Παρακολουθώντας κανείς όσα συμβαίνουν στη χώρα μας σχετικά με τις νέες ταυτότητες, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι οι αρνητές των ταυτοτήτων ταυτίζονται με τους αρνητές των εμβολίων και, το χειρότερο, ότι επιτίθενται κατά της επίσημης Εκκλησίας, θεωρώντας τον αρχιεπίσκοπο, τους μητροπολίτες και τους κληρικούς που δεν «ξεσπαθώνουν» κατά των ταυτοτήτων ως προδότες του Χριστού, νεοταξίτες, ανάξιους του λειτουργήματός τους κ.ά.
Μια βόλτα στο διαδίκτυο είναι αρκετή, για να καταλάβει κάποιος την πολεμική που γίνεται εναντίον των εκκλησιαστικών προσώπων εκείνων που δεν συμμαχούν και δεν συμπράττουν με το «κίνημα» κατά των ταυτοτήτων, το οποίο έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το αντιεμβολιαστικό «κίνημα».
Ο ανορθολογισμός, η ψυχολογία του όχλου, η συνθηματολογία, η τυπολατρία, οι θεωρίες συνωμοσίας, ο συναισθηματισμός που ενεργεί σαν μικρόβιο και πυροδοτεί τη συμπεριφορά, η αδυναμία των ανθρώπων να ακούσουν την κοινή λογική, όλα αυτά δηλαδή που επικρατούσαν στο ζήτημα των εμβολίων, τα ίδια επικρατούν και τώρα με τις νέες ταυτότητες.
Λειτουργώντας οχλοκρατικά οι αντιτιθέμενοι στις νέες ταυτότητες απορρίπτουν κάθε συζήτηση, επειδή δεν σκέφτονται, δεν μπορούν να σκεφτούν, κολλημένοι καθώς είναι στην «πίστη» τους, μια πίστη που ταυτίζεται με μια «ορθόδοξη» ιδεολογία», η οποία είναι ένα μείγμα θρησκευτικότητας και εθνικισμού.
Το πλήθος αυτό, λειτουργώντας με τους κανόνες της ομαδικής ψυχολογίας, αδυνατεί να σκεφτεί, ίσως γιατί στο βάθος γνωρίζει ότι αυτό που υποστηρίζει δεν είναι ακριβώς ορθό και γι’ αυτό, όπως έχει γράψει κάποιος, καταλαβαίνει ότι, αν οι άνθρωποι σταματούσαν για λίγο για να σκεφτούν, όλο το «πνευματικό» τους οικοδόμημα θα γινόταν θρύψαλα και ό, τι θα έμενε θα ήταν ένα μεγάλο κενό.
Η πίστη δεν είναι ούτε συναίσθημα ούτε ιδεολογία. Είναι βεβαιότητα και εμπιστοσύνη. Βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι παρών και αγαπά τον άνθρωπο, όσες φορές κι αν αμαρτήσει, αρκεί να έχει συνείδηση της αποτυχίας του και της αδυναμίας του να σωθεί δια των δικών του και μόνο δυνάμεων, και εμπιστοσύνη στον Θεό, ο οποίος ποτέ δεν εγκαταλείπει το πλάσμα του.
Αν πιστεύουμε στον Θεό, δεν είναι επειδή μας το υπαγορεύει κάποια ιδεολογία, αλλά γιατί το Πρόσωπό Του μας εμπνέει εμπιστοσύνη.
Κι αυτή η εμπιστοσύνη μάς κάνει να θέλουμε μια σχέση μαζί Του. Όταν, λοιπόν, η Εκκλησία μάς καλεί να πιστεύουμε στον Θεό, δεν μας προτείνει κάποια ιδεολογία ή κάποια θεωρία και μας επιβάλλει να την αποδεχτούμε. Μας καλεί σε μια προσωπική σχέση με το Θεό, σε ένα τρόπο ζωής που οδηγεί σταδιακά και βιωματικά σε σχέση μαζί Του.
Κι αυτή η βιωματική σχέση δεν εξαρτάται από ένα χαρτί, ένα δελτίο ταυτότητας. Αν πιστεύουμε βαθιά στον Θεό και στην Εκκλησία του, η οποία διασώζει την ορθή πίστη και την αποστολική διαδοχή, κανένα δελτίο ταυτότητας δεν μπορεί να αλλάξει την πίστη μου, όπως και κανένα εμβόλιο δεν άλλαξε το DNA μου.
Τώρα, λοιπόν, η Εκκλησία έχει μια μεγάλη ευκαιρία: να σταθεί με αγάπη μπροστά σε όλους αυτούς τους πιστούς που την κατακρίνουν και να τους μιλήσει πειστικά για το θέμα των ταυτοτήτων.
Το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο, γιατί πιο εύκολα πείθει κανείς κάποιον να δεχτεί ένα ψέμα παρά να το αρνηθεί. Ωστόσο, δεν πρέπει να αφήσει κάποιους μοναχούς ή κληρικούς ή λαϊκούς να μιλούν εξ ονόματός της και να γεννούν στις ψυχές των πιστών την οργή και το μίσος, παρουσιάζοντας τους ηγέτες της ως «αντίθεους» και αιρετικούς, με ένα λόγο συναισθηματικό που παραλύει κάθε λογική αντίσταση των ανθρώπων.
Για την Εκκλησία οι δυσκολίες και οι δοκιμασίες πρέπει να είναι ευκαιρίες να κηρύξει τον καθαρό λόγο τη πίστης και όχι να αφήσει την πίστη να χάνεται μέσα σ’ ένα κυκεώνα δοξασιών, συνωμοσιολογίας και τάχα προφητειών για επερχόμενα δεινά, τα οποία μόνο φόβο προξενούν.
Γιατί όλοι εκείνοι που αρνήθηκαν τα εμβόλια και τώρα αρνούνται τις ταυτότητες στον φόβο ποντάρουν. Στον φόβο, που, όπως είπε ο Νίκος Καρούζος, είναι ένα ζωώδικο ένστικτο που καμιά σχέση δεν έχει με την πνευματικότητα και την αγάπη.
Εξάλλου, όπως έγραψε ο Ευαγγελιστής της αγάπης, «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ» (Α΄ Ιω. δ΄18).
Η Εκκλησία οφείλει να κηρύξει ακριβώς αυτόν τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Να πει στους ανθρώπους να μη φοβούνται τον Θεό, αλλά να Τον αγαπούν, υψώνοντας τείχος σε αυτούς που, χρησιμοποιώντας τον φόβο, προσπαθούν να χειραγωγήσουν τους πιστούς και να τους εκτρέψουν από την ορθή πίστη.
Η Εκκλησία και τα πρόσωπα που τη διακονούν έχουν λάβει με τη χειροτονία τους την αποστολική διαδοχή. Αυτό πρέπει να τονιστεί και να εξηγηθεί στους πιστούς, οι οποίοι πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει αποστολικότητα και ότι όποιος δεν την έχει δεν δικαιούται να ομιλεί για την πίστη σαν να ήταν ιεραπόστολος (εκτός κι αν η Ορθοδοξία γίνει Προτεσταντισμός).
Ας πάψουν κάποια στιγμή να ακούγονται στους ναούς μόνο ηθικολογικά κηρύγματα και ας ακουστεί η εκκλησιολογία και η δογματική της Εκκλησίας, ώστε να αποκαθαρθεί ο γνήσιος εκκλησιαστικός λόγος από παραφωνίες και παράσιτα, από καθετί που προξενεί σύγχυση στις συνειδήσεις των πιστών, οι οποίοι χάνουν έτσι τον ορθόδοξο προσανατολισμό τους και γίνονται έρμαια ανθρώπων μισαλλόδοξων.
Είναι καιρός η Εκκλησία να βγει μπροστά, να διδάξει τον κόσμο για την πίστη, για την ουσία και τη σημασία του έργου της, για το ορθόδοξο ήθος. Να τους μιλήσει για την ελευθερία του Χριστού, για την οποία ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Τῇ ἐλευθερίᾳ ἡμᾶς Χριστὸς ἠλευθέρωσε· στήκετε οὖν καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. 5,1).
Δηλαδή: «Με την ελευθερία μάς ελευθέρωσε ο Χριστός. Μείνετε λοιπόν σταθεροί (στην ελευθερία) και μην ξαναμπείτε κάτω από τον ζυγό της δουλείας».
Να τους απαλλάξει από το αίσθημα του φόβου, που γεννά τις δεσμευτικές για τη συνείδηση φοβίες, και να τους εμφυσήσει την ελευθερία του Πνεύματος, το οποίο μοιάζει με τον αέρα που πνέει όπου θέλει.
Να τους πει ότι ο Χριστός τους αγαπά, ότι θέλει να είναι χαρούμενοι. Να δώσει νόημα στις δυσκολίες και στον πόνο τους, να τους βοηθήσει να γίνουν συνειδητοί χριστιανοί, να γίνουν δηλαδή πρόσωπα ολοκληρωμένα, ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού.
Και πρόσωπο δεν είναι εκείνος που μισεί τον διπλανό του, εκείνος που δεν σέβεται την ελευθερία των άλλων, εκείνος που θεωρεί εαυτόν Μεσσία και σωτήρα της Εκκλησίας, αλλά όποιος αγαπά τον πλησίον του, όντας προσανατολισμένος στο πανάγιο πρόσωπο του Χριστού.
Κι όλα αυτά η Εκκλησία πρέπει να τα πράξει το ταχύτερο. Η σιωπή μπορεί να είναι σοφή και εύλαλη, αλλά ο «ἐν χάριτι» λόγος, ο «ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολ. 4,6) είναι εκείνος που θα μεταβάλει τις συνειδήσεις, θα φωτίσει τον νου και θα μαλακώσει τις καρδιές των ανθρώπων. Η Εκκλησία πρέπει να κηρύξει λόγον αληθείας, που θα γίνει ανάχωμα για όλους εκείνους που είτε ιδεολογικοποιούν την πίστη είτε την παραχαράσσουν σε φτηνό συναισθηματισμό ή σε μέσον για άγρα οπαδών.
Η Εκκλησία δεν θέλει οπαδούς, θέλει ανθρώπους θεοειδείς, ανθρώπους της αγάπης, μιας αγάπης που ερείδεται στην ορθή πίστη, στην ορθοδοξία. Πρέπει να αρχίσει έναν επανευαγγελισμό του πληρώματός της, προβάλλοντας μέσω των κληρικών της την αλήθεια της πίστεως, έτσι όπως απορρέει από την Αγία Γραφή και την Παράδοσή της.
Να ομιλήσει τη γλώσσα της εποχής μας, να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα θέματα, ώστε να μη δίνει την εικόνα ενός απολιθώματος του παρελθόντος.
Είναι ένα έργο δύσκολο αλλά επιβεβλημένο. Ας κινητοποιήσει, λοιπόν, η Εκκλησία όλα τα πρόσωπα εκείνα που θέλουν να στρατευθούν στο έργο του επανευαγγελισμού του πληρώματος.
Οι κληρικοί να μελετήσουν και να εφαρμόσουν στην πράξη την θεολογία, οι θεολόγοι και οι Θεολογικές Σχολές και Ακαδημίες να συμβάλουν στο έργο της, ο κάθε πιστός να δώσει το δικό του «παρών» με τη ζωή και τα έργα του. Οι μητροπολίτες να δουν το ποίμνιό τους με πνεύμα ταπείνωσης και αγάπης, αφήνοντας στην άκρη κάθε έννοια δεσποτισμού, εκτός των περιπτώσεων που η Εκκλησία απειλείται με διχασμό και διαίρεση, λόγω αιρετικών απόψεων.
Χρειάζεται μια πανστρατιά που, χωρίς φωνασκίες αλλά ουσιαστικά και με αγάπη και πνευματικό θάρρος, θα μιλήσει στους ανθρώπους για την πίστη και το ήθος της Εκκλησίας.
Πάνω από όλα θα πρέπει να ακούγεται η φωνή της Εκκλησίας, που είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική. Όποιος άλλος θέλει να εκφέρει άποψη μπορεί βέβαια, αλλά χωρίς αυτή να θέτει σε κίνδυνο την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος, για την οποία την ευθύνη έχει ο τοπικός επίσκοπος. Όλα πρέπει να γίνονται κάτω από τη σκέπη της Εκκλησίας και κανείς δεν είναι υπεράνω αυτής.Στην ορθόδοξη πνευματικότητα υπάρχουν δυο όροι τους οποίους οφείλουν να ακολουθούν κλήρος και λαός: διάκριση και υπακοή. Μ’ αυτούς πορεύτηκε και πορεύεται πάντοτε η Εκκλησία.
Η διάκριση, ως θείο χάρισμα, υπαγορεύει πότε πρέπει να μιλά κανείς και πότε να σιωπά, πότε να κάνει ή να μην κάνει κάτι, απομακρύνοντας έτσι τον άνθρωπο από επικίνδυνες υπερβολές. Όποιος λειτουργεί χωρίς διάκριση δεν μπορεί να διακρίνει ποιο είναι το θέλημα του Θεού και κινδυνεύει να πράττει τα αντίθετα από αυτό.
Η υπακοή απαλλάσσει τον άνθρωπο από την αλαζονεία και την υπερηφάνεια, καθώς τον βοηθά να ταπεινωθεί και να γνωρίσει τα όριά του. Όσοι, λοιπόν, σήμερα ξεσηκώνονται ενάντια στις νέες ταυτότητες, κατηγορώντας την Εκκλησία, μάλλον ούτε διάκριση έχουν ούτε και υπακοή στην Εκκλησία δείχνουν. Ας το σκεφτούν.
Η Εκκλησία είναι σίγουρο ότι τους αγαπά και τους περιμένει να δουν το θέμα μέσα σε πνεύμα αγάπης και αλληλοκατανόησης. Ας μη σχίζουμε τον άρραφο χιτώνα του Χριστού. Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος.