσκώσω. Στάθηκε αδύνατον. Τα γερά τοιχώματα της μεμβράνης της αντιστέκονταν σθεναρά.

Έφυγα απογοητευμένος, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα νικούσα την αντίστασή της και θα την φούσκωνα. Μ’ αυτές τις ελπιδοφόρες σκέψεις επέστρεψα στο σπίτι.

– Έχει νερό το Καβούσι; Με ειρωνεύτηκε ήρεμα η μάνα μου. Δεν της απάντησα. Τι να της πω; Ότι δεν έχει;

– Τι κρατάς στο χέρι σου; Με ξαναρωτά.

Μια φούσκα του χοίρου, που μου χάρισε ο κ. Αριστείδης, ο χασάπης, της απαντώ.

Για δώσε μου την, να τη δω;

Απλώνω το χέρι μου δειλά και της την δίνω. Την πιάνει αηδιαστικά με τις άκρες των δακτύλων της και με μια απότομη κίνηση την ρίχνει στο αναμμένο τζάκι. Η τσίκνα από την καιόμενη μεμβράνη της φούσκας, μαζί μ’ ένα ηχητικό τσιτσίρισμα, πλημμύρισαν την μικρή κουζίνα!