Με μια καθυστέρηση, είδα χθες βράδυ τελικά τη “Φόνισσα”.  Είχα διαβάσει κριτικές αλλά για κάποιο λόγο, απέφευγα να τη δω. Οχι τουλάχιστον Χριστουγεννιατικα, σκεφτόμουν. Σαν να διαισθαισθανομουνα ότι η ταινία αυτή θα μπορουσε να με παρασύρει σε σκέψεις και συναισθήματα που δεν θα ταίριαζαν με τα λαμπάκια,  τα μελομακάρονα και τις γεμιστές γαλοπούλες.  Χθες λοιπόν, πήρα μια βαθιά ανάσα και βούλιαξα στο σκοτεινό της τοπίο.

Και καθώς οι σκηνές ξετυλίγονται, σκέφτομαι τη διαδρομής της γυναίκας στο χρόνο… ή  μήπως τη διαδρομή του ανθρώπου; Γυναίκες αντικείμενα, που τις πουλούν οι ιδιες οι μαννες τους, καμία φορά φτηνότερα, λόγω ανέχειας, γυναίκες που απ την ώρα που θα πάρουν την πρώτη ανάσα τους, γίνονται ανεπιθύμητο βάρος, γυναίκες που κουβαλούν σακιά και σφάζουν πετεινους, γυναίκες που ουρλιάζουν για να δώσουν ζωή και που μαθαίνουν να ζουν μέσα στο φόβο και τη σιωπή.

Αλλά και άντρες που λείπουν,  που φεύγουν, που πίνουν, που χτυπούν και που καμιά φορά επιτρέπουν,  μια στάλα τρυφερότητας να φανεί στη φωνή τους. Μα αυτοί είναι σε δεύτερο πλάνο. Γιατί εδώ το βλέμμα, είναι πιο πολύ πάνω στη γυναίκα. Στη μαυροντυμενη χήρα με τις κόρες, που ξέρει τα βότανα και συντρέχει όπου την καλούν.

Το βλέμμα της άγριο, κρύο και σκοτεινό, γλυκαίνει μόνο όταν ελευθερώνει τα παιδιά.  Αχ, να ‘μουνα πουλί να πέταγα, λέει μιλώντας για την επιθυμία της και αυτό γίνεται το δώρο της προς τα κορίτσια… Θελει να τα κάμει πουλιά. Να τα ελευθερώσει από τη μοίρα τους. Βασανίζεται και προστρέχει σε ένα θεϊκό σημάδι έγκρισης. Καθώς περπατά  μέσα στο σκληρό τοπίο ανάμεσα  στις  γκρίζες πέτρες, η μαυροντυμένη μορφή της μητέρας της, την καταδιώκει.  Αυστηρή και σκληρή κι αυτή, σαν πέτρα.

“Πονάει το χεράκι μου”, λέει δύο τρεις φορές και εκείνη την ώρα, είναι ταυτόχρονα το  μικρό κοριτσάκι που η μάννα του του έχει δαγκώσει βαθιά την παλάμη και η γυναίκα που με την ίδια παλάμη σήμερα, πνίγει τα κορίτσια.

“Δεν με αγάπησες ποτέ,  φίλησε με” λέει η μάνα της σε μια στιγμή που γίνεται ανθρώπινη.  Μια μάνα, που η κόρη πιάνει  το νεκρό της χέρι για να το ακουμπήσει στα μαλλια της, σαν χάδι για μια μοναδική φορά. Δύο γυναίκες, μάνα και κόρη, σε ένα χορό προσέγγισης και απομακρυνσης. Ταύτιση και Τραύμα. Τι είναι γυναίκα; Αχ, αυτή η έρημος της γυναικείας επιθυμίας,  θα πει ο Φρόιντ,  αδυνατώντας να καταλάβει τη γυναίκα, κάνοντας ετσι τις γυναίκες ψυχαναλυτριες να πουν “Αφήστε τις γυναίκες να μιλήσουν για τον εαυτό τους”.

Εδώ οι γυναίκες μιλούν και ο Παπαδιαμάντης τα καταφέρνει καλύτερα από τον παππού Φρόιντ. Μια από τις πιο δύσκολες σχέσεις, αυτή της μάνας με την κόρη,  που καταφέρνουν να ελευθερωθουν η μια απ την άλλη, μια με τρομακτικη κραυγή κάθαρσης και ένα σαλτο  στο πιο βαθύ γκρεμό.

*Η Καλλιόπη Δροσατάκη είναι κλινική ψυχολόγος