Η κυρά Ασημίνα, χήρα, μοναχή, κοίταζε τη φωτογραφία του πεθαμένου παιδιού της, του Παυλάκη. Ήταν τεσσάρων χρονών, όταν πέθανε. Στις χάρες του και στις ομορφιές του. Εφτά χρόνια περάσανε. Και δεν το ξέχασε.

– Παιδάκι μου… ψιθύρισε. Και ένα δάκρυ έσταξε επάνω  στη φωτογραφία. Δάκρυ της μάνας, που δεν ξεχνά. Και άρχισε να σκέφτεται και να λέει τις σκέψεις της ψιθυριστά.

– Πόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν μέχρι τώρα ζήσει επάνω στη γη αυτή. Χάρηκαν, λυπήθηκαν, πέθαναν, χάθηκαν. Παιδιά, νέοι, γέροντες… Και καλά οι γέροντες. Όμως τα μικρά παιδιά; Αυτά γιατί να πεθαίνουν; «Χους ει και εις χουν απελεύσει». Από χώμα είσαι και χώμα θα ξαναγίνεις.  Σηκώθηκε να πάρει μια χαρτοπετσέτα, να σκουπίσει το δάκρυ. Το σκούπιζε και  εξακολούθησε να σκέφτεται.

– Εφτά χρόνια περάσανε… Δεκαπενταύγουστο ήτανε…

Και κουνούσε το κεφάλι της θλιμμένα. Την αντιλήφθηκε η κόρη της  η Ευθυμούλα από την κουζίνα. Η Ευθυμούλα είχε έρθει να μαγειρέψει κάτι για τη μητέρα της, που είχε πέσει σε κατάθλιψη και αμελούσε ακόμη και την τροφή της.

– Πού την βρήκες πάλι αυτήν;

Η κόρη είχε κρύψει τις παλιές φωτογραφίες.

– Όσο περισσότερα χρόνια ζεις, τόσο περισσότερους θανάτους δικών σου βλέπεις… έλεγε συνεχίζοντας τις σκέψεις της η κυρά Ασημίνα.

Την επομένη πήρε η Ευθυμούλα τη μητέρα της και την πήγε σε ένα παραλιακό κέντρο, να πιουν ένα ποτό. Ήταν και ο γαμπρός της μαζί. Όμορφο παλικάρι και ευγενικό. Φρεσκοπαντρεμένοι. Στην αμμουδιά βλέπανε κόσμο. Κάνανε μπάνιο – Αύγουστος ήτανε – παίζανε μπάλα, έτρεχαν, χαίρονταν, άκουγαν μουσική, τραγουδούσαν και γελούσαν. Κόσμος γελαστός και χαρούμενος. Κανείς δεν σκεφτότανε τον θάνατο. Η κυρά Ασημίνα τους κοίταζε και αναρωτιόταν.

«Γιατί να μη χαίρομαι κι εγώ»; Ο ήλιος έδυε στην θάλασσα και η Ευθυμούλα οδήγησε (της άρεσε να κάθεται εκείνη στο τιμόνι) τη μητέρα της στο σπίτι. Η Ασημίνα προτιμούσε να μένει μόνη. Δεν ήθελε να γίνεται ενοχλητική στους παντρεμένους. Η κόρη τη συνόδεψε μέχρι το σαλόνι.

Πόσο μοναχικό της φάνηκε το σπίτι… Κατά την έξοδό της είδε στον διάδρομο πάλι τη φωτογραφία του πεθαμένου αδερφού της, κορνιζομένη τώρα. Το σημάδι από το δάκρυ είχε μείνει ανεξίτηλο. Το είδε η κόρη και δάκρυσε κι εκείνη.