Η Άρβη (Βιάννου) στα ΝΑ παράλια του Νομού Ηρακλείου ήταν ένας ιδιαίτερα προικισμένος τόπος. Μιά όαση δροσιάς και πρασινάδας που οφειλόταν στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής που χαρακτηρίζονται από το ζεστό κλίμα, την φυσική προστασία που έχει από τους ανέμους, και κυρίως από τα άφθονα πηγαία νερά που έρεαν χειμώνα καλοκαίρι από το ποροφάραγγο και με 2 κανάλια (καταπότες) αρδευόταν η κοιλάδα την οποία την διασχίζει ένα ποτάμι κατάφυτο με πλατάνια και στην εκβολή του σχημάτιζε μέχρι τη 10ετία του 1960 μια εντυπωσιακή λίμνη. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έκαναν την Αρβη τόπο παραγωγικό και τόπο ελκυστικό σε συνδυασμό με την πεντακάθαρη και ήρεμη θάλασσά της.
Σε όλη την ακτογραμμή της νότιας Κρήτης δεν συναντούσες τέτοιο καταπράσινο, υπήνεμο και δροσερό περιβάλλον. Η Άρβη ήταν το επίνειο, ο γιαλός των βορεινότερων χωριών μας, που είναι όλα κτισμένα στους πρόποδες της Δίκτης κατα μήκος του οδικού άξονα Βιάννος –Ιεράπετρα. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Βιάννου και ειδικότερα στα Δημοτικά διαμερίσματα Αμιρών και Αγίου Βασιλείου.
Στην αρχαιότητα, 18ος π.χ. αιώνας ήταν πόλη με δικό της νόμισμα και αργότερα λιμάνι των Ρωμαίων με μεγάλη ανάπτυξη όπως μαρτυρούν και οι αρχαιότητες που μέχρι σήμερα έχουν ανευρεθεί. Μέχρι και την κατοχή ήταν κυρίως Εμπορικός οικισμός με πολύ μεγάλες αποθήκες (Μαγατζέδες) γιατί όλο το χοντρικό εμπόριο της περιοχής γινόταν μέσω θαλάσσης και διακινούνταν με ζώα από και προς το εσωτερικό της επαρχίας. Εξήγαγαν λάδι, πυρήνα, χαρούπια, κίτρα και έφερναν σιτηρά, υφάσματα και δέρματα από την Αθήνα αλλά και από το εξωτερικό, τη Μπερούτη (Βηρυτό) την Μαντρούχα (Μάρσα Μαντρούχ) και την Μπιγκάζα (Βεγγάζη).
Υπήρχαν Μαούνες που μεταφόρτωναν στο καράβι που αγκυροβολούσε στο πέλαγος. Eνα τέτοιο ο Ταϋγετος προσάραξε στα αβαθή στις 17 Ιανουαρίου 1931. Στις αρχές του 20ου αιώνα και λίγο μετά την κατοχή στην κοιλάδα καλλιεργούσαν κυρίως αμπέλια, οπωροφόρα δένδρα, και περιβόλια. Στα γύρω υψίπεδα τα οποία ήταν ξηρικά είχαν χαρουπιές και τα σποροχώραφα τους. Σήμερα όμως είναι ιδιαίτερα παραγωγικά σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες πρώιμων κηπευτικών και μπανάνας.
Μετά το 1930 εμφανίζονται τα πρώτα μικρά φυτά μπανάνας (5-6) στον κήπο του μοναχού Λουκά απέναντι απο το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου. Αυτά ήταν και τα μοναδικά σε όλη την Αρβη όπως θυμόταν και κατέγραψε ο Χρυσόστομος Διακάκης, που απεβίωσε πρόσφατα σε ηλικία 102 ετών. ΄
Ηταν βαθύς γνώστης γιατί από νέος ασχολήθηκε με την συγκέντρωση και την εμπορία της μπανάνας. Επικρατεί η άποψη ότι το πρώτο φυτό μπανανιάς το έφερε κάποιος μοναχός της ΙΜ κρυμμένο στον σκούφο του, μετά από επίσκεψη του στο Σινά. Υπάρχει όμως και η καταγεγραμμένη και δημοσιευμένη πληροφόρηση που οφείλω να την παραθέσω,
Ότι τα πρώτα φυτά μπανάνας τα έφερε στην Αρβη και τα παρέδωσε στην ΙΜ Αγ Αντωνίου, ο Βιαννίτης Γεώργιος Παπαμαστοράκης που είχε διατελέσει πρώτος Πρωθυπουργός της Κρητικής Πολίτείας και μετέπειτα βουλευτής Λασιθίου. Απεβίωσε το 1923 σε ηλικία 56 ετών. (Πληροφ 1η Ε. Καδιανάκης δάσκαλος στο βιβλίο του ΒΙΑΝΝΟΣ σελ 107 που μεταφέρει μάλιστα διήγηση του τότε ηγουμένου της μονής Ανανία. Πληρ 2 Το ίδιο αναφέρει και ο αξέχαστος επίσης Γ. Παπαδάκης δάσκαλος και Ιστορικός με καταγωγή από το Καλάμι στο βιβλίο του ΒΙΑΝΝΟΣ διαχρονική πορεία από τα βάθη των αιώνων σελ 338).
Ανεξάρτητα όμως από το πώς και ποιος έφερε αυτό το ευλογημένο φυτό, είναι προφανές ότι η καλλιέργεια της μπανάνας καθυστέρησε αρκετά χρόνια για να μπει στην παραγωγή και μέχρι τότε μάλλον ήταν διακοσμητικό φυτό, είτε γιατί δεν το γνώριζαν σαν προϊόν είτε γιατί δεν υπήρχε κανένα αγοραστικό ενδιαφέρον. Σε πολύ μικρή έκταση καλλιεργήθηκε πριν το πόλεμο για οικιακή κατανάλωση και κάποια τσαμπιά τα έδιναν, στο καράβι του γύρου (Πόστα) που αναχωρούσε από τον Πειραιά και προσέγγιζε την ΄Αρβη κάθε 2η Παρασκευή.
Αμέσως μετά την Γερμανική κατοχή επεκτάθηκε με χειρωνακτική εργασία ο δρόμος από τη Βιάννο μέχρι τον Πεύκο και μπορούσε πλέον η περιοχή να εξυπηρετείται με φορτηγό αυτοκίνητο. Αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει τελείως η διακίνηση των προϊόντων με το καράβι και η Άρβη ερήμωσε. Ο δρόμος όμως δημιούργησε σημαντικές ευκαιρίες στην καλλιέργεια της μπανάνας.
Οι μπανάνες άρχισαν να καλλιεργούνται πιο συστηματικά οι πρώτοι αλλά μικροί μπανανόκηποι των (Πεδιαδιτογιάννη, Μικρογιαννάκη Παπαματθαίου, (Πίτροπος) και του Σωμαρογιάννη) από τον Αγ Βασίλειο. Τους ακολούθησαν σταδιακά και άλλοι αγρότες για οικογενειακή κυρίως κατανάλωση
Την ώθηση όμως για την εμπορία της μπανάνας που οδήγησε και στην επέκταση της καλλιέργειας της, εκτός από τον αυτοκινητόδρομο την έδωσε ένα ανήσυχο εμπορικό και ερευνητικό μυαλό εκείνης της εποχής που δυστυχώς η προσφορά του αγνοείται στον τόπο μας. ΄Ηταν Ο Μιχάλης Κεφαλάκης (Κεφαλομιχάλης) ο οποίος είχε Ελαιουργείο στον Αγ Βασίλειο και εμπορικές αποθήκες στο Ηράκλειο στην οδό 25ης Αυγούστου, στην Αθήνα (Πανεπιστημίου) και στην Θεσσαλονίκη. Πειραματίστηκε με ασετιλίνη σε μια άδεια δεξαμενή ελαιολάδου, και μετά αρκετές προσπάθειες ανακάλυψε τη μέθοδο ωρίμανσης της μπανάνας με ασετιλίνη που χρησιμοποιείται και σήμερα.
Την πρώτη παρτίδα τη μοίρασε δωρεάν στα μανάβικα του Ηρακλείου για να την κάνει γνωστή στους Ηρακλειώτες που μέχρι τότε όπως και στην υπόλοιπη Κρήτη, την αγνοούσαν. Αντιπρόσωπος του στην Αρβη ήταν ο Χρυσόστομος Διακάκης που έκοβε τις μπανάνες, και με αγωγιάτες που ανεβοκατέβαιναν καθημερινά με τα ζώα τους το βουνό, τις μετέφεραν μέσα σε τσουβάλια (τυλιγμένες με μπανανόφυλα) στον Πεύκο που απέχει 14χιλ από την Αρβη.
Εκεί τις συσκεύαζαν σε μεγάλες ξύλινες και βαριές κασόνες (τσιγάρων) και τις έστελναν με το φορτηγό στο Ηράκλειο. Στη συνέχεια ο Κεφαλάκης παρήγγειλε και του κατασκεύασαν ειδικά ξύλινα κώνικα καφάσια προσαρμοσμένα στην μεταφορά των μπανανών, και η συσκευασία γινόταν απευθείας στην Αρβη με αποτέλεσμα να προστατεύονται κατά τη μεταφορά τους.
Δυστυχώς ο ΚεφαλοΜιχάλης έφυγε πολύ νωρίς. Κατάφερε όμως με το επιχειρηματικό, και το ερευνητικό μυαλό του να δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη του τόπου. Την περίοδο εκείνη επεκτάθηκε η καλλιέργεια της μπανάνας σε όλη τη κοιλάδα και στα πρανή της όπου μπορούσαν να φτιαχτούν πεζούλες,με αποτέλεσμα ο τόπος να καλυφθεί από ένα καταπράσινο χαλί από το Φαράγγι μέχρι τη θάλασσα. Τότε ανοίχτηκε το πρώτο πηγάδι (το κοινοτικό του Αγ. Βασιλείου) που αντλούσε νερό με ντηζελομηχανή. Αργότερα ακολούθησαν και άλλα και εμφανίστηκαν και άλλοι έμποροι (Ραπτάκης που έστελνε στην Αθήνα, Μακράκης, και Τσαγκαράκης (Ίλαρχος) που αγόραζε για λογαριασμό του Κωστάντιου).
Ήταν τέτοια η ομορφιά του τόπου που επιλέχθηκε να γυριστούν εκεί 2 κινηματογραφικές τανίες. Στις Αρχές του 1960 υπήρξαν σημαντικές πρωτοβουλίες που πήγαν τον τόπο πολύ πιο μπροστά μετά και τη διάνοιξη του δρόμου προς την Αρβη. Ο Γιάννης Λ Παπαδάκης τόλμησε την πρώτη καλλιέργεια μπανάνας μακρύτερα από την Αρβη, στη μέχρι τότε ξηρική κοιλάδα Λατόμια, αφού πρώτα άνοιξε βαθύ πηγάδι και εξασφάλισε την άρδευση τους.
Σε μερικά χρόνια η μέχρι τότε άγονη κοιλάδα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο μπανανόκηπο. Το ίδιο συνέβη και με τη δυτική παραλία Τροχάλοι. Ο Σωμαρογιάννης επίσης και ο Δημήτρης Χατζάκης ήταν από τους πρώτους που καλλιέργησαν στον Ξερόκαμπο και ο Ι Κατσαράκης (καθηγητής) στο Ξενοτάφι. Οι έμποροι της μπανάνας είχαν πολλαπλασιαστεί. Οι Διακάκηδες, Σωμαράκης, Μαρής, Συγγελάκης και αρκετοί άλλοι που έρχονταν για να εξασφαλίσουν μερίδιο στην αγορά. Μόνο στο Ηράκλειο υπήρχαν 4 θερμία, αλλά και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Η μπανάνα πουλιόταν όσο και το λάδι. Οι περισσότεροι αγρότες είχαν γίνει νοικοκύρηδες χωρίς ιδιαίτερα χρέη. ΄Αρχισε επίσης να καλλιεργείται και σε άλλες περιοχές, Ψαρή φοράδα, στα Μάλλια, στη Ζάκρο και αλλού όπου υπήρχαν κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες. Η μπανάνα δεν θέλει ούτε παγωνιά, ούτε αέρα. Θέλει μόνο νερό, τροφή (κοπριά), ζέστη και να την αγαπάς. Τα τελευταία χρόνια έχουν βελτιωθεί σημαντικά οι συνθήκες για τη μεταφορά της με μια απλή αλλά αποτελεσματική επινόηση, του καθηγητή Λάζαρου Παπαδάκη που ασχολείται και με το εμπόριο της μπανάνας.
Όσο όμως αυξανόταν η καλλιεργήσιμη έκταση, τόσο αυξανόταν και η ζήτηση σε νερό, πρόβλημα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ένα φράγμα ή μικρά φράγματα με τα νερά της Δίκτης, πάνω από το φαράγγι θα βοηθούσαν σημαντικά την περιοχή, στην οποία εκτός από μπανάνες καλλιεργούνται σε μεγάλη έκταση, πρώιμα κηπευτικά και ελιές. Όμως το κράτος ήταν διαχρονικά απών σε κάθε δημιουργική προσπάθεια των κατοίκων της περιοχής ακόμα και στην περίπτωση που εξαιτίας της υπεράντλησης μπήκε υφάλμυρο νερό στα πηγάδια που κατέστρεψε τις καλλιέργειες.
Οι αγρότες μπήκαν σε ένα πολύ δύσκολο αγώνα να εξασφαλίσουν πρόσθετο νερό. Χιλιόμετρα λάστιχα κατέβηκαν από τα ορεινά χωριά,γεωτρήσεις που και αυτές επιβαρύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα διανοίχτηκαν και πασχίζουν να κρατήσουν την περιοχή σε ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, οι κάτοικοι βλέπουν το νερό του ποταμού να χάνεται στη θάλασσα και να παρασέρνει μαζί του τις προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών που κάθε φορά εδω και 40 χρόνια επαναλαμβάνονται.
Η καλλιέργεια της μπανάνας αντιμετώπισε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση τη μεγαλύτερη απειλή για την εποχή που ήταν εισαγωγή ξένης μπανάνας. Το κράτος αντί να στηρίξει την ανάπτυξη της ντόπιας παραγωγής που εξελισσόταν δυναμικά, συντάχθηκε με τα εισαγωγικά συμφέροντα για τον έλεγχο μια δυναμικής αγοράς που είχε δημιουργηθεί. Το 1978 συμμετείχα στην Αθήνα σε επιτροπή αγροτών της περιοχής για να εμποδίσουμε ή να αντιπαλέψουμε τις συνέπειες από την σχεδιαζόμενη εισαγωγή.
Επιστρέφοντας οι παραγωγοί με εξουσιοδότησαν να συνεχίσω τον αγώνα στην Αθήνα για λογαριασμό τους. Με το πάθος του νέου που το μεγαλώνει το άδικο έγραφα στις εφημερίδες για να αναδειχθεί ευρύτερα το θέμα. Συναντήθηκα με βουλευτές, με αρχηγούς κομμάτων, με προϊσταμένους υπηρεσιών, με δημοσιογράφους, για να στηρίξουν τον αγώνα μας.
-΄Εγινε επερώτηση στη βουλή από τον τότε βουλευτή και καθηγητή μου Μανώλη Δρετάκη και με τη στήριξη του Δντή της δενδροκηπευτικής του υπουργείου Γεωργίας κου Απέσου που κατανόησε τον αγώνα μας, πετύχαμε την αναβολή της εισαγωγής, και πολύ σημαντικά θέματα που οδηγούσαν στον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και της εμπορίας. Πετύχαμε επίσης σε περίπτωση εισαγωγής και για όσο διάστημα διαρκούσε, να επιδοτούνται οι αγρότες με 100 δρχ ανα κιλό που θα πουλούσαν.
Δυστυχώς οι παραγωγοί βολεύτηκαν για αρκετό διάστημα μόνο με το τελευταίο μέτρο της επιδότησης και απεμπόλησαν όλα τα θετικά που θωράκιζαν την προοπτική της καλλιέργειας. Τα επόμενα χρόνια η τιμή της μπανάνας αυξήθηκε ξαφνικά και υπέρμετρα, με αποτέλεσμα να αγανακτούν οι καταναλωτές -Οι παραγωγοί έπεσαν σε μια καλοστημένη παγίδα και έχασαν το ηθικό πλεονέκτημα που είχαν. Ο δρόμος για την εισαγωγή είχε ανοίξει.
Η ντόπια μπανάνα δεν είχε πλέον ζήτηση. Οι καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν και η άλλοτε καταπράσινη κοιλάδα ερήμωσε και μαζί ξεράθηκαν τα οπωροφόρα δένδρα που ήταν στους Μπανανόκηπους. Μια ψύξη που σπάνια συμβαίνει στην περιοχή, έδωσε τη χαριστική βολή.
Μετά από διαρκείς και μαχητικούς αγώνες των αγροτών που ακολούθησαν με επικεφαλής τον πρόεδρο τους κ Χρήστο Μάλλιο βελτιώθηκαν σ’ένα ικανοποιητικό βαθμό οι συνθήκες. Μετά από αρκετά χρόνια και προσπάθειες, το άρωμα και η ποιότητα της ντόπιας μπανάνας είναι περιζήτητα. Οι καταναλωτές που άρχισαν να ψάχνουν ποιοτικά προϊόντα της δίνουν πάλι τη θέση που τις ταιριάζει. Φαίνεται και είναι θετικό ότι η σχέση παραγωγών καταναλωτών έχει μπει σε μια άλλη βάση σεβασμού και πρέπει να παραμείνει αμφίδρομη.
Ένα προϊόν ευρείας κατανάλωσης και πολύ περισσότερο η μπανάνα, που είναι 25% φρούτο και 75% τροφή και απευθύνεται κυρίως σε παιδιά εκτός από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, πρέπει να είναι και οικονομικά προσιτό. Μόνο έτσι σφυρηλατείτε και διαρκεί η σχέση του παραγωγού με τον καταναλωτή.
Είναι σημαντικό ότι βελτιώθηκε η θέση της μπανάνας. Σειρά έχει το περιβάλλον που όμοιο του δεν συναντούσες χιλιόμετρα μακριά και σίγουρα έχει επηρεαστεί σήμερα από την αυξημένη θερμοκηπιακή καλλιέργεια πρώιμων κηπευτικών και μπανάνας. Εξάλλου τον τόπο μας τον παρέδωσαν οι πρόγονοι και παραγωγικό και ελκυστικό και ετσι πρέπει να τον παραδώσουμε.
Το μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια για να ξαναγίνει η κοιλάδα καταπράσινη και όαση δροσιάς και για τους κατοίκους και για τους επισκέπτες και κυρίως για τα νέα παιδιά, που θέλουν να ασχοληθούν στον τόπο τους και με άλλες δραστηριότητες.
Η γιορτή της μπανάνας που διοργανώνεται και φέτος στην Άρβη το διάστημα 12-14 Αυγούστου και εξελίσσεται σε επιτυχημένο θεσμό είναι μια ευκαιρία για τους επισκέπτες να γνωρίσουν τον τόπο που ξεκίνησε η καλλιέργεια της αλλά και για τους κατοίκους να αναζητήσουν την αναγκαία ισορροπία που πρέπει να έχει η ανάπτυξη της περιοχής σε σχέση και με το περιβάλλον της που έχει προοπτικές και για άλλες βιώσιμες ευκαιρίες. Αυτός ο τόπος που στηρίζει νοικοκυριά και την Εθνική Οικονομία αξίζει το σεβασμό και τη φροντίδα μας.