Εκατόν τριάντα χρόνια αιματηρών αγώνων, χρειάστηκαν οι χριστιανοί της Κρήτης για να ελευθερώσουν τον Τόπο μας από τον Οθωμανικό ζυγό. Στη διάρκεια των 130 αυτών χρόνων εκδηλώθηκαν επτά επαναστάσεις. Από αυτές, δύο έχουν χαραχτεί βαθύτερα στη συλλογική μνήμη εκείνη του Δασκαλογιάννη το 1770 και η Επανάσταση του 1866.
Η Επανάσταση του 1866 προετοιμάστηκε επί μακρόν. Μέχρι την οριστική κήρυξή της, την 21η Αυγούστου 1866 στο Ασκύφου Σφακίων, πραγματοποιήθηκαν επαναστατικές συνελεύσεις στα Μπουτσουνάρια Χανίων, τα Ανώγεια, Άγιο Μύρωνα Μαλεβιζίου, Κράσι Πεδιάδας, τη Μονή Αρκαδίου.
Στην διάρκεια των τριών χρόνων της επανάστασης, χιλιάδες χριστιανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, πέθαναν από τις κακουχίες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Εκατοντάδες χιλιάδες παραγωγικά δέντρα, κυρίως ελαιόδεντρα και αμπέλια εκριζώθηκαν ή κάηκαν. Σοδειές δεν συγκομίστηκαν.
Το ζωικό κεφάλαιο του νησιού καταστράφηκε. Σπίτια και εκκλησίες πυρπολύθηκαν. Κοιμητήρια συλήθηκαν. Το ολοκαύτωμα και η εθελοθυσία των έγκλειστων στη Μονή Αρκαδίου, τον Νοεμβρίου 1866, αποτελεί το ενδοξότερο γεγονός της τριετούς Επανάστασης και ένα από τα σημαντικότερα της σύγχρονης Ελληνικής, Ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας.
Στη Μονή Αρκαδίου, ηγούμενος από το 1856, ήταν ο σαραντάχρονος Γαβριήλ Μαρινάκης. Άνδρας μεγαλοπρεπής, καλλίφωνος, με σπουδαίες διοικητικές ικανότητες, θερμός πατριώτης. Την 1η Μαΐου 1866, στην επαναστατική συνέλευση του Αρκάδιου, ο Γαβριήλ εκλέχτηκε πρόεδρος τής Επαναστατικής Επιτροπής. Η Μονή, εκτός από έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής, είχε μετατραπεί σε καταφύγιο επαναστατών, των οικογενειών τους και κατοίκων της περιοχής.
Συνολικά 964 ανθρώπων. Από αυτούς, οι 257 ήταν ένοπλοι. Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη της Επανάστασης, έφτασε στην Κρήτη, από την Κωνσταντινούπολη, με εντολή να την καταστείλει, ο εβδομηντάχρονος Μουσταφά πασάς, παλαιός γνώριμος των Κρητικών. Ο πάσας ειδοποίησε τον Ηγούμενο να απομακρύνει την Επαναστατική Επιτροπή και τους επαναστάτες από τη Μονή, διαφορετικά θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της.
Η απάντηση του Ηγουμένου και του Φρουράρχου Ιωάννη Δημακόπουλου ήταν αρνητική. Έτσι, το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου, ο πασάς με χιλιάδες στρατιώτες και άτακτους τουρκοκρητικούς ξεκίνησε από το Ρέθυμνο με προορισμό το Αρκάδι. Το πρωί της Τρίτης, 8η Νοεμβρίου 1866, ο πασάς ζήτησε για τελευταία φορά από τους επαναστάτες να παραδοθούν. Και αυτήν τη φορά η απάντηση ήταν αρνητική.
Αμέσως ξεκίνησε την πολιορκία. Κατά την πρώτη ημέρα της πολιορκίας, οι επαναστάτες απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στον τουρκοαιγυπτιακό στρατό και στους τουρκοκρητικούς. Το βράδυ, στο πολεμικό συμβούλιο αποφασίστηκε η άμυνα «μέχρις εσχάτων» και η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης στην περίπτωση που οι Τούρκοι κατάφερναν να εισβάλουν στη Μονή.
Την Τετάρτη, 9 Νοεμβρίου, δεύτερη ημέρα της πολιορκίας, λίγο μετά το μεσημέρι, μετά από πολύωρο κανονιοβολισμό με το κανόνι «μπουμπάρδα κουτσαχείλα», υποχώρησε η δυτική πύλη και οι Τούρκοι μπήκαν στη Μονή. Ο Ηγούμενος και ο Φρούραρχος καθοδηγούσαν και εμψύχωναν τους αμυνόμενους. Εν τω μεταξύ τα πυρομαχικά των αμυνομένων άρχισαν να σπανίζουν, τα όπλα τους από την υπερβολική χρήση και τις άσχημες καιρικές συνθήκες δεν λειτουργούσαν πλέον.
Οι γυναίκες αφαιρούσαν τα όπλα, τα φυσέκια και τα μαχαίρια από του σκοτωμένους και τα έδιδαν στους πολεμιστές. Οι μάχες ήταν σώμα με σώμα. Οι χριστιανοί σκοτώνονταν ή σφαγιάζονταν ο ένας μετά τον άλλο. Ο θόρυβος από τα όπλα και τα κανόνια, όπως και οι κραυγές των ανθρώπων ακούγονταν από χιλιόμετρα. Το μοναστηριακό συγκρότημα είχε καλυφθεί από πυκνό νέφος προερχόμενο από τη χρήση της πυρίτιδας.
Εν τω μεταξύ σκοτώθηκε ο Ηγούμενος Γαβριήλ. Μέσα στη γενικευμένη σφαγή, ο Κωστής Γιαμπουδάκης με εντολή που είχε πάρει νωρίτερα από τον Ηγούμενο, κατέβηκε από τα Κλάουστρα όπου πολεμούσε και κατευθυνόμενος προς την πυριτιδαποθήκη καλούσε «όποιος θέλει την τιμή και υπόληψίν του νάρθη να καή μαζί μου». Εκατοντάδες γυναικόπαιδα, γέροντες αλλά και πολεμιστές κατέφυγαν στην πυριτιδαποθήκη.
Εκεί, ο γενναίος αυτός άνδρας, αφού ενημέρωσε για την απόφασή του, προσκάλεσε όποιον ήθελε να φύγει, να το κάνει αμέσως. Ελάχιστοι έφυγαν. Η απάντηση όλων ήταν «φωθιά στο μπαρούτι». Τότε ο Κωσταντής, με την αποφασιστικότητα και την ψυχική δύναμη που χαρακτηρίζει τους γενναίους άνδρες άδειασε την πιστόλα του στο μπαρούτι, δαφνοστεφανώνοντας το Αρκάδι, την Κρήτη, την Ελλάδα και την Ελευθερία!!
Κατά την πολιορκία, την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης και τη σφαγή που ακολούθησε, σκοτώθηκαν ή σφαγιάστηκαν περίπου 850 από τους πολιορκημένους. 114 αιχμαλωτίστηκαν. Σύμφωνα, με τους επιζήσαντες, οι τουρκοκρητικοί από τα γειτονικά χωριά του Αρκαδίου, οι οποίοι συνεπικουρούσαν τον τουρκικό στρατό, ήταν εκείνοι που διακρίθηκαν στη σφαγή των υπερασπιστών και των γυναικόπαιδων.
Δυστυχώς και ο στρατός κυριεύτηκε από το εκδικητικό πνεύμα των τουρκοκρητικών εναντίον των αιχμαλώτων. Έτσι, ο Φρούραρχος Δημακόπουλος, ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, θανατώθηκε δια λογχισμού. Ήταν 33 ετών. Δια λογχισμού θανατώθηκε μπροστά στη μητέρα του Χαρίκλεια ο Κωσταντής Δασκαλάκης. Ήταν 24 ετών. Μετά από φρικτά βασανιστήρια θανατώθηκε στο χωριό Μέση ο Πεντακοσίαρχος Ιωάννης Σωπασής. Ήταν 36 ετών.
Η εθελοθυσία του Αρκαδίου προκάλεσε κλίμα συμπάθειας για τον αγώνα των Κρητών. Δημιουργήθηκαν επιτροπές συμπαράστασης στο εξωτερικό και την ελεύθερη Ελλάδα. Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και ποιητές έγραψαν αξιόλογα κείμενα και ποιήματα.
Μεταξύ αυτών και ο κορυφαίος Γάλλος διανοούμενος Βίκτωρ Ουγκώ. Επέλεξα ένα από τα πιο πρόσφατα ποιήματα, γραμμένο από τον μακαριστό πρώην Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο Παπουτσάκη. «Αρκάδι Πανίερη, ολόφωτη, άσβηστη του Αρκαδιού η φλόγα, το ολοκαύτωμα. Της λευτεριάς σημάδεψε τον δρόμο το χρέος της τιμής και της ανδρείας. Αρκάδι, Μοναστήρι, ηρώο, λάβαρο, άγια λειψανοθήκη και προσκύνημα, Ο Γαβριήλ, ο Γιαμπουδής, οι σκοτωμένοι. Αρκάδι. Είναι της Κρήτης η ψυχή και δεν πεθαίνει».
Ευτυχώς η μνήμη του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου παραμένει ζωντανή χάριν στις εκδηλώσεις που διοργανώνονται με πρωτοβουλία της Αντιπεριφέρειας Ρεθύμνης, των Δήμων Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου και της Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου όπως και των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες έχουν τιμήσει τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών με ανδριάντες ή προτομές και έχουν αναγράψει τα ονόματα των πεσόντων στα ηρώα πεσόντων. Η Μονή Αρκαδίου έχει τιμήσει με ανδριάντες τον Ηγούμενο Γαβριήλ, τον Φρούραρχο Δημακόπουλο, τον πυρπολητή Γιαμπουδάκη και την ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη.
Η πόλη του Ρεθύμνου έχει τιμήσει με ανδριάντες τον Ηγούμενο Γαβριήλ και τον πυρπολητή Γιαμπουδάκη. Τα Περιβόλια Ρεθύμνου έχουν τιμήσει τον Εμμ. Παχλά και τους πεσόντες Περιβολιανούς. Τον Ηγούμενο Γαβριήλ έχει τιμήσει με προτομή η γενέτειρά του Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Τον πυρπολητή Γιαμπουδάκη έχει τιμήσει με προτομή η γενέτειρά του Άδελε και ο Μέρωνας Αμαρίου, τόπος καταγωγής της μητέρα του.
Η Αμνάτος έχει τιμήσει με προτομή τη Χαρίκλεια Δασκαλάκη. Τα Λιβάδια, έχουν τιμήσει με προτομή τον Ιωάννη Σωπασή, τα Ζωνιανά τον Γεώργιο Παρασύρη, η Κράνα με ανδριάντα τον παπά Κρανιώτη και τα Ανώγεια τον Εμμ. Σκουλά. O Πίκρης έχει τιμήσει με προτομές τον Αδάμ Παπαδάκη και τον Ανδρέα Μπιρικάκη. Οι Αποστόλοι Αμαρίου έχουν τιμήσει με προτομή τον μοναχό της Μονής Αρκαδίου Συμεών Γαβρά.
Αιωνία η μνήμη σας, ήρωες του Αρκαδικού ολοκαυτώματος, της πατρίδας και των προγόνων άξιοι!
Ο Μιχάλης Παπαηλιάκης είναι γεωπόνος, ιστορικός ερευνητής