«Όταν η Ευρώπη ανοίγει το στόμα της, είναι για να χασμουρηθεί». Αποτελεί ιστορική φράση του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, την οποία φροντίζει η ίδια η Ευρώπη να επιβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία!
Η πανδημία COVID-19, μπορεί μεν να άλλαξε τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά αυτό που παραμένει ακόμα πεισματικά αμετάβλητο, ως θλιβερή διαπίστωση στους κόλπους της γηραιάς Ηπείρου, είναι ο διχασμός των Βόρειων και των Νότιων εντός της Ε.Ε., και ειδικότερα εντός της ευρωζώνης.
Την περασμένη Πέμπτη η Ευρώπη δεν άνοιξε απλώς το στόμα της μόνο για να χασμουρηθεί, αλλά και για να καταδείξει ότι το χάσμα που ουσιαστικά δημιουργήθηκε το 2010 εξαιτίας της κρίσης χρέους, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες του πλούσιου Βορρά και σε εκείνες του φτωχού Νότου, παραμένει μέχρι και σήμερα απελπιστικά αγεφύρωτο!
Η προγραμματισμένη τηλεδιάσκεψη των ευρωπαίων ηγετών, που είχε ως θέμα την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, εξελίχθηκε σε έντονη αντιπαράθεση, μεταξύ των «σκληρών του Βορρά», πρωτοστατούντων των Γερμανών, Ολλανδών, Φιλανδών και Αυστριακών, και των εκπροσώπων των χωρών του «ευάλωτου Νότου» που πλήττονται ιδιαίτερα από αυτήν την υγειονομική κρίση.
Εννέα αρχηγοί κρατών, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας πρωθυπουργός, υπέβαλαν αίτημα έκδοσης ευρωομολόγου ειδικού σκοπού λόγω της πανδημίας. Συνυπέγραψαν επιστολή με αυτό το αίτημα και την απέστειλαν στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκφράζοντας έντονα την ανησυχία τους.
Το αίτημα όμως δυστυχώς βρήκε «τείχος». Το «τείχος» της αδιαλλαξίας του «Βερολίνου», που δεν σταματά να προτάσσει, δια των ηγεσιών του, πάντα το ίδιο πάγιο επιχείρημα: «Δεν θα πληρώσει ο γερμανός φορολογούμενος τις ζημιές των άλλων».
Δεν δίστασε μάλιστα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, προσηλωμένη στον ρόλο της ως υπερασπιστής των Γερμανών φορολογούμενων, να συγκρουστεί έντονα και με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ , όταν η δεύτερη πίεζε την πρώτη για λήψη απόφασης.
Η ΕΚΤ φαίνεται να παραμένει ο μόνος θεσμός της Ε.Ε. που θα μπορούσε σε αυτήν την δύσκολη κατάσταση να εξασφαλίσει γρήγορα και αποτελεσματικά τους αναγκαίους πόρους για την καταπολέμηση μιας κρίσης που η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ έχει χαρακτηρίσει ως «κρίση επικών διαστάσεων».
Αλλά και η ίδια η Γερμανίδα καγκελάριος, μιλώντας για τον κορονοϊό πριν λίγες μέρες, τον παρομοίωσε με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εισπράττοντας φυσικά τότε και όλα τα αναμενόμενα ειρωνικά σχόλια γι αυτήν την παρομοίωση που επέλεξε, με «μπηχτές» του τύπου, «Ας μην τον κάνατε!».
Η Γερμανική ηγεσία όμως, διαχρονικά και σε διακομματικό επίπεδο, επιδεικνύει μια ακόρεστη αλαζονεία να τα θέλει πάντα «όλα δικά της».
Πριν λίγες μέρες, η καγκελάριος ανακοίνωσε ότι προτίθεται να διαθέσει πόρους που ισοδυναμούν με σχεδόν το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας, για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Την ίδια στιγμή όμως δεν δίστασε να δανειστεί, για ικανοποίηση τρεχουσών αναγκών, περισσότερα από 150 δισ. ευρώ με αρνητικό επιτόκιο! Είναι ένα «προνόμιο» το οποίο διατηρούν στην Ε.Ε. η Γερμανία μαζί με άλλες τέσσερις χώρες της Ένωσης.
Δηλαδή, με απλά λόγια: Η Ευρωπαϊκή Ένωση της αλληλεγγύης των μελών της, έχει νομιμοποιήσει έναν «μηχανισμό» που μετατρέπει τα ελλείμματα των φτωχών χωρών του Νότου σε πλεονάσματα των πλούσιων χωρών του Βορρά!
Έχει κάθε λόγο λοιπόν να δηλώνει σήμερα το ΚΚΕ, ότι «η περιβόητη αλληλεγγύη των κρατών μελών της Ε.Ε., αποτελεί πλέον το πιο σύντομο ανέκδοτο!».
Θα πρέπει όμως να παρατηρήσουμε επίσης, ότι ο βαθύς οικονομικός «εθνικισμός» της Γερμανίας, ως ένα βαθμό, είναι αποτέλεσμα της ανοχής των άλλων μελών της Ε.Ε., και περισσότερο εκείνων που πλήττονται από την επικυριαρχία της στα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, οι υπουργοί οικονομικών των 27 χωρών μελών της Ε.Ε., καλούνται να καταλήξουν σε μια συμβιβαστική πρόταση για την αντιμετώπιση του οικονομικού κόστους της πανδημίας.
Είμαι περίεργος να δω, με ποιον τρόπο θα προσεγγίσουν τώρα ένα ζητούμενο, για το οποίο δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις συνεννόησης, όπως διαπιστώσαμε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής!
Έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δούμε με ποιον τρόπο θα αντιδράσουν, αλλά και αν θα λάβουν πρωτοβουλίες, οι εννέα χώρες-μέλη της ευρωζώνης που ξεχώρισαν(μαζί και η δική μας χώρα βέβαια), οι ηγέτες των οποίων συνυπέγραψαν την επιστολή με την οποία ζητούσαν την έκδοση του ευρωομόλογου»!
Θα μπορούσε ίσως, μια θαρραλέα στάση τους, αν μη τι άλλο, να προβλημάτιζε κάποιους ενδεχομένως, όχι μόνο για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και για το ίδιο το μέλλον της ευρωζώνης!
Οι συνεργασίες και οι συμμαχίες μεταξύ κάποιων χωρών δεν αποδείχθηκαν πάντα αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, η συνεργασία των χωρών του Νότου της ευρωζώνης, μετά το 2010, βρήκε εμπόδιο τον ιστορικό ανταγωνισμό ανάμεσα στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Θυμόμαστε όμως και πριν το 2010 τις προσπάθειες του νεοεκλεγμένου και φιλόδοξου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, να θέσει ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Νότο κάτω από την επιρροή της Γαλλίας, προκειμένου να εξισορροπήσει την ηγεμονική παρουσία της Γερμανίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Πριν από την έκρηξη της πανδημίας, η Γαλλία απέφευγε συστηματικά να συγκρουστεί δημόσια με τη Γερμανία, καθορίζοντας έτσι και τη στάση των υπολοίπων χωρών του Νότου που είχε στην επιρροή της. Το πρόσφατο βέτο της Ισπανίας και της Ιταλίας, αναγκάζει τώρα τη Γαλλία να εναρμονιστεί περισσότερο με τις υπόλοιπες χώρες του Νότου, προωθώντας έτσι και τα κοινά μεταξύ τους συμφέροντα.
Η περιχαράκωση πάντως του Ευρωπαϊκού Βορρά και η δογματική αναλγησία που επιδεικνύει απέναντι στον δοκιμαζόμενο Νότο, ιδιαίτερα σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο όπως αυτή που διανύουμε, εγκυμονεί κινδύνους για την συνοχή αλλά και για το μέλλον της ευρωζώνης. Όταν όμως η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μπαίνει σε «καραντίνα», μας οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στην απομυθοποίηση της ίδιας της «ευρωπαϊκής ιδέας».
Έχουν πάλι σήμερα, πιστεύω, ουσιαστικό ενδιαφέρον, ιστορικό αλλά και πολιτικό, τα σοφά λόγια του Φρανσουά Μιτεράν που θυμάμαι ξανά, με τα οποία εκείνος μεν απευθυνόταν τότε στη χώρα του, αλλά ως φαίνεται, δεν αφορούν μόνο τη Γαλλία:
«Το χρήμα είναι στη ρίζα όλων των δεινών της Γαλλίας, το αντικείμενο ενός αδιάφορου προσκυνήματος σε έναν τόπο βλασφημίας!».