Σε άρθρο μας στις 24 Ιανουαρίου στη εφημερίδα ετούτη, αναφερθήκαμε στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από την πρώτη έως τη δεύτερη Ελισάβετ. Δεν είναι δύσκολο να παραδεχτεί κάποιος ότι η γαλήνια και γεμάτη αυτοπεποίθηση όψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ (1926-2022) χρησίμευε ως δύναμη προσγείωσης σε έναν κόσμο συνεχών και συχνά συγκεχυμένων αλλαγών στη βρεττανική κοινωνία.
Στην παρούσα στιγμή, είναι αρκετοί εκείνοι οι Βρεττανοί που αισθάνονται υπερήφανοι που οι τελευταίες τους κυβερνήσεις έχουν φτάσει σε νέα ύψη φυλετικής και εθνοτικής ποικιλομορφίας, πράγμα που είναι, από πολλές πλευρές, καλό και αληθινό. Αλλά μπροστά σε όλα αυτά που διαδραματίστηκαν σχετικά πρόσφατα στις οθόνες της τηλεόρασης, δεν ξεχνούν ότι για σχεδόν ολόκληρη την ιστορία της, η έννοια της αυτοκρατορίας, όπως δημιουργήθηκε και εφαρμόστηκε από τους Βρετανούς στους υποτελείς, ήταν συνώνυμη με την απροκάλυπτη φυλετική υπεροχή, μια από τις βασικές προϋποθέσεις της.
Και εδώ, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η βρεττανική αυτοκρατορία έκανε αδιακρίτως υπερβάσεις πάνω σε άλλες φυλές. Η παρατεταμένη πολιτική της Μεγάλης Βρεττανίας στη διακίνηση ναρκωτικών με στόχο την εξισορρόπηση του εμπορίου της και την επέκταση της κυριαρχίας της επί της Κίνας μέσω της στρατιωτικοποιημένης εξάπλωσης του εμπορίου οπίου, ήταν άλλο ένα παράδειγμα.
Στο επικό, πρωτοποριακό έργο του 2000, ‘Late Victorian Holocausts: El Niño Famines and the Making of the Third World’, ο ιστορικός Mike Davis κατέγραψε πώς η Μεγάλη Βρεττανία εκμεταλλεύτηκε μια σειρά από κοσμοϊστορικές παγκόσμιες ξηρασίες στα τέλη του 19ου αιώνα για να προωθήσει το πρόγραμμά της εδαφικής μεγέθυνσης και της πολιτικής κυριαρχίας επί πολλών απομακρυσμένων λαών.
Ιδιαίτερος στόχος ήταν η Ινδία, όπου πανίσχυροι Βρεττανοί αποικιακοί αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ο Βίκτωρ Μπρους, ο γνωστός μας Λόρδος Έλγιν, επέβλεπαν με βδελυγμία την διακίνηση τροφίμων μεγάλης κλίμακας και την αύξηση της τοπικής φορολογίας για τη χρηματοδότηση πολέμων σε μέρη όπως το Αφγανιστάν και η Νότια Αφρική εν μέσω μιας σειράς εξαιρετικά καταστροφικών λιμών.
Παράλληλα, οι αποικιοκρατικοί διαχειριστές αφαίρεσαν τα προγράμματα ανακούφισης που απευθύνονταν στους φτωχούς, τους οποίους περιφρονούσαν, στην ουσία, ως κοινωνικά και οικονομικά περιττούς και απορριπτέους. Για να επιχειρηματολογήσουν κατά της ανθρωπιστικής βοήθειας, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι αυτό θα έκανε απλώς τους εξαθλιωμένους και ετοιμοθάνατους αγρότες περισσότερο τεμπέληδες.
Ίσως όμως η πιο καταδικαστική πρόταση από όλες να βρίσκεται σε ένα βιβλίο που καταλήγει σε ένα συντριπτικό και λεπτομερώς τεκμηριωμένο κατηγορητήριο και είναι ετούτη: «Αν η ιστορία της βρεττανικής κυριαρχίας στην Ινδία έπρεπε να συμπυκνωθεί σε ένα μόνο γεγονός, αυτό είναι το εξής: δεν υπήρξε καμία αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ινδίας από το 1757 έως το 1947».
Το πιο πρόσφατο βιβλίο, η ‘Κληρονομιά της βίας: Μια ιστορία της βρεττανικής αυτοκρατορίας’ (Legacy of Violence: A History of the British Empire. New York, NY: Alfred A. Knopf. 2022), της καθηγήτριας αφρικανικών σπουδών Caroline Elkins (γεν. 1969), παρέχει εκτενή εστίαση στον εικοστό αιώνα, συμπεριλαμβανομένων πολλών πράξεων αυτοκρατορικής βαρβαρότητας που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Ελισάβετ Β’.
Σε αυτές περιλαμβάνεται η εκστρατεία για την καθυπόταξη της εθνοτικής ομάδας των Κικούγιου (Kikuyu) στην Κένυα με την απομάκρυνση των μελών της από τις καλύτερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις της χώρας και τον περιορισμό περισσότερων από ένα εκατομμύριο ανθρώπων στο μεγαλύτερο αρχιπέλαγος στρατοπέδων κράτησης και φυλακών στην ιστορία της βρεττανικής αυτοκρατορίας.
Εκεί που ανοίγει περισσότερο τα μάτια του αναγνώστη το νέο έργο της συγγραφέως αυτής, είναι ο πειστικός τρόπος με τον οποίο δείχνει ότι μέτρα όπως αυτά στην Κένυα ήταν ο καρπός μιας μακράς περιόδου πειραματισμού σε μεθόδους βάναυσης καταστολής, στην οποία συχνά συμμετείχαν οι ίδιοι αποικιακοί αξιωματούχοι που μετακινούνταν από το ένα αυτοκρατορικό κεντρικό σημείο ανάφλεξης στο άλλο στα τέλη του 19ου και τον 20ό αιώνα, όπως Ινδία, Τζαμάικα, Νότια Αφρική, Παλαιστίνη, Βρεττανική Μαλαισία, Κύπρος, την αποικία του Άντεν στη σημερινή Υεμένη, και πολλούς άλλους, καινοτομώντας και τελειοποιώντας τις τεχνικές τους με βάση τη χρήση βίας, τα βασανιστήρια και την ποινικοποίηση της αντίστασης με τρόπους που απηχούν τη σταθερή βελτίωση του πορτογαλικού μοντέλου των φυτειών που βασιζόταν στη δουλεία του δουλεμπορίου, καθώς αυτό μεταναστεύει από το Σάο Τομέ στη Βραζιλία και από εκεί προς τα βόρεια μέσω του τόξου της Καραϊβικής και του αμερικανικού Νότου.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι, όπως λένε πολλοί από τους θαυμαστές της, η Ελισάβετ Β’, σε αντίθεση με την πρώτη Αγγλίδα βασίλισσα που έφερε αυτό το όνομα, δεν είχε καμία εξουσία στις κρατικές υποθέσεις. Στα πολλά ταξίδια της όμως, ενσάρκωσε και βοήθησε επιδέξια στο να προωθήσει το έθνος της και το σύστημά του, ενώ ποτέ δεν άσκησε κριτική ή απολογήθηκε για οποιαδήποτε βρόμικη και επαχθή πτυχή του παρελθόντος του.
Όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αποαποικιοποιήθηκε σχεδόν πλήρως κατά τη διάρκεια της θητείας της Ελισάβετ Β’ στον θρόνο και ότι πολλές από τις πρώην αποικίες έχουν γίνει σήμερα δημοκρατίες, οι οποίες στον ένα ή στον άλλο βαθμό λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τα δικαιώματα των πολιτών τους.
Αλλά έχει περάσει προ πολλού η εποχή που ο κόσμος θα πρέπει να προσποιείται ότι αυτό οφείλεται στο ότι η βρεττανική κυριαρχία έκανε περισσότερο καλοήθη την συμπεριφορά της απέναντι στους αλλότριους ή ότι τα δικαιώματα των υπηκόων της αυτοκρατορίας είχαν μεγάλη σχέση με το τι πραγματικά σήμαινε εκείνη η αυτοκρατορία που ανήκει οριστικά στο παρελθόν!