Όταν  ήμουνα μικρός  –  πήγαινα ακόμη  στο δημοτικό σχολείο – μέναμε στην Θεσσαλονίκη, στον συνοικισμό Ευαγγελιστρίας. Το σπίτι μας ήτανε στην άκρη του συνοικισμού, προς την πλαγιά του βουνού  Σέιχ Σου. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει μια κατσίκα, για να έχουμε φρέσκο γάλα. Την  είχαμε δεμένη στην αυλή πίσω από το σπίτι μας. Τα απογέματα έπαιρνα την κατσίκα μας  και την πήγαινα στην απέναντι  πλαγιά να βοσκήσει. Είχε χόρτο άφθονο.

Η κατσίκα μας την χρονιά εκείνη έμεινε έγκυος. Και στο τέλος γέννησε ένα άσπρο κατσικάκι. Μεγάλωσε η παρέα μας.  Στις επισκέψεις μας στο βουνό το κατσικάκι έπαιζε και χοροπηδούσε, ενώ η μαμά του έβοσκε ευτυχισμένη. Πήγαινε στα μαστάρια της, τα χάιδευε με την μουτσούνα του, έπινε γάλα. Και μετά ερχόταν και χαϊδευόταν επάνω μου. Το αγκάλιαζα και το φιλούσα. Ήτανε άσπρο, παιχνιδιάρικο, χαριτωμένο. Το αγαπούσα πολύ. Είχαμε γίνει φίλοι.  Και εκείνο χαιρόταν.

Την Μεγάλη Εβδομάδα ο πατέρας μου έσφαξε το κατσικάκι. Εγώ  δεν το είδα. Θυμάμαι όμως ότι η μαμά του η κατσίκα βέλαζε κλαψιάρικα μέρες  πολλές. Το  αναζητούσε να πάει να θηλάσει. Να το γλείψει  χαδιάρικα.  Εκείνο όμως έλειπε. Και η μαμά του βέλαζε κλαψιάρικα και το ζητούσε.

Και τα ζώα έχουν αισθήματα. Λυπούνται. Τα ζώα γλώσσα σαν του ανθρώπου δεν έχουνε. Όμως εκφράζονται και αυτά. Εκδηλώνουν  τον φόβο τους,  την χαρά, την λύπη τους… Και συνεννοούνται  μεταξύ τους με το είδος της κραυγής που εκπέμπουν.  Άκουγα το βέλασμά της και έκλαιγα. Κρυφά. Να μη με δούνε. Την Κυριακή του Πάσχα το μαγειρέψανε το κατσικάκι. Εγώ δεν έφαγα. Έκανα τον άρρωστο. Το γεγονός  έχει μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη μου.

Μιαν άλλη φορά, πολύ αργότερα – υπηρετούσα ως καθηγητής στις Μοίρες – είδα την σπιτονοικοκυρά μου (χειμώνας ήτανε και διάβαζα μέσα στο αυτοκίνητο που το ζέσταινε ο ήλιος), είδα την νοικοκυρά μου να κατεβάζει τέσσερα άσπρα χαριτωμένα γατάκια μέσα σε μια δεμένη σακούλα νάιλον. Τα είχε γεννήσει η γάτα της  και ήθελε να τα ξεφορτωθεί. Τα πέταξε μέσα στον κάδο των σκουπιδιών, δίπλα μου. Τα γατάκια νιαούριζαν  λυπητερά ώρα πολλή – τα άκουγα – ώσπου να ξεψυχήσουν.

Έσκασαν μέσα στην δεμένη σακούλα. Δεν τόλμησα να πάω να τα ελευθερώσω. Θα μάλωνα με την νοικοκυρά μου. Και θα έπρεπε να ξενοικιάσω και να φύγω.  Φασαρία… Και η μαμά τους η γάτα ύστερα νιαούριζε μέρες κλαψιάρικα και τα αναζητούσε. Αισθανόμουν τύψεις. Για πολύν καιρό μέσα μου έβλεπα  την μαμά γάτα πλαγιασμένη στο πάτωμα και τα τέσσερα γατάκια της  να την βυζαίνουν.  Και εκείνη να αισθάνεται ευτυχισμένη. Και μετά… Ακόμη το θυμάμαι.

Και στενοχωριέμαι. Και τα ζώα έχουν αισθήματα.   Και υποφέρουν. Πονάνε, στενοχωριούνται, λυπούνται, κλαίνε…  Και εμείς  τα τυραννούμε, τα σφάζουμε, τα τρώμε. Πόσο σκληρά φέρεται ο άνθρωπος προς τα ζώα! Εκατομμύρια ζωές στην οικουμένη καθημερινώς: κοτόπουλα, κατσικάκια, αρνάκια, γουρουνόπουλα, μοσχαράκια… σφάζονται άπονα από τους  ανθρώπους. Γίνονται αλλαντικά, μαγειρεύονται… Και τα τρώμε. Και τα περισσεύματα τα πετάμε στα σκουπίδια.

Και όμως και τα ζώα έχουν αισθήματα. Πονούν όταν τα σφάζουμε. Αισθάνονται τον χωρισμό και στενοχωριούνται όσα μένουν. Ο άνθρωπος αυτό δεν το λογαριάζει, δεν το σκέφτεται. Τρώει τα κρέατά τους. Αχόρταγος.

 

  * Ο Αιμίλιος Ψαθάς  είναι εκπαιδευτικός