Η προσωπικότητα και το έργο του Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) παραμένουν πάντα επίκαιρα. Ιδιαίτερα σήμερα που η ανασφάλεια και η επιταχυνόμενη αλλαγή του κόσμου συγκλονίζουν υπαρξιακά την ανθρωπότητα. Ως στοχαστής ο Καμύ με το βαθύ ανθρωπιστικό του λόγο μας διδάσκει ότι οφείλουμε να αγωνιστούμε για να δικαιώσουμε τη ζωή και να αναζητήσουμε κάποιες σταθερές αξίες ο καθένας με το δικό του τρόπο. Πρέπει να απορρίψουμε τα ψευτοδιλήμματα όπως «να αυτοκτονήσω ή να κάνω ένα καφέ» και να απολαύσουμε τις μικροχαρές της καθημερινότητας, όταν μεγάλα πετάγματα και ψευτοηρωϊσμοί ή άλλα ηχηρά παρόμοια μας ναρκώνουν τη σκέψη.
Ανάμεσα στα καλαίσθητα φυλλάδια που ο εκδοτικός οίκος ΑΓΡΑ κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια, το 8ο έχει τίτλο «Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ». Έχει μεταφραστεί από τον αγαπημένο φίλο και ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη. Δημοσιεύτηκε αρχικά το 1948 και έχει ενταχθεί στον τόμο «Το Καλοκαίρι» που έχει, επίσης, μεταφραστεί και κυκλοφορεί.
Ανατρέχω συχνά και απολαμβάνω την υπέροχη γλώσσα του Χριστόφορου και το βάθος και την ποιότητα του λόγου του Καμύ. Θέμα του είναι η αντιπαράθεση του μεταπολεμικού κόσμου και των αξιών του αρχαιοελληνικού, ή όπως το διατυπώνει «εμείς εξορίσαμε την ομορφιά οι Έλληνες πολέμησαν γι’ αυτήν».
Ο μύθος της ωραίας Ελένης είναι γνωστός, όπως τουλάχιστον τον έπλασε ο Όμηρος, και τρέφει τη φαντασία μας αιώνες τώρα. Δεν δίδει κανένα της χαρακτηριστικό σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς που περιγράφουν τις όμορφες κόρες των μυθιστορημάτων τους σε ολόκληρες σελίδες για τα μαλλιά τους, για τα μάτια τους, για τα χείλη τους και την κορμοστασιά τους.
Μόνο όταν πρόκειται να μονομαχήσει ο Μενέλαος με τον Πάρη ανεβαίνει στα τείχη με τους γέροντες Τρώες, που είναι αποστεγνωμένοι ερωτικά και εκείνοι, όταν την αντικρύζουν, θαμπώνονται και λένε χαλάλι για μια τέτοια γυναίκα να σκοτώνονται τα παιδιά μας. Η εξορία, επομένως, της Ελένης του Καμύ είναι μια καταγγελία για τον μεταπολεμικό άνθρωπο που με αφροσύνη επιδιώκει τη δύναμη και υπερβαίνει το μέτρο.
Ο Καμύ είχε σπουδάσει φιλοσοφία και γνώριζε καλά τους αρχαίους φιλοσόφους. Για να τεκμηριώσει την άποψή του παραθέτει σκέψεις του Ηράκλειτου, όπως «ούτε ο ήλιος μπορεί να υπερβεί το μέτρο, διαφορετικά οι Ερινύες που υπηρετούν τη δικαιοσύνη θα τον τιμωρήσουν» και «την αλαζονεία πρέπει να σβήνουμε σαν να είναι πυρκαγιά που καταστρέφει τα πάντα», αλλά και τον Σωκράτη που έλεγε ότι «ένα μόνο ξέρει καλά ότι δεν ξέρει τίποτε». Θα παραθέσω τρία αποσπάσματα από το δοκίμιο:
«Εμείς εξορίσαμε την ομορφιά, οι Έλληνες πολέμησαν γι’ αυτήν. Πρώτη, αλλά θεμελιώδης διαφορά. Η ελληνική σκέψη κατέφευγε πάντα στην ιδέα του μέτρου. Δεν εξώθησε τίποτε ως την υπερβολή, ούτε το θείο ούτε το λόγο, επειδή δεν αρνήθηκε τίποτα, ούτε το θείο, ούτε το λόγο. Αγκάλιασε τα πάντα, εξισορροπώντας τη σκιά με το φως. Αντίθετα η Ευρώπη μας, ριγμένη στην κατάκτηση των πάντων, είναι κόρη της Ύβρεως. Αρνιέται την ομορφιά, όπως αρνιέται ό,τι δεν εξυμνεί. Και, με διαφορετικούς έστω τρόπους, ένα μόνο εξυμνεί: τη μέλλουσα κυριαρχία της λογικής. Στην τρέλα της μεταθέτει τα ακατάλυτα όρια, και αμέσως οι σκοτεινές ερινύες ορμούν και την ξεσκίζουν. Η Νέμεσις, θεά του μέτρου, όχι της εκδίκησης, αγρυπνεί. Τιμωρεί χωρίς οίκτο όσους ξεπερνούν τα όρια»
……..
«Στους πιο ακραίους παραλογισμούς μας ονειρευόμαστε μια ισορροπία που αφήσαμε πίσω μας και πιστεύουμε με αφέλεια ότι θα την ξαναβρούμε στο τέλος των σφαλμάτων μας. Παιδαριώδης οίηση, που δικαιολογεί, γιατί λαοί ανώριμοι, κληρονόμοι της αφροσύνης μας, κατευθύνουν σήμερα την ιστορία μας.»
………
«Η συνειδητοποίηση της άγνοιας, η άρνηση του φανατισμού, τα σύνορα του κόσμου και του ανθρώπου, το αγαπημένο πρόσωπο, τέλος το ωραίο, ιδού το πεδίο όπου θα συναντήσουμε τους Έλληνες. Το νόημα της αυριανής ιστορίας δεν είναι, από μιάν άποψη, αυτό που νομίζουμε. Βρίσκεται στην αναμέτρηση της δημιουργίας και του σκοταδισμού. Μπορούμε να ελπίζουμε πως οι άοπλοι καλλιτέχνες θα νικήσουν, παρά το τίμημα που θα καταβάλουν».