Η πανδημία Covid-19 δοκιμάζει σκληρά τη σοβαρότητα, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα της εγχώριας πολιτικής τάξης. Κρίνεται και αξιολογείται όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση. Η προστασία της ανθρώπινης ζωής δεν προσμετράται με τις κοντόφθαλμες λογικές του πολιτικού οφέλους ή του κόστους.
Ο κορωνοϊός ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά των πολιτών με διαφορετικό στον καθένα τρόπο. Η διαχείρισή του δεν αντιμετωπίζεται με τη ζυγαριά της συμφωνίας ή της διαφωνίας, όπως συμβαίνει με τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Ούτε συνδέεται με ιδεολογικές και κομματικές αναφορές.
Αντιθέτως, καταλύει εμπεδωμένες αντιλήψεις. Οι διαφορές Δεξιάς-Αριστεράς, προοδευτικών-συντηρητικών επισκιάζονται από τον φόβο, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που κυριαρχούν στην κοινωνία. Τα μοναδικά πεδία που παραμένουν σταθερά είναι ο λαϊκισμός και ο ανορθολογισμός. Τα βλέπουμε διεθνώς, και στη χώρα μας.
Επομένως, η αναμέτρηση των κυβερνητικών και κομματικών ηγεσιών με τον κορωνοϊό οφείλει να υπερβαίνει τα γνωστά κλισέ και στερεότυπα. Και προπαντός τις άγονες αντιπαραθέσεις και τις πλειοδοσίες που αποσκοπούν στη δημοφιλία.
Ουσιαστικά, όποιοι χρησιμοποιούν την υγειονομική κρίση σαν πολιτικό εργαλείο εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Προτάσσοντας τις μικροπολιτικές τους ανησυχίες και την αχρείαστη ψηφοθηρία, βρίσκονται σε διάσταση με τις προσδοκίες της πλειονότητας των πολιτών.
Το κόστος της πανδημίας είναι ανυπολόγιστο μπροστά στο όφελος που θεωρούν πως θα αποκομίσουν κάποιοι επενδύοντας στις τρομακτικές επιπτώσεις της. Εξ ου και η απόπειρα εκμετάλλευσης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αποδίδει.
Η στασιμότητά τους το επιβεβαιώνει. Οι αστοχίες της κυβέρνησης, οι λανθασμένοι χειρισμοί, οι παλινωδίες δεν μεταφράζονται σε φθορά και άρση της εμπιστοσύνης προς αυτή. Το γεγονός αυτό, δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά τα αμήχανα επιτελεία τους. Αντί να το ερμηνεύσουν σωστά, αναπροσαρμόζοντας τις απόψεις και τις θέσεις τους, πράττουν το ακριβώς αντίθετο.
Ο δημόσιος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις κυρίαρχες στην κοινή γνώμη τάσεις. Τα όπλα τους, οι υψηλοί αντιπολιτευτικοί τους τόνοι, δεν πείθουν. Είτε μιλούν για πραγματικές ολιγωρίες, με κορυφαίο παράδειγμα τα προβλήματα στις δημόσιες συγκοινωνίες. Είτε επικρίνουν την κυβερνητική αυταρέσκεια και χαλαρότητα, όπως αυτή εμφανίστηκε μετά την επιτυχή διαχείριση του πρώτου κύματος.
Το χειρότερο, αποφεύγουν να αναδείξουν τη σημασία της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής συνείδησης. Πιστεύουν πως κάτι τέτοιο ακούγεται ενοχλητικό στους πολίτες. Φτάνουν δε στο σημείο να εγκαλούν την κυβέρνηση, ότι επικαλείται το συγκεκριμένο ζήτημα, προκειμένου να κρύψει τις υπαρκτές, αναμφίβολα, αδυναμίες και ανεπάρκειες. Αν αυτό δεν είναι κλείσιμο του ματιού στον λαϊκισμό, τότε τι είναι;
Οι πρόσφατες επιθέσεις συριζαίων στελεχών εναντίον του Σωτήρη Τσιόδρα είναι αποκαλυπτικές. Δείχνουν την κρίση ταυτότητας και εκπροσώπησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Περισσότερο παραπέμπουν σε μια αριστερίστικη σέχτα παρά σε φερέγγυα πολιτική δύναμη. Το άγχος για πολιτικά κέρδη εν μέσω πανδημίας τούς ωθεί σε πράξεις που αντιστρατεύονται τον διακηρυγμένο στόχο του μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά και για την κυβέρνηση τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα. Τα πολιτικά αποθέματα που διασφάλισε την κρατούν προς το παρόν στο απυρόβλητο. Η αναμέτρησή της, όμως, με την πραγματικότητα θα είναι σκληρή. Δεν κρίνεται μόνο για την αποτελεσματικότητα και στιβαρότητα στην αντιμετώπιση του Covid-19.
Αξιολογείται και για τα κρίσιμα ζητήματα της οικονομίας και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο κορωνοϊός δεν ακυρώνει τις αλλαγές που επαγγέλθηκε. Ο κίνδυνος να βρεθεί αντιμέτωπη με μια μεταρρυθμιστική άπνοια ελλοχεύει. Η παγίδευσή της σε διαχειριστικές λογικές κυβερνητισμού, θα απομείωνε τη δυναμική της.
Συμπερασματικά, η πανδημία λειτουργεί ως δείκτης αξιοπιστίας, σοβαρότητας και επάρκειας όχι μόνο για κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους. Πρωτίστως για την ίδια την πολιτική.