Ο σπόρος της αμφιβολίας έχει φυτρώσει για τα καλά στο κοινωνικό σώμα. Οι βεβαιότητες έχουν αισθητά υποχωρήσει. Οι επιφυλάξεις κερδίζουν έδαφος. Το ίδιο και η περίσκεψη. Την αμφιβολία εύλογο είναι να διαδέχεται η δυσαρέσκεια, η αποδοκιμασία ακόμη και η απόρριψη. Ουσιαστικά επέρχεται η απομάγευση.
Ως εκ τούτου, η κρίση εμπιστοσύνης στις σχέσεις των πολιτών με τους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης, είναι αναμενόμενη κατάληξη. Η υποβόσκουσα αμφισβήτηση εντείνεται περαιτέρω. Οι αποκαλούμενες συστημικές δυνάμεις, θεωρούνται συλλήβδην υπεύθυνες για τα διαχρονικά προβλήματα της χώρας. Τα ρήγματα που δημιουργούνται είναι υπαρκτά και έντονα.
Το εγχώριο πολιτικό σύστημα, αναμφίβολα, δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Η δυσαρμονία του, με τις πραγματικές ανάγκες του τόπου και της κοινωνίας είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Η δυσανεξία του για αλλαγές, βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις είναι έκδηλη και διακομματική. Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα μαρμαρωμένο οικοδόμημα κατεστημένων δυνάμεων, που έχουν ταυτίσει την τύχη τους με τη συντήρηση του υφιστάμενου πολιτικού σκηνικού. Ακόμη και αν η επιλογή τους αυτή συνεπάγεται βαρύ «φόρο», για την ελληνική κοινωνία.
Το αποτυχημένο ελληνικό κράτος δεν είναι εφεύρημα του Σόιμπλε, προκειμένου να δικαιολογήσει τις πολιτικές που εκείνος πρέσβευε. Ούτε το ανακάλυψαν κάποιοι που αντιστρατεύονται τη χώρα μας. Απεναντίας, συνιστά μια σκληρή πραγματικότητα. Η χρεοκοπία το 2008-2009, την επιβεβαίωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική τάξη στην πλειονότητά της συγκροτεί ένα αναχρονιστικό, προβληματικό και πελατειακό κομματικό σύστημα. Έτσι άλλωστε εξηγούνται και οι αντιστάσεις του, στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν.
Το νέφος καχυποψίας το οποίο διαπερνά τμήμα των εκλογέων, μπορεί να εδράζεται σε βάσιμες ενστάσεις, εντούτοις σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε ανορθολογικές αντιλήψεις, σε συνωμοσιολογικές ερμηνείες καθώς και σε ένα υφέρποντα λαϊκισμό. Η λεγόμενη αντισυστημική αντίδραση εκπορεύεται από αλόγιστες προσεγγίσεις.
Η εναντίωση στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, συνοδεύεται από ισοπεδωτικές απόψεις και απαίδευτες εξισώσεις. Το γνωστό «όλοι το ίδιο είναι», δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αυθαίρετη, εύκολη και κυρίως απολιτική άποψη. Χαρακτηριστική αλλά και επίκαιρη είναι η φράση του Δάντη, « στην κόλαση υπάρχει ειδική θέση για εκείνους που σε εποχές οξείας κρίσης, επιλέγουν την ουδετερότητα».
Η γενική απαξίωση της πολιτικής, κάθε άλλο παρά υγιές φαινόμενο είναι. Ισοδυναμεί με μια ολοκληρωτική απόρριψη. Η Ελλάδα παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις στρεβλώσεις και τις ανεπάρκειες της, δεν παύει να κατατάσσεται στις προηγμένες χώρες, οικονομικά, κοινωνικά πολιτισμικά.
Ο μηδενισμός των κατακτήσεων της, στερείται σοβαρότητας και αξιοπιστίας. Και το χειρότερο παραπέμπει σε σκοτεινές σκέψεις και δυνάμεις, που μάχονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η τραγωδία στα Τέμπη ήταν φυσικό να προκαλέσει ένα ισχυρό σοκ. Οι πληγές που άνοιξε, δεν είναι μόνο ο πόνος, ο θυμός και η οργή. Αλλά και η έκρηξη της κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών προς την κρατική διοίκηση, την κυβερνητική εξουσία, τα κόμματα.
Το εκκρεμές της πολιτικής αιωρείται. Η αισθητή δημοσκοπική υποχώρηση του κυβερνώντος κόμματος είναι γεγονός. Το ίδιο και η στασιμότητα ή και η μικρή κάμψη, της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Η περιλάλητη δε κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δοκιμάζεται για πρώτη φορά σκληρά. Η ισχύς και η δύναμή του απομειώνονται, καθιστώντας τον ευάλωτο στις επικρίσεις και στην απόδοση ευθυνών.
Οι κυβερνητικές δικαιολογίες δεν πείθουν. Οι σοφιστείες που σκαρφίζονται οι επιτελείς του Μαξίμου, περί βαθέως κράτους, μόνο ως ανέκδοτο μπορούν να ακουστούν. Και αυτό γιατί η κυβέρνησή τους στελέχωσε τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων με κομματικούς αξιωματούχους.
Η περίπτωση όλων των οργανισμών που βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών,(ΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΕΡΓΟΣΕ, ΣΤΑΣΥ κ.ά), είναι καραμπινάτη υπόθεση κομματοκρατίας. Το δράμα των Τεμπών, όπως φαίνεται, έχει δραστικές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή. Η ρευστότητα που έχει προκληθεί, ενέχει τα στοιχεία των μεταβολών και των αναδιατάξεων.
Η αυτοδυναμία της ΝΔ δείχνει να έχει απομακρυνθεί, ακόμη και σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Το ζήτημα των κυβερνητικών συνεργασιών εισβάλλει δυναμικά στην μετεκλογική πραγματικότητα. Εξάλλου, κάτι τέτοιο είναι κυρίαρχη επιλογή στον ευρωπαϊκό χώρο. Στις 27 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι 23 έχουν στο τιμόνι τους κυβερνήσεις συνεργασίας.
H συγκρότηση βιώσιμων και αποτελεσματικών κυβερνήσεων συνεργασίας είναι αναμφισβήτητα μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση. Προϋποθέτει ισχυρή βούληση και αμοιβαία ειλικρίνεια. Και προπαντός συνεργατική κουλτούρα. Να στηρίζεται σε καθαρές προγραμματικές συγκλήσεις και συμφωνίες, αλλά και σε πρόσωπα κοινής αποδοχής.
Ο πρωθυπουργός χρειάζεται να απολαμβάνει μια ευρύτερη αποδοχή, να είναι απαλλαγμένος από κομματικές υστεροβουλίες. Να ενοποιεί τους κομματικούς εταίρους στη βάση κοινών εθνικών επιδιώξεων.
Να ξεχωρίζει για τη διαχειριστική και πολιτική του επάρκεια και τη τεχνοκρατική του κατάρτιση. Να μπορεί να συνθέτει διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις και προτάσεις για τα καίρια ζητήματα του τόπου. Να φέρει στις αποσκευές του τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρίες, προκειμένου να εκφράζει τη χώρα σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία.
Αυτονόητο είναι ότι ένας κυβερνητικός συνασπισμός μπορεί να συγκροτηθεί, εφόσον το μεγαλύτερο κόμμα προσέρχεται στις διαβουλεύσεις δίχως να θέτει προαπαιτούμενα και αδιαπραγμάτευτες αξιώσεις.
Με αυτή λοιπόν τη μέθοδο, τα κόμματα που διεκδικούν την ευθύνη διακυβέρνησης του τόπου, οφείλουν να αναζητήσουν τις απαραίτητες και επωφελείς προσεγγίσεις, αφήνοντας στην άκρη τις αυταρέσκειες και τις μονομέρειες. Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας θα κριθούν και θα αξιολογηθούν στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής που έχει ανάγκη η χώρα και όχι σε εκείνο του κομματικού ανταγωνισμού και των προσωπικών επιδιώξεων.
* Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της POLITY