Ζούμε σ’ έναν κόσμο απόλυτης σχεδόν συγχρονικότητας: είμαστε δηλαδή όλοι μας σύγχρονοι μεταξύ μας. Δεν υπάρχει «μπρος» και «πίσω» σ’ έναν αγώνα ψευδεπίγραφο για την πρωτοπορία στον πολιτισμό: υπάρχει μόνον το «εδώ» και το «τώρα».

Μπορεί ο κρητικός πληθυσμός να ρίχνει το βάρος σ’ έναν «συλλογικό εγωισμό», σε αντίθεση με τον αθηναϊκό που ρίχνει το βάρος στον ατομικισμό, όμως καθώς το παρελθόν έρχεται στο παρόν μέσα από το λόγο ή την αφήγηση, συλλογικότητα και ατομικισμός συγκλίνουν τελικά σ’ ένα «μεταξύ» του Εγώ και του Εσύ, όπως το θέτει ο φιλόσοφος Μάρτιν Μπούμπερ αναδεικνύοντας τη σχέση αυτή σαν κύριο άξονα της σκέψης του.

Πολύ συχνά όμως, μέσα στην καθημερινότητά μας, απομονώνουμε λεκτικά τουλάχιστον τα πρόσωπα, αποδίδοντάς τους διάφορες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα το «κουτσομπολιό»: εστιάζουμε σε κάποιον, και αποφαινόμαστε αν εν τέλει πρόκειται λ.χ. για «παράωρο» ή για «σωπατερό». Δεν εξετάζουμε σχεδόν ποτέ τις ευρύτερες, τις γενικότερες ιστορικο-πολιτικές και κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες ή παραμέτρους.

Το πόρισμά μας θα είναι αμείλικτο.

Άλλο παράδειγμα αποτελούν οι καλεσμένοι σε κάποιον γάμο, το σύνολό τους: το νεαρό, κατά κανόνα, ζευγάρι που παντρεύεται, παύει μέσα από αυτή την τελετουργία μετάβασης να συνιστά ένα παλικάρι και μία κοπέλα, αλλά γίνεται ανδρόγυνο, αποδεκτό από την κοινότητα σαν ίσοι προς ίσους, σαν πλήρως ενηλικιωμένοι πολίτες, όπου τους περιμένει η κάθε λογής συμπαράσταση, από κάθε έναν από τους καλεσμένους ξεχωριστά.

Το νεαρό ζευγάρι, λοιπόν, οφείλει να αισθάνεται ασφάλεια. Εδώ κυριαρχούν λεκτικά οι ευχές, και συνεπώς ένα κλίμα ευφορίας και έντονης συλλογικότητας με επίκεντρο το ζευγάρι. Μία όψη κάποιας κρυμμένης ίσως συγχρονικότητας έρχεται στο φως και το παρελθόν ταξιδεύει προφορικά από στόμα σε στόμα, φτάνοντας στο παρόν ώστε να εξιστορηθεί η ιστορία του ζευγαριού από τις πρώτες λεπτομέρειες μέχρι την συγκεκριμένη ώρα και μέρα, την ημέρα δηλαδή της τελετής.

Τελετή: κάτι τελειώνει, κάτι αρχίζει.

Αλλά, παρόλ’ αυτά, το πεπρωμένο του καθενός μας τείνει να εξατομικευτεί μέσα σ’ έναν κόσμο καθοριστικών γενικεύσεων. Γιατί είναι η πόλη, ο θρησκεία και το άτομο που έχουν τα πρωτεία στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο, μεταμοντέρνο και ομογενοποιημένο γήινο πολιτισμό. Πρόκειται δηλαδή σαν να έχουμε να κάνουμε με μια δισυπόστατη κίνηση από το εγώ στο «παγκόσμιο εμείς» κι από το «παγκόσμιο εμείς» στο εγώ.

Όμως, «μηδενί συμφοράν ονειδήσεις, κοινή γαρ η μοίρα και το μέλλον αόρατον». Δηλαδή, «μην λυπηθείς για κανενός τη συμφορά, γιατί κοινή είναι η μοίρα και το μέλλον είναι αόρατο»- λέει ο Ισοκράτης.

Κι ένα τρίτο παράδειγμα, από την Αφρική: εκεί, στην ανθρωπιστική φιλοσοφία των αυτοχθόνων, κυριαρχεί η έννοια του «ουμπούντου» που σημαίνει «υπάρχω επειδή υπάρχεις».

Προτάσσοντας δηλαδή μια εξωφρενική αμοιβαιότητα, υπεράνω και της ίδιας της έννοιας της διαπροσωπικής συναλλαγής, φτάνουν οι κάτοικοι της Μαύρης Ηπείρου σε επίπεδα αλληλεγγύης ανάλογα με τα λησμονημένα ίσως δικά και τοπικά μας, και δίνοντας αργά και σταθερά ένα μοντέλο συμβίωσης και σκέψης απλό, κατανοητό κι εφαρμόσιμο στην πράξη από ανθρώπους με «έξω καρδιά».

Παίρνουμε από την Αφρική εν τέλει, ένα καλό μάθημα.

Ή μήπως κάνω λάθος;

Ο Μπάμπης Λάσκαρις είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας