Οι γεωπολιτικές εντάσεις συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι, η εξάπλωση και ενίσχυση ενός ισχυρού εθνικιστικού κύματος. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί υπερισχύουν. Οι επανακάμψαντες αναθεωρητισμοί δεν κρύβουν τις επιδιώξεις τους. Ο μεγαλοϊδεατισμός συνυπάρχει με το φόβο και την ανασφάλεια που φωλιάζουν σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
Στον ευρωπαϊκό χώρο, η βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επισφραγίζει το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κύκλου. Τα στρατηγικά σχέδια για αναβίωση αυτοκρατοριών καθίστανται πλέον ορατά. Ουσιαστικά αποτελούν τη πυξίδα απολυταρχικών καθεστώτων και αυταρχικών ηγετών, ανατροφοδοτώντας την εθνικιστική έξαρση. Ο παροξυσμός της Τουρκίας το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο.
Ο επεκτατισμός τον οποίο πρεσβεύει σήμερα, ο Ερντογάν και η μόνιμη αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, κάθε άλλο παρά τυχαία γεγονότα είναι. Και το κυριότερο δεν αποσκοπούν απλώς και μόνο, σε εκλογικά οφέλη του Τούρκου Προέδρου. Απεναντίας, συνιστούν στρατηγικό αναπροσανατολισμό της γείτονος, αξιοποιώντας τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Εγγύτερος σκοπός της είναι η ενίσχυση της θέσης και του ρόλου της, μετά τις εξελίξεις και τις αναδιατάξεις, όπως αυτές διαμορφώνονται. Με άλλα λόγια η πολιτική της έχει βάθος. Δεν περιορίζεται σε πυροτεχνήματα. Ούτε προσμετράται μόνο στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το ζεύγμα Ελλάδας Τουρκίας αναμφίβολά θα εξακολουθεί να συνδέεται με τις γενικότερες μεταβολές και ανακατατάξεις, ακόμη και τις εκκρεμότητες, στην ευρύτερη περιοχή μας. Το βέβαιο είναι ότι η τουρκική πίεση θα ενταθεί. Τα ενεργειακά ζητήματα θα εξακολουθήσουν να αποτελούν εστία τριβής και αμφισβήτησης. Τον επιχειρούμενο αποκλεισμό της, που βασίζεται στην «πολιτική αξόνων», η γειτονική χώρα δεν πρόκειται να τον αποδεχθεί. Με την πληγή του Κυπριακού ανοικτή, εύλογο είναι να συνεχίσει να επιδιώκει την οριστική διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, εκμεταλλευόμενη την απορριπτική διάθεση της πλειονότητας της ελληνοκυπριακής πολιτικής τάξης, για συμφωνία επίλυσης. Γεγονός το οποίο αν τελικά συμβεί, θα επιφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για την Τουρκία.
Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, η Ελλάδα έχει αισθητά βελτιώσει τη θέση της, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Οι συνεργασίες τις οποίες έχει αναπτύξει, της προσφέρουν τη δυνατότητα της ανατοποθέτησής της, υπερβαίνοντας τους φορμαλισμούς του παρελθόντος. Πάντως η απεξάρτησή της από εθνοκεντρικές αντιλήψεις, σε καμμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι απεμπολεί τα εθνικά της συμφέροντα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ούτε την αποπροσανατολίζει, ως προς τις τουρκικές απειλές και βλέψεις. Αντιθέτως τη βοηθά αποφασιστικά να ενδυναμώσει την ευρωπαϊκή της στρατηγική, προστατεύοντας την από την επιθετικότητα και την αδιαλλαξία του Ερντογάν και των συνοδοιπόρων του.
Η ειρήνη στην περιοχή μας και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας, διασφαλίζονται ακολουθώντας το δρόμο της Ευρώπης και της Δύσης. Όποιοι νομίζουν ότι επιτυγχάνονται με εθνικιστικές εξάρσεις, μάλλον είναι δέσμιοι παρωχημένων αντιλήψεων αν δεν υποκρύπτουν ανομολόγητες σκοπιμότητες. Ο αυθεντικός πατριωτισμός δεν αντιλαμβάνεται τα υποκείμενα της πολιτικής, ως παρελθόν ή ως νεκρά σύμβολα, ανακαλώντας ιστορικά γεγονότα, ακόμη και αναμνήσεις. Μια τέτοια προσέγγιση μας ωθεί σε ένα φετιχιστικό πατριωτισμό, ο οποίος μας εμποδίζει να αντιληφθούμε την ουσία των πραγμάτων, καθώς και τις αντιφάσεις που τα διαπερνούν.
Απεναντίας επιδέξια εξωτερική πολιτική, είναι αυτή που θέτει εθνικούς στόχους, αντί να επικαλείται διαρκώς εθνικούς κινδύνους. Και στηρίζεται σε συγκεκριμένες επιδιώξεις. Επιπροσθέτως αξιοποιεί τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετατρέποντας τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωτουρκικές. Άλλωστε η ιστορική συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, είναι κορυφαίο παράδειγμα μιας δημιουργικής και εξωστρεφούς στρατηγικής.
Η παραδοσιακή αντίληψη που αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική ως αντίδραση, αποδεικνύεται ατελέσφορη. Εξ ου και ο ανταγωνισμός με την Τουρκία σε ποσοτικούς όρους, είναι αδιέξοδος δρόμος. Τα υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να συντηρούν και να διαιωνίζουν την ένταση και την καχυποψία, γλιστρώντας τις εμπλεκόμενες χώρες, ολοένα και περισσότερο στην εχθροπάθεια. Μάλιστα το ίδιο ουσιαστικά συμβαίνει και με την επικρατούσα λογική των κυρώσεων, οι οποίες κάθε άλλο παρά φαίνεται να συνετίζουν την τουρκική ηγεσία.
Πέρα λοιπόν από τις άκαιρες θριαμβολογίες της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, η αλήθεια είναι ότι τα εθνικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν υπηρετούνται με βολοταρισμούς και προσωπικές στρατηγικές. Το πρόσφατο φιάσκο στην Τρίπολη της Λιβύης, αν κάτι δείχνει είναι ότι η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει επ ουδενί να είναι αντικείμενο εσωτερικής κατανάλωσης.
* Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της POLITY